π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ:
«Τό πρόβλημα δέν εἶναι ὁ Πάπας, ἀλλά οἱ Δεσποτάδες μας »! (π. Γεώργιος, το 2007)
Οἱ Οἰκουμενιστές κατήντησαν περίγελα τῶν παπικῶν καί παλιάτσοι τῶν Ἁγίων Πατέρων ! .
Ὅ,τι δέν πέτυχε ὁ Παπισμός στή διάρκεια τῆς δουλείας
μέ τίς πιέσεις, τό ἐπιτυγχάνει σήμερα μέ τήν συγκατάθεση
Ποιμένων πού ἐνεργοῦν ὡς «λύκοι», κατασπαράζοντας οἱ ἴδιοι τό ποίμνιο πού ὁ Κύριος τούς ἐνεπιστεύθη !!!»
Ἔτσι σώζεται «ὡς διά πυρός» ο διαχριστιανικός και πανθρησκειακός διάλογος!), ἀλλά ὁ Παπισμός εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες» (ὄχι: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) εἶναι μέν «ἐκκλησίες», ἀλλά πάσχουν ἀπό ἕνα «ἔλλειμμα», μή ἀναγνωρίζοντας τόν Πάπα ὡς διάδοχό του (Ἀποστόλου) Πέτρου, ἀρνούμενες δηλαδή, ἤ μή δεχόμενες ἀκόμη, τό παπικό Πρωτεῖο, πού
θεμελιώνεται στήν περί Πέτρου παπική διδασκαλία. Ὅταν αὐτά δέν τά λέγει ἕνας οἱοσδήποτε Πάπας, ἀλλά ὁ σημερινός, πού εἶναι σπουδαῖος ρωμαιοκαθολικός δογματολόγος, τό πρᾶγμα ἀποκτᾶ ἀκόμη μεγαλύτερη βαρύτητα.
Ἔχουμε εἰσέλθει, οἱ Ὀρθόδοξοι, σέ διάλογο μέ τόν Παπισμό, ὁ ὁποῖος (διάλογος) μάλιστα ἀνανεώθηκε τελευταῖα, μέ τήν συγκατάθεση τῶν Οἰκουμενιστῶν μας, πού δέχονται στήν πράξη τίς δηλώσεις τοῦ Πάπα. Ἄρα προχωροῦμε μέ βάση τήν φιλοσοφική ἀρχή τῆς «λήψεως τοῦ αἰτουμένου», κάτι πού σημαίνει τήν ἐκ μέρους μας «ἐλλειμματική», πράγματι, συμμετοχή, ὅσον ἀφορᾶ στήν δική μας αὐτοσυνειδησία καί τό ἐκκλησιαστικό αὐτοσυναίσθημά μας.
Ἔχουμε εἰσέλθει, οἱ Ὀρθόδοξοι, σέ διάλογο μέ τόν Παπισμό, ὁ ὁποῖος (διάλογος) μάλιστα ἀνανεώθηκε τελευταῖα, μέ τήν συγκατάθεση τῶν Οἰκουμενιστῶν μας, πού δέχονται στήν πράξη τίς δηλώσεις τοῦ Πάπα. Ἄρα προχωροῦμε μέ βάση τήν φιλοσοφική ἀρχή τῆς «λήψεως τοῦ αἰτουμένου», κάτι πού σημαίνει τήν ἐκ μέρους μας «ἐλλειμματική», πράγματι, συμμετοχή, ὅσον ἀφορᾶ στήν δική μας αὐτοσυνειδησία καί τό ἐκκλησιαστικό αὐτοσυναίσθημά μας.
Μέ μειωμένο αὐτοσυναίσθημα καί ἀναγνώριση τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ ἐλλείμματός» μας ἀδικοῦμε καί ἀρνούμεθα τήν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων μας, ὅλων τῶν αἰώνων, συνομολογώντας σιωπηρά τήν κατά τόν Πάπαν μή πληρότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Πόσο μᾶλλον, ὅταν ὁ Πάπας δέν παραλείπει νά προσθέσει: «Ὁ διάλογος δέν μπορεῖ νά εἶναι μία ἀφορμή, γιά νά προσαρμόσει ἤ νά μαλακώσει αὐτό πού πιστεύει (ὁ Παπισμός) ὅτι εἶναι»! Καμμία διάθεση, δηλαδή, ὑποχωρήσεως ἐκ μέρους του.
Τό ἀστεῖο ἐδῶ, καί τραγικό συνάμα, εἶναι, ὅτι οἱ οἰκουμενιστές Ποιμενάρχες μας διακηρύσσουν ὅτι μετέχουμε στούς θεολογικούς διάλογους, γιά νά διαφωτίσουμε καί διδάξουμε τούς ἑτεροδόξους! Βέβαια, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πολλά πράγματα μπορεῖ νά μεταβάλει, ὁδηγώντας σέ ἀνατοποθετήσεις καί τελικά στήν μετάνοια. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό τό πρόβλημα, οὔτε βοηθοῦν τήν ἐνεργοποίηση τῆς Θείας Χάριτος μέσα μας ἡ δουλική συμμετοχή στόν διάλογο καί οἱ χαλαρές «ἀντιδράσεις», πού ἁπλῶς ἐπιβεβαιώνουν τήν πολύ γνωστή στό Βατικανό ἡττοπάθεια καί ἀδυναμία μας.
Δέν θά ἦταν λογικό νά λεχθεῖ, μέ ἀξιοπρέπεια καί ἀγάπη γιά τήν Ἀλήθεια, στόν Πάπα, ὅτι, ἐφ' ὅσον γίνονται παρόμοιες δηλώσεις, ἡ συμμετοχή μας στόν διάλογο εἶναι μάταιη καί συνιστᾶ a priori παραδοχή τοῦ Παπικοῦ πρωτείου καί τῆς μοναδικότητος τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας;
Τό πρόβλημα, συνεπῶς, δέν εἶναι ὁ Πάπας, πού μέσα σέ ἕνα παραλήρημα ἐξουσιαστικῆς ὑπεροψίας, συνεχίζει τίς ἴδιες παπικές διακηρύξεις καί γιά ἐπίδειξη δυνάμεως στό ἐσωτερικό του Παπισμοῦ καί γιά τήν ἀνάκτηση τοῦ ἀμφισβητουμένου κύρους τῆς Παποσύνης.
Τό πρόβλημα εἴμαστε ἐμεῖς καί κυρίως οἱ βασικά ὑπεύθυνοι, οἱ Ποιμένες. Στό σημεῖο αὐτό καί εἰς μνημόσυνόν του αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά μνησθῶ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, ὅταν ρωτοῦσε ἐμᾶς τούς, κατ' ἐπάγγελμα, Θεολόγους τῶν Πανεπιστημίων: «Εἶναι Ἐκκλησία τό Βατικανό;». [Παρά τά] ὅσα ἀρνητικά θά μποροῦσε κάποιος νά προσάψει στόν τέως Ἀρχιεπίσκοπο, ὀφείλουμε νά ἀναγνωρίσουμε, ὅτι τήν Πίστη δέν τήν ἔβλαψε. Ἐνθυμοῦμαι, μάλιστα, τήν σύνεση, πού ἐπέδειξε τό 1993, μετά τήν οὐνιτική ἀπόφαση τοῦ Balamand, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (τότε...) δέν εἶχε προσυπογράψει.
Ὁ μακαριστός πάπα-Γιάννης Ρωμανίδης ἔλεγε στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του: «Ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς τό πρόβλημα θά εἶναι οἱ Δεσποτάδες μας. Ποιά πίστη ἔχουν»! Αὐτό τό ζοῦμε ὅλοι μας. Πολλές φορές μοῦ ἔρχεται στή μνήμη ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στίς Πράξεις (20, 18 ἔ.) γιά «λύκους βαρεῖς», πού θά διεισδύσουν στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, «μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου». Καί ὅλοι οἱ ἑρμηνευταί, παλαιότεροι καί νεώτεροι, ταυτίζουν τούς «λύκους» αὐτούς μέ τούς αἱρετικούς, καί πολύ ὀρθά.
Δέν εἶναι παρά ψευδοποιμένες, πού θά ἐμφανίζονται μέ τό ἔνδυμα τοῦ ποιμένος, ἐνῶ στήν οὐσία θά εἶναι λύκοι καί μάλιστα «βαρεῖς», δηλ. τυραννικοί καί σκληροί. Βαρύτητα, ὅμως, ἑρμηνευτικά ἔχει ἡ φράση τοῦ στ. 30: «καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν»! Παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Καί τό χαλεπώτερον, ὅτι αὐτούς τούτους ἐξ αὐτῶν ἀναστήσεσθαι λέγει, ὅ καί σφόδρα ἐστι βαρύ, ὅταν ἐμφύλιος ὁ πόλεμος ᾗ ». Ἡ ἱστορική πραγματικότητα δείχνει, ὅτι ὁ Ἀπόστολος δέν μιλοῦσε μόνο γιά τήν ἐποχήν του.
Είναι δυνατόν, λοιπόν, μετά από αυτά, ορθόδοξος Επίσκοπος νά θέτει τό ἐρώτημα: «Ἄλλαξε τίποτα στήν Ὀρθοδοξία μέ τό πού ἦλθε ὁ πάπας;» (Ἐννοοῦσε τήν ἔλευσή του στήν Ἑλλάδα τό 2001). Ἀντιδρώντας τότε, ἀναγκασθήκαμε νά δηλώσουμε δημόσια: Τί ἄλλο ἤθελε ὁ Πάπας; «Τά πῆρε ὅλα καί ἔφυγε»! Ποιά ἦσαν αὐτά τά «ὅλα»; Ἁπλούστατα, ἡ ὑποδοχή καί ἀναγνώρισή του ὡς γνησίου ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρά τά παπικά δόγματα (Πρωτεῖο, ἀλάθητο καί τό παπικό κοσμικό κράτος), πού ἀφαιροῦν κάθε δυνατότητα στόν Παπισμό νά ἐμφανίζεται καί νά διεκδικεῖ τόν χαρακτηρισμό «ἐκκλησία».
Δέν εἶναι, δυστυχῶς, μόνο ἡ ἀπουσία θεολογικῶν προϋποθέσεων ἤ ἡ ὑπόταξη καί τό θάψιμό τους σέ ὁποιεσδήποτε συμβατικότητες ἤ ἐνδοκοσμικές καί ἀντιχριστιανικές προσδοκίες, πού μᾶς κάνει νά διαμαρτυρόμεθα. Εἶναι κυρίως ἡ τόσο εὔκολη ἀπεμπόληση τῆς Πίστεως τῶν Ἁγίων μας ὅλων τῶν αἰώνων, χωρίς τήν ὁποία σωτηρία, δυνατότητα θεώσεως, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει. Αὐτό σημαίνει, ὅτι κάποιοι Ποιμένες ἐνεργοῦν μέ τή συνείδηση καί καταστροφική διάθεση τῶν «λύκων» τῶν Πράξεων, κατασπαράζοντας πνευματικά οἱ ἴδιοι τό ποίμνιο, πού ὁ Κύριος τους ἐνεπιστεύθη (πρβλ. Ἰωανν. 21,15-17).
Ὑπάρχει, ὅμως, καί κάτι πρακτικά χειρότερο: Οἱ Δυτικοί γνωρίζουν τίς ἀδυναμίες μας καί τόν τρόπο σκέψεώς μας καί γι' αὐτό δέν ἀνησυχοῦν. Ὅλα τά βλέπουν δικά τους καί πρό τοῦ διαλόγου, πού, ὅπως γίνεται, δέν εἶναι παρά ἐπανάληψη ἤ συνέχεια τῆς οὐνιτικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Φλωρεντίας (1439). Ἐπί τέλους, ὅ,τι δέν πέτυχε ὁ Παπισμός στή διάρκεια τῆς δουλείας (λατινοφραγκικῆς καί ὀθωμανικῆς) μέ τίς πιέσεις, νά ἐπιβάλει δηλαδή τήν ἀπόφαση τῆς Φλωρεντίας, τό ἐπιτυγχάνει σήμερα μέ τήν συγκατάθεση τῶν ἴδιων τῶν Ποιμένων! Ἔ, τότε, μᾶς ταιριάζει ὁ χαρακτηρισμός τῶν (πολιτικά) γραικύλων ἀπό τόν μακαρίτη ποιητή μας Κωστή Παλαμά:
Δέν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
Ραγιάδες ἔχεις, Μάννα Γῆ, σκυφτούς γιά τό χαράτσι.
Κούφιοι καί ὀκνοί, καταφρονᾶν τή θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καί τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι...
Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, αὐτό ἰσχύει γιά τούς οἰκουμενιστές Ποιμένες τῆς ἐποχῆς μας. «Τῶν παπικῶν περίγελα» καταντοῦν καί τῶν «Πατέρων μας παλιάτσοι». Ὑπάρχει κάτι χειρότερο καί ἀπαισιώτερο ἀπό αὐτό; Ὁ Θεός νά μᾶς ἐλεήσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν μετάνοια, μέ τούς τρόπους πού Αὐτός γνωρίζει...
Εφημ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» 3/8/2007