Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Η στάσις του αγ. Ιωάννου της Κρονστάνδης έναντι των μη ορθόδοξων ομολογιών




Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, Ρώσος ιερεύς, Πνευματικός και θερμουργός κήρυξ του Ευαγγελίου. Ήκμασε στα τέλη του περασμένου αιώνος και στις αρχές του παρόντος. Προορατικός και θαυματουργός.
Ηναλώθη στην καθημερινή διακονία του πάσχοντος λαού. Χριστομίμητος η αγάπη του. Αυτή η αγία αγάπη τον αναγκάζει να πη την αλήθεια για την Ορθοδοξία που σώζει και για την αίρεση και ετεροδοξία που δεν εξασφαλίζουν την σωτηρία.


Σύμφωνα με τους λόγους του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. «μόνο όποιος μετέχει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού κατανοεί την αληθινή φύσι της Εκκλησίας». Ποιος άλλος, λοιπόν, κατενόησε καλύτερα τι είναι η Εκκλησία του Χριστού από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης, του οποίου την αγιότητα χαρακτήριζε η ευλαβεστάτη, συχνή και μάλιστα καθημερινή τέλεσις της Θείας Λειτουργίας; Από αυτήν ενεπνέετο για την μεγάλη ποιμαντική του διακονία. Αυτή ήταν η πηγή της υψηλής, εμπειρικής του θεολογίας. Μεταδίδοντας καθημερινώς το Σώμα του Χριστού στον λαό, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος έβλεπε τα όρια της Εκκλησίας και αγωνιζόταν σ’ όλη του την ζωή εναντίων των αιρετικών και σχισματικών, οι οποίοι σοβαρώτατα αμάρτησαν παραβαίνοντας την εντολή του Χριστού: «ίνα πάντες εν ώσιν» ( Ιω. Ιζ΄ 21).

Ο άγιος Ιωάννης δεν εδημιούργησε συστήματα Ορθοδόξου δογματικής, όπως και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο οποίος επίσης δεν συστηματοποίησε την διδασκαλία του. Ωστόσο, οι σύγχρονοί του εύρισκαν σ’ αυτόν μία υψηλότατη και αλάθητη λύση των θεμάτων της πίστεως.
Ο σκοπός της ζωής για τον άγιο Ιωάννη είναι να εισέλθωμε στο πλήρωμα της Χριστιανικής τελειότητος, της θεώσεως, προς την οποία οδηγούμεθα με τον αγώνα προς τους «αοράτους εχθρούς», με την μετάνοια, με την απόκτησι της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Από την εμπειρία ολοκλήρου της ασκητικής του ζωής, ο άγιος
Ιωάννης απεκόμισε την σκέψι ότι δια των ανθρωπίνων δυνάμεων είναι αδύνατο να φθάσωμε τούτο το πλήρωμα: «Είναι απαραίτητο να ανήκωμε στην Εκκλησία του Χριστού, της οποίας Κεφαλή είναι ο Παντοδύναμος Βασιλεύς, ο Νικητής του Άδου, ο Ιησούς Χριστός. Η Βασιλεία Του είναι η Εκκλησία, η οποία νοείται ως κοινωνία των αγίων, οι οποίοι μετετέθησαν στον ουρανό, και όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών, οι οποίοι αγωνίζονται επί της γης (1, σελ. 18), μαχόμενοι προς τας αρχάς και εξουσίας και κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας… 

Ο μη Ορθόδοξος, ακόμη και μια μεγάλη μη ορθόδοξη κοινότης, δεν μπορεί να στρατευθή στον πόλεμο αυτόν, χωρίς τον Χριστό ως Κεφαλή του δεν μπορεί να κάνη τίποτε με τέτοιους πανούργους, οξυδερκείς εχθρούς, οι οποίοι είναι συνεχώς άγρυπνοι και έχουν μάθει τέλεια την επιστήμη του πολέμου τους.

Ο Ορθόδοξος Χριστιανός έχει δυνατή υποστήριξι στον αγώνα αυτόν: πρώτα από τον Θεό και από τους αγίους Αθλητάς Του, οι οποίοι ενίκησαν τους εχθρούς με την δύναμι της Χάριτος του Χριστού, και έπειτα από την επί γης Ορθόδοξο Εκκλησία, από τους ποιμένας και διδασκάλους της και από την κοινή προσευχή και τα μυστήρια. Η Εκκλησία του Χριστού, στην οποία ελέει Θεού ανήκουμε κι’ εμείς, είναι ένας τέτοιος βοηθός στον αγώνα του Χριστιανού εναντίον των αοράτων και ορατών εχθρών» (1, σελ. 52).

Η σκέψις του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης όσον αφορά την Εκκλησία είναι πρώτα απ’ όλα σωτηριολογική. Το να ανήκει κανείς στην Εκκλησία είναι γι’ αυτόν η πηγή της σωτηρίας: «Η Εκκλησία είναι το μοναδικό Σώμα, του οποίου Κεφαλή είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ενώ ψυχή είναι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, το οποίο ζωογονεί, φωτίζει, καθαρίζει και ενδυναμώνει όλα τα μέλη αυτού του μεγάλου σώματος που αγωνίζονται επί της γης» (1, σελ. 6, 14, 26).

«Τότε τι αναγκάζει μερικούς να φεύγουν από τον μοναδικό αυτόν οίκο του Θεού» (1, σελ. 6), στον οποίο – επειδή κεφαλή είναι η Ενυπόστατος Σοφία – υπάρχει «μια τέτοια άβυσσος σοφίας, ώστε θα επαρκούσε με αφθονία σε όλους τους σοφούς του κόσμου για μελέτη, θαυμασμό και δοξολογία. Αλλά ο Κύριος απέκρυψε αυτήν από σοφών και συνετών και απεκάλυψεν αυτήν νηπίοις κατά το φρόνημα».
Το πρόβλημα με αυτούς τους αξιολύπητους σοφούς είναι ότι προσπαθούν να συμβιβάσουν την αλήθεια με την υπερήφανη λογική που δεν έχει καθαρθή από τα πάθη, με αποτέλεσμα να διαστρεβλώνουν την αλήθεια και τελικά να εκπίπτουν από την ορθή Πίστι (3, σελ. 58).

Η μοναδικότης και το αλάνθαστον της Πίστεως είναι τελείως ουσιώδη, άλλωστε η Πίστις μας, η νικήσασα τον κόσμον (Α’ Ιω. ε’ 4), δεν είναι το σύνολον υποκειμενικών ψυχολογικών εμπειριών, αλλά η αποκάλυψις υπό της Παναγίας Τριάδος της οδού προς την σωτηρία (!, σελ. 14).

Η ενότης των Χριστιανών στην Εκκλησία δεν γεννάται εκ θελήματος σαρκός (Ιω. α’ 13). Είναι η πραγματοποίησις της προσευχής του Χριστού προς το Πατέρα σχετικά με τους μαθητάς, ίνα ώσιν εν, όπως ακριβώς η Παναγία Τριάς είναι έν. (Ιω. ιζ’ 11, 21 – 22). Είναι ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον εξεχύθη επί των Αποστόλων κατά την Πεντηκοστή. Κατά τους Αγίους Πατέρας, στον χορό των οποίων ίσταται τώρα ενώπιον του Θεού ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, η ενότης της Πίστεως και η μοναδικότης της Εκκλησίας είναι τόσο σπουδαία, ώστε στο Σύμβολο της Πίστεως η μοναδικότης να είναι η πρώτη ιδιότης της Εκκλησίας. Κάθε ένας που θέτει τέρμα στις σχέσεις του με την Μία Εκκλησία δεν μπορεί να βασίζεται ούτε στην αποστολική διαδοχή, ούτε στην αγιότητα, ούτε στην καθολικότητα, διότι «η Εκκλησία δεν είναι μόνον μία, αλλά και η μοναδική» κατά τον άγιο Κυπριανό Καρθαγένης. «Η αληθινή Εκκλησία παραμένει μία και αδιαίρετος και η μόνη που σώζει. Αυτή είναι η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία».

«Ουδεμία άλλη Χριστιανική Ομολογία εκτός από την Ορθοδοξία» γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης, «μπορεί να φέρει ένα Χριστιανό στην τελειότητα της Χριστιανικής ζωής ή αγιότητος και να ολοκληρώση την κάθαρσι από τις αμαρτίες και να οδηγήση στην αφθαρσία, διότι οι άλλες ομολογίες κατέχουν την αλήθεια εν αδικία (Ρωμ. α’, 18), ανέμιξαν την δεισιδαιμονία και το ψεύδος με την αλήθεια και δεν κατέχουν εκείνα τα θεόσδοτα μέσα για την κάθαρσι, τον αγιασμό, την αναγέννησι και ανανέωσι τα οποία κατέχει η Ορθόδοξος Εκκλησία».

Κάθε προσβολή εναντίον της ενότητος της Εκκλησίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε «αυτοί που αυθαιρέτως χωρίζονται από την Εκκλησία χάνουν την κοινωνία με τους Αγίους, διότι ως νεκρά μέλη με την αντίθετη τοποθέτησί τους επισύρουν πάνω τους την αιώνια απώλεια» (1, σελ. 14). «Θλίβομαι βαθειά», γράφει ο άγιος Ιωάννης, «που η αγία ενότης της Εκκλησίας του Χριστού διερράγη στην Δύσι και από την Δύσι, από τον περιβόητο Ρωμαιοκαθολικισμό και μαζί μ’ αυτόν από τον Λουθηρανισμό και την Μεταρρύθμισι, καθώς επίσης σε μας από σχίσματα και κομματισμούς».

Κάθε πτώσις, σύμφωνα με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, αρχίζει από την υπερηφάνεια: περιφρονεί κάποιος μία εντολή και τότε αμαρτάνει στην πράξι. Έτσι έγινε και με το αποσκίρτημα της Δύσεως: «Πριν απ’ αυτό, ο πάπας και οι παπικοί έγιναν υπερήφανοι και εξύψωσαν τους εαυτούς των τόσο, ώστε εσκέφθηκαν να κρίνουν τον ίδιο τον Χριστό, την ίδια την Ενυπόστατο Σοφία του Θεού» (1, σελ 59), τον ουράνιο Διδάσκαλο, χωρίς τον Οποίον «ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει, ει μη ο Υιός» (2, σελ. 38). Η υπερηφάνειά τους έφθασε στο σημείο να διαστρέψουν μερικούς από τους λόγους, εντολές και θεσπίσματά Του (1, σελ. 59). Ο Χριστός λέγει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Λουθηρανοί μαζί με τους Αγγλικανούς λέγουν ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (2, σελ. 38 – 39).

Έχοντας αποκοπή από την Παράδοσι του Αγίου Πνεύματος, έχοντας χάσει το εσωτερικό κριτήριο της αληθείας και την συνοδική αρχή εν τη Εκκλησία, οι Λατίνοι, επειδή έχουν ανάγκη από κάποιο είδος εξουσίας, ήγειραν μια νέα εξουσία για να διδάσκεται η Πίστις: τον «αλάθητο Πάπα της Ρώμης, τον «αντιπρόσωπο του Χριστού».

«Εγώ μεθ’ υμών ειμί… έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20). Ο ίδιος ο Κύριος είναι πάντοτε παρών στην Εκκλησία Του. Τι χρειάζεται τότε ένας αντιπρόσωπος – πάπας;», γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης καταγγέλοντας την αίρεσι του παπισμού.
Ως μια κεφαλαιώδης αίρεσις, ο Λατινισμός προσπαθεί να εντάξη κάτω από το θεολογικό του σύστημα κείμενα από την Αγία Γραφή, κατανοούμενα φυσικά έξω από την Ιερά Παράδοσι την οποία στερείται: «Το κεντρικό σημείο της ρωμαιοκαθολικής υπερηφάνειας και των ρωμαιοκαθολικών ψευδών στα δόγματα, στην διοίκησι και στην ηθική διδασκαλία είναι το πρωτείον του πάπα, η φανταστική και εσφαλμένη κατανόησις του λόγου του Σωτήρος: Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής (Ματθ. ιστ’ 18). 

Ανεγνωρίσθη από όλους τους Αγίους Πατέρας των πρώτων και μεταγενεστέρων αιώνων, ως επίσης και από τους πολύ πρώτους ορθόδοξους πάπας, ότι πρέπει κανείς να εννοή ως πέτρα θεμελιώσεως τον ίδιο τον Ιησού Χριστό – η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α’ Κορινθ. ι’ 4).

«Ο πάπας και οι παπικοί, – κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος – έχοντας υποδουλώσει όλον τον Καθολικισμό στην αίρεσι, τον κατέστησαν αδιόρθωτο, διότι ο πάπας παρ’ όλες τις αιρέσεις του αναγνωρίζεται ως αλάθητος από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και έτσι δεν είναι δυνατόν να διορθωθή από κάποιον που σκέπτεται αντίθετα».

Η Μεταρρύθμισις, η οποία προήλθε από τον Λατινισμό, ήταν μια αντίδρασις εναντίον των διαστροφών του Λατινισμού. Αντί να επανέλθη στην συνοδική βάσι της Ορθοδοξίας, από αντίθεσι στον παπισμό απέρριψε την ιεραρχία, δίδοντας στον κάθε πιστό το δικαίωμα να σκέπτεται «αλάνθαστα» περί της Πίστεως. Ο νομικισμός της Ρώμης και τα ξένα προς τον πατερικό ασκητισμό συστήματα πνευματικής ζωής, που οδηγούν στην πλάνη, παρεχώρησαν την θέσι τους στον ηθικό σχετικισμό και την ακολασία. «Οι Ρωμαιοκαθολικοί, με το να αναγνωρίζουν τον πάπα ως κεφαλή της Εκκλησίας, έχασαν την πραγματική Κεφαλή της Εκκλησίας – τον Χριστό – και παρέμειναν χωρίς Κεφαλή…» (2, σελ. 37). 

«Οι Λουθηρανοί απεκόπησαν και παρέμειναν χωρίς την Κεφαλή, οι Αγγλικανοί επίσης. Δεν έχουν την Εκκλησία…και ο Βελίαλ τους πολεμά με την δύναμι και τις μηχανορραφίες του και τους κρατά στην πλάνη του και την απώλεια. Ένα πλήθος ανθρώπων χάνονται στην αθεΐα και την φαυλότητα». (1, σελ.52).

«Ο Λουθηρανισμός, καλυπτόμενος υπό το όνομα της Χριστιανικής Πίστεως, είναι στην πραγματικότητα άρνησις της Πίστεως. Απορρίπτοντας τις νηστείες και το μοναχισμό ή την εν παρθενία ζωή την αφιερωμένη αποκλειστικά στην υπηρεσία του Θεού, παραδίδεται στην φιληδονία. Είναι παράδοσις στην ψευδώνυμο ανθρωπίνη λογική με τις φιλοσοφικές της ασυναρτησίες και την θεοποίησή της, άρνησις της θείας αυθεντίας των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, αυθαίρετη συνάθροισις υπό το όνομα της κεκαθαρμένης, μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας».

Ο άγιος Ιωάννης θρηνούσε εν πνεύματι «τις μεγάλες κοινότητες που αστόχησαν στην Πίστι». Δεν έβλεπε να λύνεται η τραγική αυτή κατάστασις με συμβιβασμούς, με την αναζήτησι κοινών στοιχείων στην Πίστι της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Κατενόησε ότι μια τεχνητή ένωσις, με θεμέλια γήινα, είναι ένας πύργος της Βαβέλ. «Είναι πράγματι δυνατόν να ενώση κανείς κάτι που δεν μπορεί να ενωθή, το ψεύδος με την αλήθεια;», αναρρωτιόταν (2, σελ. 31).

«Εμείς οφείλουμε να προσκολληθούμε σταθερά στην μία αληθινή Πίστι και Εκκλησία» (1, σελ. 32). «Ποιος από τους Ορθοδόξους δεν θα επιθυμούσε να ενωθή με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Λουθηρανούς και να είναι ένα με αυτούς εν Χριστώ, μία Εκκλησία, μία κοινότητα πιστών! Ας πετάξουν το ψεύδος, ας δεχθούν την αλήθεια και ας ενωθούν μαζί μας εις ενότητα πνεύματος, φθάνουν οι διαφωνίες και επιχειρηματολογίες των. Ο ερχομός του Χριστού είναι εγγύς, επί θύραις», έγραφε ο άγιος Ιωάννης, «αλλά ποιος από τα μέλη αυτών που ονομάζονται εκκλησίες, κυρίως οι ηγέτες…θα συμφωνήση να αποκηρύξη τα λάθη του; Κανείς. Και εμείς δεν μπορούμε να συμφωνήσωμε με την αιρετική τους διδασκαλία χωρίς να ζημιωθή η σωτηρία των ιδίων των ψυχών μας…»(2, σελ. 31,39)

Απαράδεκτη επίσης για τον άγιο Ιωάννη ήταν η σχετικοποίησις της Πίστεως, (του δόγματος), η παραδοχή κάθε ερμηνείας του Χριστιανισμού (πόσο μάλλον μιας μη χριστιανικής θρησκείας) ως σωστικής. «Οι διάφορες Ομολογίες διατηρούν γνώμες και διδασκαλίες συνήθως αντίθετες προς την θεία αλήθεια του Ευαγγελίου και την διδασκαλία των Αγίων Αποστόλων, των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων…
Η σχετικοποίησις της Πίστεως (του δόγματος) οδηγεί σε απιστία η σε ψυχρότητα πίστεως, σε αμέλεια όσον αφορά στην τήρησι των αρχών της Πίστεως, σε ψυχρότητα μεταξύ των Χριστιανών» (1, σελ. 31).

Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης έθετε την μοναδική του ελπίδα στην παμφωτιστική δύναμι του Παναγίου Πνεύματος και έλεγε ότι «πρέπει κανείς να προσεύχεται με πολύ επιμέλεια… στον Πηδαλιούχο της Αγίας Εκκλησίας, τον Χριστό, ώστε Αυτός να εμφυσήση πνεύμα αγάπης στις καρδιές όλων των Χριστιανών και να τους φωτίση με το Φως Του, για να γνωρίσουν την αλήθεια του Θεού, για να απορρίψουν όλες τις αιρέσεις και τα σχίσματα προς αμοιβαία ενότητα» (1, σελ. 30).

 Ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης έντονα προσευχόταν στον Θεό μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσθέτοντας ήρεμα το εξής στην ανάγνωσι του Συμβόλου της Πίστεως: «Ένωσε σ’ αυτήν την πίστι όλες τις μεγάλες κοινότητες που καλούνται Χριστιανικές, αλλά κατ’ ουσίαν είναι αποστάται: τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Λουθηρανούς, Αγγλικανούς και άλλους, οι οποίοι απεκόπησαν από την ενότητα της αγίας Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία είναι το Σώμα Σου και της οποίας Συ είσαι Κεφαλή και Σωτήρ. Κατάρριψε την υπερηφάνεια και την αντίθεσι των διδασκάλων τους και αυτών που τους ακολουθούν, δώσε τους να καταλάβουν με την καρδιά τους την αλήθεια και την σωστικότητα της Εκκλησίας Σου και να ενωθούν αδόλως μ’ αυτήν. 

Με τη δύναμι της Χάριτος του Πνεύματός Σου, ένωσε στην αγία Σου Εκκλησία και αυτούς που είναι ασθενείς από αμάθεια και από την πλάνη του σχίσματος. Ανάκοψε την ισχυρογνωμοσύνη τους και την αντίθεσί τους στην αλήθειά Σου, για να μη χαθούν αθλίως με την αντίθεσί τους, όπως ο Κορέ, ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι οποίοι αντετίθεντο στους δούλους Σου Μωϋσή και Ααρών (Ψαλμ. ρε’ 16 – 18). Τράβηξε προς αυτή την Πίστι όλα τα έθνη που κατοικούν την γη…» (1,σελ. 59, 169). Ο Κύριος άκουγε τις προσευχές του, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης.
Εν κατακλείδι θα ήθελα να εκφράσω την σκέψι ότι ο άγιος Ιωάννης απηύθυνε αυτούς τους απειλητικούς λόγους, οι οποίοι είναι ωστόσο λόγοι αγάπης, όχι μόνο στους αιρετικούς και σχισματικούς, διότι τις επίστευσε τη ακοή ημών; (Ης. νγ’ 1), αλλά και στους ομοδόξους αδελφούς του καλώντας τους «να προσκολληθούν στην Ορθόδοξο Εκκλησία με ειλικρινή καρδιά (2, σελ. 14).

Κάθε μέλος της Εκκλησίας, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, ιεράρχης, ιερεύς η λαϊκός, οφείλει να ενθυμήται τους λόγους που ειπώθηκαν από τον άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης: «Ελάβαμε το τάλαντον της οικουμενικής Ορθοδοξίας από τον Θεό προς δόξαν Θεού και για την σωτηρία μας. Πως χρησιμοποιούμε και αυξάνουμε αυτό το τάλαντο; Ευχαριστούμε τον Κύριο; Ποια είναι η φύσις της μετανοίας μας; Τι καλά έργα κάνομε; Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστι έως ενός (Ψαλμ. ιγ’ 3)» (2, σελ. 40).
Δεν ταιριάζουν άρα γε και σε μας αυτά τα λόγια της Γραφής;

(Αποσπάσματα από το άρθρο του A. VLADIMIROV στο περ/κό Τσερκόβναγια Ζϊζν, τ. 1-2, 1994).
Υπερασπισταί της Ορθοδόξου Πίστεως
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη” Θεσσαλονίκη