Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Προβληματισμός και αμηχανία επικρατεί στους περισσότερους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, στον απόηχο της έκτακτης συγκλήσεως της Ιεραρχίας της, στις 23 και 24 Νοεμβρίου 2016, με θέμα τη συζήτηση επί της Συνόδου στην Κρήτη.
Ενδεικτικό του κλίματος στους κόλπους της Ιεραρχίας είναι η κατάληξη και μια των προτάσεων της εισηγήσεως – ενημέρωσης του Μητροπολίτου Σερρών κ. Θεολόγου.
Στο τέλος της ομιλίας του αναφέρθηκε στον Σίλβεστρο Συρόπουλο και στο 12τομο έργο του για την ψευδοσύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας και από το όλο έργο του επέλεξε να μνημονεύσει τα εξής:
«Ελπίζω εις τα φιλάνθρωπα σπλάγχνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του τω τιμίω Αυτού αίματι συστησαμένου την ιδίαν Εκκλησίαν άσπιλον και ακηλίδωτον και διατηρούντος αυτήν μέχρι του νυν καθαράν και ανωτέραν πάσης της κατά καιρούς αναρριπισθείσης λύμης, πέπεισμαι ως ου περιόψεται ο πανοικτίρμων και εύσπλαγχνος την Εκκλησίαν Αυτού, αλλά εις την αρχαίαν κατάστασιν στηρίξει και βεβαιώσει κρείττον ή πρότερον...(Συλβέστρου Συροπούλου Απομνημονεύματα ΙΒ, 15-16)».
Σημειώνεται η επισήμανση του Σεβ., ότι ο Κύριος συνέστησε την Εκκλησία Του καθαρή, ακηλίδωτη και ανώτερη από κάθε διεγειρόμενη κατά καιρούς βλάβη Της και ότι, ως πανοικτίρμων, λόγω της κατάστασης δεν θα αποστρέψει από Αυτήν το βλέμμα Του, αλλά θα την στηρίξει και θα την αναδείξει καλύτερη από ό,τι ήταν προηγουμένως... Σημειώνεται επίσης το συμβολικό της υπόμνησης του Σιλβέστρου Συροπούλου. Ήταν μεγάλη προσωπικότητα, διάκονος της Εκκλησίας, με τα υψηλά αξιώματα στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως του Μεγάλου Εκκλησιάρχου και Δικαιοφύλακος. Συμμετέσχε στη ψευδοσύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας και υποχρεώθηκε από τον Αυτοκράτορα να υπογράψει την απόφασή της. Έγραψε σχετικά: «Εξ ανάγκης έπομαι τοις πολλοίς, ίνα εκπληρώσω τον ορισμόν και το θέλημα του βασιλέως...οίδε γαρ ο Θεός την διάθεσιν της ψυχής μου, ότι ου στέργω τούτο, ουδ’ εκουσίως υπογράφω...». Ο Συρόπουλος συνετάχθη με τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό και παραιτήθηκε των αξιωμάτων του όταν Πατριάρχης ανέλαβε ο λατινόφρων Μητροπολίτης Κυζίκου Μητροφάνης Β΄. Συνειρμικά η αναφορά του Μητροπολίτου Σερρών στον Συρόπουλο οδηγεί τη σκέψη στη Σύνοδο της Κρήτης, και πιο συγκεκριμένα στον τρόπο που υπέγραψαν εκεί πολλοί Μητροπολίτες και αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την έκτακτη σύγκληση της Ιεραρχίας Της.
Η αξιοσημείωτη πρόταση του Σεβ. εισηγητού είναι πως η Εκκλησία της Ελλάδος, με μέριμνα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, «να αναθέσει σε αρμοδίαν ή και σε ειδικήν Συνοδικήν Επιτροπήν την σε βάθος μελέτην και θεολογικήν αποτίμησιν των εκκλησιολογικώς και θεολογικώς τεκμηριωμένων κειμένων που έχουν ήδη γραφεί και εμπεριέχουν είτε θετικές ή και επιφυλακτικές θέσεις για τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Οφείλομεν, ως υπεύθυνοι και φιλόστοργοι Ποιμένες, μετά μεγίστης προσοχής και ποιμαντικής ευαισθησίας να ακούωμεν όλες τις σοβαρές και εποικοδομητικές θέσεις. Το καταστάλαγμα αυτής της μελέτης, που θεωρώ ότι εκφράζει δυνατά ένα Συνοδικόν ήθος και ποιότητα, μπορεί να βοηθήσει, καταλλήλως αξιοποιούμενον, ουσιαστικώς και την Αγιωτάτην Εκκλησίαν μας και την Πανορθοδοξίαν συνολικώς».
Η εκ μέρους του Μητρ. Σερρών αναγνώριση ότι υπάρχουν τεκμηριωμένα εκκλησιολογικώς και θεολογικώς κείμενα που εμπεριέχουν επιφυλακτικές θέσεις για τη Σύνοδο στην Κρήτη εκφράζει πράγματι εκκλησιαστικό ήθος και έρχεται σε πλήρη αντίθεση προς την αλαζονεία και την απολυταρχική – παπική αντίληψη του Φαναρίου περί της Αληθείας και έναντι κάθε φωνής που δεν αποδέχεται, και δεν εγκωμιάζει ούτε εξυμνεί κάθε του ενέργεια.
Τι προηγήθηκε της Ιεραρχίας
_______
Της Ιεραρχίας του Νοεμβρίου, που υπενθυμίζεται ότι είχε ως θέμα τη Σύνοδο στην Κρήτη, υπήρξαν έντονες παρασκηνιακές ενέργειες του Φαναρίου. Με κανένα τρόπο δεν ήθελε να παρουσιαστούν προς τα έξω οι διαφωνίες και οι επιφυλάξεις Μητροπολιτών και βεβαίως να υπάρξει ανακοινωθέν ή δελτίο Τύπου, το οποίο να επισήμανε αυτές τις διαφωνίες και επιφυλάξεις.
Ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος εν όψει της συγκλήσεως της Ιεραρχίας, στις 18 Νοεμβρίου 2016, απέστειλε επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται στην «ευθύνη του ως του Οικουμενικού Πατριάρχου και του Προέδρου της εν Κρήτη συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και ως φύλακος του Δόγματος και της κανονικής εν τη κατά Ανατολάς Εκκλησία τάξεως», και εκφράζει τον «σοβαρόν προβληματισμόν» του ιδίου και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου.
Η αυτοανακήρυξη του κ. Βαρθολομαίου ως φύλακος του Δόγματος και της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας είναι πρωτόγνωρη στην εκκλησιαστική ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την, το 1848, απάντηση τους προς τον Πάπα Πίο Θ΄οι Ορθόδοξοι Πατριάρχες της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος Στ΄, Αλεξανδρείας Ιερόθεος Β΄, Αντιοχείας Μεθόδιος και Ιεροσολύμων Κύριλλος Β΄), τόνισαν ότι «υπερασπιστής της θρησκείας είναι το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, ο οποίος θέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και όμοιον με αυτό το των πατέρων αυτού» (Βλ. Ημερολόγιον 2016 Οικουμ. Πατρ. σελ. 43). Κατά τον Μητροπολίτη Περγάμου στους τρεις πρώτους αιώνες της Εκκλησίας «ουδείς Επίσκοπος είχε οιασδήποτε εκκλησιολογικώς βεβαιουμένας δικαιοδοσίας κατά τρόπον πληρέστερον οιουδήποτε άλλου Επισκόπου».
Η καινοφανής για την Ορθόδοξη Εκκλησία αντίληψη του Οικουμενικού Πατριάρχου ταιριάζει περισσότερο σ’ αυτήν του Πάπα της Ρώμης. Σύμφωνα με την Κατήχηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκείνος έχει το «αλάθητο» και «το καθήκον της αυθεντικής ερμηνείας του λόγου του Θεού». (Βλ. σχ. Κατήχηση Καθολικής Εκκλησίας, Έκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1996, σελ. 46).
Ως αιτία του προβληματισμού του ο Οικ. Πατριάχης αναφέρει πληροφορίες που «περιέρχονται κάθ’ ημέραν εκ διαφόρων πηγών» στον ίδιο ότι «ο Πρωτοπρεσβύτερος κ. Θεόδωρος Ζήσης και οι συν αυτώ ομόφρονες κληρικοί και λαϊκοί, δια του διαδικτύου και των διαφόρων μέσων γενικής ενημερώσεως, περιερχόμενοι δε και διαφόρους αδελφάς Ορθοδόξους Εκκλησίας, προσκαλούσι τους αδελφούς Προκαθημένους και τους ποιμένας, αλλ’ ιδιαιτέρως τον ευσεβή Ορθόδοξον Λαόν, εις ανταρσίαν και αμφισβήτησιν των αποφάσεων της εν Κρήτη εν ευλογίαις και εν επιτυχίαις συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας...».
Στη συνέχεια της επιστολής του ο Πατριάρχης κατηγορεί ευθέως τους Μητροπολίτες της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος Καλαβρύτων κ. Αμβρόσιο και Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Γράφει, μεταξύ των άλλων: «Ατυχώς, την συμπήξασαν μέτωπον κατά της κανονικής Εκκλησίας και των αποφάσεων της εν Κρήτη συνελθούσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου γνωστήν ομάδα ενισχύουσι, δια της στάσεως αυτών, και αδελφοί Ιεράρχαι της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, δια της γραφίδος και του ευκαίρως - ακαίρως εκφερομένου προ και μετά την σύγκλησιν της Μεγάλης Συνόδου, επί παντός του επιστητού ακρίτου λόγου αυτών, ως επί παραδείγματι οι Ιερώτατοι Μητροπολίται Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος και Πειραιώς κ. Σεραφείμ». (Σημ. Ο τονισμός του υπογράφοντος).
Στη συνέχεια της επιστολής ο Οικουμ. Πατριάρχης σημειώνει ότι τα κείμενα της Συνόδου στην Κρήτη «τυγχάνουν δεσμευτικά δια πάντας τους Ορθοδόξους πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς» και παρακαλεί τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο να λάβει «τα προσήκοντα μέτρα και να προβεί στις δέουσες συστάσεις προς τους ειρημένους κληρικούς και προς τα συγκεκριμένα στελέχη, ίνα παύσωσι να ενεργώσι αντιεκκλησιαστικώς και αντικανονικώς, να σκανδαλίζωσι ψυχάς «υπέρ ων Χριστός απέθανε» και να προκαλώσι προβλήματα εις την ενιαίαν Ορθόδοξον Εκκλησίαν».
Ο Πατριάρχης εφιστά την προσοχή στον Αρχιεπίσκοπο να ενεργήσει «το δέον, κατά την κανονικήν ακρίβειαν και προβή εις τας δεούσας προς τους ειρημένους κληρικούς και λαϊκούς συστάσεις και προβολάς, ίνα μη δίδωσιν αφορμάς εις «σκάνδαλα» επί απειλή επιβολής, εν περιπτώσει μη ανανήψεως, των προβλεπομένων υπό των θείων και ιερών κανόνων κυρώσεων, προς θεραπείαν των δια της συμπεριφοράς αυτών προκαλουμένων εις το σώμα της Εκκλησίας μωλώπων». Και εξηγεί ο Πατριάρχης εν κατακλείδι ποιες θα είναι αυτές οι κυρώσεις σε όσους διαφωνούν με την Σύνοδο στην Κρήτη και δεν φιμώνουν τη φωνή και την γραφίδα τους: «Εάν δεν ανανήψωσιν και δεν έλθουν εις εαυτούς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θέλει αντιμετωπίσει το δημιουργούμενον πρόβλημα δια της διακοπής της εκκλησιαστικής και μυστηριακής κοινωνίας μετ’ αυτών». Ο κ. Βαρθολομαίος δεν διευκρινίζει αν θα το πράξει επαναλαμβάνοντας τις ανατριχιαστικές, σκοταδιστικές και μεσαιωνικές σκηνές της τελετής στο Φανάρι διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο.
Η πατριαρχική επιστολή προφανώς προβλημάτισε τον Αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο. Σημειώνεται ότι ο Μητροπολίτης Πειραιώς στις 17 Νοεμβρίου 2016 δημοσιοποίησε υπόμνημα προς τον Αρχιεπίσκοπο και τους Μητροπολίτες μέλη της Ιεραρχίας επί της εκτάκτου συγκλήσεως της ΙΣΙ την 23η και 24η Νοεμβρίου 2016. Σ’ αυτό απορρίπτει την περιωπή της Συνόδου στην Κρήτη και εκφράζει τη γνώμη ότι «θα πρέπει να θεωρηθή ως μία προσυνοδική διαδικασία και μόνον (Σημ. ο τονισμός του υπογράφοντος) και να εργασθούμε όλοι να συγκληθή μία όντως Αγία και Μεγάλη Σύνοδος που θα θεραπεύση αστάθειες και ασάφειες καταδικάζουσα την παναίρεση του συγκρητιστικού Οικουμενισμού και διακηρύσσουσα παγκοσμίως ότι η μόνη οδός σωτηρίας και μετοχής στις άκτιστες ενέργειες του Θεού είναι η θεολογία των αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων της Αδιαιρέτου Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας».
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν θέλει στην παρούσα φάση να προκληθεί νέα ένταση με το Φανάρι. Εν όψει της Ιεραρχίας το κλίμα ήταν βαρύ σε βάρος της Συνόδου στην Κρήτη και όσων εκ των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος συμφώνησαν με τα κείμενα της. Ο κ. Ιερώνυμος για να κατεβούν οι τόνοι διαβουλεύθηκε με πολλούς Αρχιερείς, μεταξύ των οποίων και με εκείνους που ανοικτά διαφώνησαν με τον χαρακτήρα και τις αποφάσεις της Συνόδου στην Κρήτη. Τους περιέγραψε τα γεγονότα και τους επισήμανε ότι γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα στο Φανάρι ό, τι και αν πράξουν ως Εκκλησία της Ελλάδος οι αποφάσεις της Κρήτης δεν ανατρέπονται. «Ό γέγονε, γέγονε» ήταν η κατευθυντήρια ιδέα του κ. Ιερωνύμου. Όσοι ήσαν κατά των αποφάσεων της Συνόδου στην Κρήτη δεν έκρυψαν τη δυσφορία τους και τον έντονο προβληματισμό τους για την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα. «Ούτε η Αυτοκεφαλία ισχύει, ούτε η αυθεντία μας, η ελευθερία του λόγου και η ευθύνη μας ως Επισκόπων» μας σημείωσε Ιεράρχης, εκ των διαφωνούντων.
Λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεως ο Αρχιεπίσκοπος συνεκάλεσε Διαρκή Ιερά Σύνοδο στις 7 το πρωί της 23ηςΝοεμβρίου 2016, πριν δηλαδή από την έναρξη της Ιεραρχίας. Σ’ αυτήν, ως Συνοδικός, συμμετέσχε και ο Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Ο Αεχιεπίσκοπος επανέλαβε τα όσα είχε πει σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις και εκμαίευσε τη συγκατάθεση των Συνοδικών να γίνει προσπάθεια να μείνουν χαμηλοί οι τόνοι στην Ιεραρχία.
Τα γεγονότα κατά την Ιεραρχία
_____
Η πρώτη ημέρα της Ιεραρχίας γέμισε με την 4ωρη ανάγνωση της εισηγήσεως του Μητροπολίτου Σερρών κ Θεολόγου. Ήταν μια εμπεριστατωμένη ομιλία και μια σωστή καταγραφή των γεγονότων. Την επόμενη ημέρα άρχισε η συζήτηση, αλλά αμέσως φάνηκε ότι η γραμμή του Αρχιεπισκόπου πέρασε σε μεγάλο βαθμό. Υπήρξαν εντάσεις, υπήρξαν ακόμη και ανταλλαγές αρνητικών χαρακτηρισμών μεταξύ των Μητροπολιτών, όμως η απόφαση ήταν τίποτε να μην βγει προς τα έξω. Πάντως οι Μητροπολίτες Καλαβρύτων και Πειραιώς δεν μίλησαν στην Ιεραρχία, ούτε προέβησαν σε κάποια δήλωση μετά από αυτήν.
Το δελτίο Τύπου της δευτέρας ημέρας της Ιεραρχίας (24ηςΝοεμβρίου 2016), κατά την οποία συζητήθηκε η εισήγηση του Μητροπολίτου Σερρών, ήταν μόνο μια σελίδα!!! Ουσιαστικά δεν εγράφη τίποτε σε αυτό για τα όσα διαμείφθηκαν στη συνεδρίαση. Ούτε ότι έλειψαν πολλοί Μητροπολίτες με διάφορες δικαιολογίες, γιατί δεν θέλησαν να συμμετάσχουν στη συζήτηση, ούτε ποιοι Μητροπολίτες μίλησαν και τι είπαν, ούτε αν υπήρξαν συμπεράσματα και ποια. Αυτή ήταν η εντολή του Αρχιεπισκόπου και τηρήθηκε απολύτως. Εκείνο που εγράφη είναι ότι «επιβεβαιώθηκε η ενότητα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας και αποφασίστηκε η έγκριση των προτάσεων της Εισηγήσεως, καθώς και η μελέτη και όλων των κειμένων που υπεβλήθησαν, από την Δ.Ι.Σ., ώστε να συνταχθεί ανακοινωθέν προς ενημέρωση του ιερού κλήρου και του λαού».
Ως προς την απόφαση που αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου υπήρξε αντίδραση από τον Σεβ. Μητροπολίτη Κυθήρων κ. Σεραφείμ. Σε δήλωσή του σημειώνει ότι αυτό «δεν αποδίδει επακριβώς την απόφαση της Σεπτής Ιεραρχίας», όσον αφορά στο σημείο εκείνο το οποίο λέγει ότι ενέκρινε η Ιεραρχία τις προτάσεις που περιέχονται στην εισήγηση του Μητροπολίτου Σερρών. Και προσθέτει ότι «δεν ετέθη τέτοιο θέμα σε ψηφοφορία» και ο Αρχιεπίσκοπος μετά τη συζήτηση δήλωσε ότι «δεν παίρνουμε καμία απόφαση, αλλά αναθέτουμε στην Δ.Ι.Σ., η οποία θα εκτιμήσει όλο το υλικό, τις παρεμβάσεις των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, τα πρακτικά και κάποια υπομνήματα τα οποία εζητήθησαν από συνοδικούς συνέδρους και έπειτα από όλη αυτήν την επεξεργασία θα συνταχθεί υπό της Δ.Ι.Σ. εγκύκλιος η οποία θα απευθύνεται στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος».Επομένως, τονίζει ο Μητρ. Κυθήρων, δεν υπάρχει πρόκριμα υπό της σεπτής Ιεραρχίας για το όλο θέμα.
Αθήνα, Φανάρι, Μόσχα
_______
Με τους χειρισμούς του ο Αρχιεπίσκοπος στην Ιεραρχία του Νοεμβρίου πέτυχε να μην φανεί προς τα έξω ότι δεν ήταν ενωμένη στο θέμα της Συνόδου στην Κρήτη, να επιβάλει σιωπή στους γράφοντες και ομιλούντες περί αυτής και να αποφύγει νέα ένταση στις σχέσεις του με τον κ. Βαρθολομαίο, έστω προσωρινά. Επισημαίνεται ότι δεν έθιξε καν το θέμα του φακέλου που μένει στο απόρρητο γραμματοκιβώτιο της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου και αναφέρεται στον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο. Ουσιαστικά η Εγκύκλιος και η ενημέρωση του κλήρου και του λαού για τις απόψεις της Εκκλησίας της Ελλάδος μεταφέρονται στις ελληνικές καλένδες...
Από την πλευρά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος ικανοποιήθηκε από τα όσα συνέβησαν – ή δεν συνέβησαν – στην Ιεραρχία και από το ότι οι Μητροπολίτες Καλαβρύτων και Πειραιώς κατ’ αυτήν σιώπησαν. Για μιαν ακόμη φορά θεωρεί ότι οι απειλές του προς μέλη της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος έπιασαν τόπο και πως δια της σκληρής γραμμής του έδειξε πάλι την έναντί Της υπεροχή ισχύος του Φαναρίου.
Σύμφωνα με την άποψη Μητροπολίτου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος η ενότητα πίστεως της Εκκλησίας δεν επιβάλλεται δια της επιδείξεως πυγμής, ούτε με δυτικού τύπου κατασταλτικά μέτρα, αλλά με την με ταπείνωση από κοινού συμμετοχή στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στο Κοινό Ποτήριο. Προσέθεσε ακόμη ότι η ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν φάνηκε στην Σύνοδο της Κρήτης, αντιθέτως φάνηκε εκεί διασπασμένη.
Είναι προσωπική ήττα του Οικουμενικού Πατριάρχου ότι αυτή η ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας φάνηκε όχι στην Κρήτη, αλλά κατά τον εορτασμό στη ρωσική πρωτεύουσα των 70ών γενεθλίων του Πατριάρχου Μόσχας κ. Κυρίλλου, στις 21 Νοεμβρίου 2016. Σ’ αυτόν προσήλθαν Προκαθήμενοι ή εκπρόσωποί τους από όλες τις τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες και έτσι πανηγυρικά φάνηκε αυτή η ενότητα, που έλειψε στην Κρήτη.
Κατά την ομιλία του ο Πατριάρχης Μόσχας μίλησε κατ’ επανάληψη για την ενότητα της Ορθοδοξίας. Είπε πως το πιο σημαντικό στην εκκλησιαστική του διακονία είναι η διαφύλαξη και η περιφρούρηση της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και πάρα κάτω στην ίδια ομιλία του τόνισε ότι «η διαφύλαξη και η ενίσχυση της ενότητας της Εκκλησίας είναι το άμεσο καθήκον όσων καλούνται στην Αρχιερατεία και κυρίως στο λειτούργημα του Προκαθημένου».
Ως προς τη στάση της Ρωσικής Εκκλησίας και την αποχή της από τις εργασίες της Συνόδου στην Κρήτη ο κ. Κύριλλος σημείωσε:
«Η επίγνωση της σπουδαιότητος σεβασμού της ψήφου του κάθε μέλους της Εκκλησίας βρήκε αντανάκλαση στη στάση μας έναντι των προοπτικών συγκλήσεως τη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.... Ήταν ( Σημ. ο τονισμός από τον υπογρ.) να αποτελέσει ορατή έκφραση της ενότητας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας..Όταν πληροφορηθήκαμε την αποχή ενίων αυτοκεφάλων Εκκλησιών από τη Σύνοδο, αναγκασθήκαμε και εμείς να αλλάξουμε τα σχέδιά μας και αποφασίσαμε τη μη μετάβασή μας στη Σύνοδο, τασσόμενοι υπέρ της αναβολής αυτής. Ομολογώ ότι δεν ήταν μια εύκολη απόφαση για μας, αλλά πλήρως δικαιολογημένη (Σημ. Ο τονισμός από τον υπογρ.), καθώς συνειδητοποιήσαμε σαφώς ότι η Σύνοδος απουσία έστω και μιας επί μέρους Εκκλησίας, δεν θα μπορέσει να επιτύχει τον κυριότερο της σκοπό, να επιδείξει στον κόσμο με αισθητό τρόπο την ενότητα της Οικουμενικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.(Σημ. Ο τονισμός του υπογρ.).
Η Σύνοδος στην Κρήτη έλαβε χώρα παρά την απουσία ενίων Εκκλησιών. Δεν μπορεί βεβαίως παρά να προκαλεί την ειλικρινή λύπη μας το γεγονός ότι δεν κατέστη εφικτή η συμμετοχή σε αυτήν όλων των κατά τόπους Εκκλησιών. Και όμως είμαι βέβαιος ότι όλοι ενήργησαν με βάση τη συνείδησή τους, και όσοι προσήλθαν στη Σύνοδο και όσοι απέσχον. Επίσης κατά την υπογραφή των κειμένων ο κάθε Ιεράρχης ενήργησε με βάση τη συνείδησή του. Κάποιος υπέγραψε, κάποιος δεν υπέγραψε.
Η ιστορία συνεχίζεται και πρέπει να προχωρήσουμε ενισχύοντας την ενότητα και την ομοφροσύνη μας. Αποδίδουμε ευχαριστίες στον Πανοικτίρμονα Θεό, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να είναι ενιαία παρά τις μεμονωμένες διαφωνίες που δημιουργούνται κατά καιρούς. Το γεγονός που σήμερα παρευρίσκονται εδώ οι αγαπητοί μου αδελφοί Προκαθήμενοι και οι αντιπροσωπείες όλων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, το γεγονός που σήμερα κοινωνούμε από το ίδιο ποτήριο και ότι «έν σώμα εσμέν εν Χριστώ» (Ρωμ. ιβ΄5) αποτελεί μια λαμπρά επιβεβαίωση αυτής της ενότητας».
Σημειώνεται ότι όλες οι Εκκλησίες οι οποίες απέσχον της Συνόδου στην Κρήτη έχουν αποφασίσει ότι δεν ισχύουν γι’ Αυτές οι αποφάσεις της! Το Φανάρι δεν έχει ανακοινώσει τι θα πράξει έναντί τους. Αν διακόψει την κοινωνία Του με Αυτές τότε θα έχει την ευθύνη για τη διάσπαση της ενότητας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Πάντως αυτό δεν φάνηκε στη Μόσχα, αφού συμμετέσχε κανονικά αντιπροσωπεία Του μαζί με τις τοπικές Εκκλησίες που δεν έλαβαν μέρος στη Σύνοδο στην Κρήτη.
Τελικά φαίνεται ότι η πυγμή του Φαναρίου εξαντλείται στην επίδειξη πυγμής μόνο σε κληρικούς και λαϊκούς της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, που διαφωνούν με τις αποφάσεις της. Λ.χ. απειλεί τον π. Θεόδωρο Ζήση με επιβολή ποινής, που μεταβαίνει σε μια τοπική Εκκλησία και διατυπώνει την άποψή του επί της Συνόδου στην Κρήτη και δεν κάνει το ίδιο με τον Προκαθήμενο Της, που τον ακούει και συμφωνεί μαζί του! Αν ο κ. Βαρθολομαίος σιωπήσει και δεν αποφασίσει τη διακοπή της κοινωνίας με τον συγκεκριμένο Προκαθήμενο, ή με τους άλλους Προκαθημένους που δεν εφαρμόζουν τις αποφάσεις της Συνόδου στην Κρήτη, τότε είναι άδικες οι απειλές του για επιβολή ακοινωνησίας στους Μητροπολίτες και άλλους κληρικούς, καθώς και λαϊκούς της Εκκλησίας της Ελλάδος.