Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Ῥωμανίδου,
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τόμος 1
Κλειδὶ σωστῆς κατανόησης τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ὡς καὶ τῆς θεοπνευστίας τῶν Πατέρων εἶναι οἱ καταστάσεις φωτισμοῦ καὶ θέωσης, τῶν ὁποίων προϋπόθεση εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς διαμάχης μεταξὺ Παλαμᾶ καὶ...
Βαρλαὰμ στὰ κείμενα…
Τὰ διάφορα εἴδη νοερᾶς εὐχῆς στὴν καρδιὰ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων. Μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ναὸς τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φθάνει στὸ φωτισμὸ καὶ βαδίζει στὴ θέωση.
1) Ἡ θέωση εἶναι ἡ θεοπτία ἐκείνων ποὺ βλέπουν ἐν τῇ ἀκτίστῳ δόξῃ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸν ἀναστάντα Χριστὸ (π.χ. 1 Κορ. 15, 5-8). Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θέωσης παύει σ΄ αὐτοὺς ἡ εὐχὴ ἡ ἀδιάλειπτος καὶ ἐπανέρχεται μὲ τὴν λήξη τῆς θεοπτίας. Δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ θέωση δὲν εἶναι μόνιμος κατάσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἔχει κατὰ φύση.
2) Τὰ διάφορα στάδια τοῦ φωτισμοῦ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28), καὶ ἀνέρχονται μέχρι τὸ στάδιο τοῦ διδασκάλου (αὐτόθι). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίδει τὴν πληρεστέρα περιγραφὴ τῶν εἰδῶν, ἀδιαλείπτου νοερᾶς εὐχῆς (Ἔφ. 5, 18-20). Διακρίνει τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ γίνονται μὲ τὸ Πνεῦμα ἀπ΄ αὐτά, ποὺ γίνονται μὲ τὸν νοῦ (1 Κορ. 14, 15). Στὴ διάκριση αὐτὴ ὀδείλεται ἡ διαφορὰ μεταξὺ λατρείας ποὺ γίνεται στὴν καρδιὰ καὶ αὐτῆς, ποὺ γίνεται μὲ τὴν λογική.
Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἐννοεῖται ἡ ἀπαρίθμηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τάξη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Μάλιστα τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς θέτει τὸν καθένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀρχίζει μὲ τοὺς ἀποστόλους, προφήτας, ποὺ φθάσανε στὴ θέωση, καὶ τελειώνει μὲ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28). Αὐτὰ τὰ στάδια εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ βαπτίσματος τοῦ Πνεύματος ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος, ὡς φαίνεται, μέχρι σήμερα ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος. Οἱ εὐρισκόμενοι στὴν ἀπαρίθμηση αὐτὴ ἀποτελοῦν τὸν βασίλειο ἱεράτευμα. Οἱ ἰδιῶτες (1 Κορ. 14, 16), ποὺ εἶναι οἱ λαϊκοὶ καὶ δὲν ἔχουν τὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπαριθμοῦνται ἀκόμα ἀπὸ τὸν Παῦλο μεταξὺ τῶν μελῶν, ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἐπικράτησε νὰ λέγεται ὁ προεστῶς προφήτης τῆς ἐνορίας ἐπίσκοπος καὶ οἱ ὑπόλοιποι πρεσβύτεροι, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ συνηθίζετο νὰ λέγονται ὅλοι πρεσβύτεροι. Σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶχε τουλάχιστο πέντε προφῆτες (1 Κορ. 14, 29). Δὲν ἀπασχολοῦν τὸν Παῦλο τόσο τὰ ὀνόματα ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἀφοῦ, ὡς προφῆτες, τοὺς θεωρεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας (Ἔφ. 2, 20). Ἡ χειροτονία τους, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν ἀποστόλων, ἦτο κατ΄ εὐθείαν ἀπ΄ τὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς θέωσης (Ἔφ. 3, 5) καὶ ἐν συνεχείᾳ μέσῳ τῆς ἀναγνώρισης τῆς θέωσης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς συνθεουμένους.