Γράφει ο μοναχός Παΐσιος Καρεώτης
Καθηγητής Αθωνιάδος Σχολής
Λύπη βαθυτάτη μας προεκάλεσε η δημοσίευσις προ ημερών, της εγκυκλίου εκ της Μητροπόλεως Φλωρίνης με αριθ. Πρωτ. 1151, την 27η Οκτωβρίου 2016. Ο Μητροπολ. Φλωρίνης κατηγορούμενος υπό κληρικού του επί Οικουμενισμώ και αναγνώρισιν των αποφάσεων της “συνόδου” του Κολυμπαρίου, υπ ᾽αυτού, και κατά συνέπειαν την μη μνημόνευσίν του, εξέδωσε αυτή την εγκύκλιο προς τους Ιεροκήρυκες, Ιερείς, Μοναχούς και προς όλον το Χριστεπώνυμον πλήρωμα της Μητροπόλεώς του (Βλέπε, aktines blogspot.gr/5 ΔΕΚΕΜΒΡ.).
Στην εγκύκλιο αυτή, προσπαθεί να επιχειρηματολογήση Θεολογικά υπερ της θέσεώς του ο Μητροπολίτης, και φτάνει – δυστυχώς – σε μία “θεολογική” τραγωδία, σε ένα “θεολογικό” ναυάγιο. Ενώ επικαλείται αόριστα μία προσεκτική μελέτη επί των “αποστολικών και λοιπών αγίων πατέρων”, τους κάνει ισοδύναμους και ισόκυρους μετά των “συγχρόνων…διδασκάλων της δογματικής θεολογίας”, οι οποίοι είναι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και στο μεγαλύτερο ποσοστό προβληματικοί για την Εκκλησία, διότι εισάγουν αλλότριες διδασκαλίες. Ο κατ ᾽εξοχήν “σύγχρονος διδάσκαλος της δογματικής θεολογίας”, τον οποίον πλήρως αντιγράφει η εγκύκλιος, αλλά δεν τον αναφέρει ονομαστικά, είναι ο Μητροπολ. Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, ο οποίος θα ηδύνατο να είναι ΥΠΟΔΙΚΟΣ ενώπιον Ορθοδόξου Γενικής Συνόδου για εισαγωγή αιρετικής Τριαδολογίας και Εκκλησιολογίας. Προσεχώς δημοσιεύεται ειδική μελέτη επ᾽ αυτού.
Εν πρώτοις ο Μητροπολ. Φλωρίνης υπεραμύνεται της εκκλησιαστικής τάξεως, την οποία όμως με τα επιχειρήματα που εκθέτει, δεν την στηρίζει στους Αποστολικούς και λοιπούς αγίους Πατέρας, αλλά στην νέα εκκλησιολογία του Μητροπολ. Περγάμου.
Στην συνέχεια διακρίνει την διακονία του λόγου, από την τέλεσιν του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Στην ορθόδοξη παράδοσι αυτά δεν είναι διακριτά. Οι παπικοί και οι προτεστάντες τα διακρίνουν. Για παράδειγμα, ο πλούτος των ομιλιών του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, έγινε μέσα στον Ιερό ναό, μέσα στην θεία λατρεία και όχι σε αίθουσες και συνέδρια.
Μία αποκορύφωσις της “θεολογικής” τραγωδίας της εγκυκλίου του Μητροπολ. Φλωρίνης, είναι στην συνέχεια, η ένθερμη υποστήριξις του “Fermentum”. “…λειτουργούσαν μεν οι πρεσβύτεροι, αλλά περίμεναν να σταλή από την λειτουργία, όπου λειτούργησε ο επίσκοπός τους, τεμάχιο από τον καθαγιασμένο αμνό ως εγγύησι και έτσι κοινωνούσαν οι πιστοί”. Στο σημείο αυτό αντιγράφει πλήρως, τις σελ. 180-181, από το έργο της διδακτορικής διατριβής του Μητροπολ. Περγάμου, (“Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας”, εκδόσεις Γρηγόρη, εν Αθήναις 1990, 2α έκδοσις). Αναιρεί όμως, ο Μητροπολ. Φλωρίνης τον τίτλο του, ως προσεκτικού μελετητή.
Διερωτώμεθα, δεν πρόσεξε στις σελίδες αυτές, ότι όλες οι παραπομπές είναι σε δυτικούς και αλλότριους θεολόγους;
Δεν πρόσεξε ο Μητροπολ. Φλωρίνης ότι εκεί μία μόνο παραπομπή υπάρχει σε άγιο και αυτή είναι διαστρεβλωμένη;
Παραπέμπει ο Μητροπολ. Περγάμου (σ. 181, σημ. 14) στην Α’ Απολογία του Αγίου Ιουστίνου, αλλά εκεί ο Άγιος αναφέρεται τοις “ου παρούσι”, δηλ. στους ασθενείς και ηλικιωμένους, που δεν μπορούσαν να πάνε στην θεία Λειτουργία. Δεν αναφέρει καν ότι έστελνε άγιες μερίδες στις άλλες ενορίες, επειδή δήθεν η θεία Λειτουργία του πρεσβυτέρου είναι ελλιπής και γίνεται πλήρης με την μερίδα της επισκοπικής Θ. Λειτουργίας. Αυτά είναι αλλόκοτα τέρατα και βλασφημία, για την Ορθόδοξη Παράδοσι.
Αυτή είναι θεολόγησις της Β’ Βατικανής συνόδου, περί ελλιπών και πλήρων Θ. Λειτουργιών και Εκκλησιών. Αυτά δεν τα γνωρίζει ο ποιμήν της Φλώρινας; Οι “ειδικοί” τους οποίους επικαλείται, είναι “ειδικοί” για να διαδίδουν αιρέσεις.
Θα θέλαμε να μας πει ο Μητροπολ. Φλωρίνης, πότε ιστορικά έγινε αυτή η “εκχώρησις” που επικαλείται, κατά την οποία ο χειροτονών επίσκοπος “δίνει” πλέον το δικαίωμα – είναι άραγε η Θ. Λειτουργία “δικαίωμα” κάποιου που το εκχωρεί; – “στον χειροτονούμενο πρεσβύτερο να τελή το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπως το τελούμε σήμερα”. Αφήνει να υπονοηθεί ότι δεν έγινε ευθύς εξ᾽ αρχής, αλλά πολύ αργότερα. Ας μας πει λοιπόν, πότε έγινε; Διότι, αυτό σημαίνει ότι η σχέσις επισκόπου και πρεσβυτέρου είναι μεταβαλλόμενη, οπότε, κατά συνέπειαν, μπορεί και σήμερα να μεταβληθή, κατά τις επιθυμίες του “ειδικού”, ο οποίος θέλει να μεταβάλη τον πρεσβύτερο από υπεύθυνο ποιμένα που θα αποδώση λόγον εις τον Χριστόν για το ποίμνιό του, σε αντιπρόσωπον του αντιπροσώπου. Δηλαδή σε αντιπρόσωπον του επισκόπου (vicarius episcopus), ο οποίος είναι αντιπρόσωπος του έχοντος το Πρωτείον και ο οποίος Πρώτος είναι ο “vicarius Christi” επί της γης. Ελπίζω ότι είναι κατανοητό σε ποία παραποίησι φθάνουμε με αυτές τις θεωρίες του “ειδικού”.
Στην συνέχεια αναφέρεται στον “ομφάλιο λώρο” ενός αγίου συνδέσμου, μεταξύ χειροτονούντος και χειροτονουμένου. Αυτός είναι, κατά τον Μητροπολ. Φλωρίνης, η μνημόνευσις του ονόματος του οικείου επισκόπου στις αγιαστικές πράξεις, τις οποίες και κατονομάζει αναφέροντας χαρακτηριστικά, “από τον αγιασμό της νέας ποδοσφαιρικής περιόδου” μέχρι και της “κορυφής των μυστηρίων της χειροτονίας και της θείας Ευχαριστίας”.
Βλέπουμε καθαρά εδώ, να τοποθετείται ασεβώς στο ίδιο μυστηριακό πλαίσιο, το ποδόσφαιρο με την θεία Ευχαριστία.
Χρησιμοποιώντας, πάλι, τον όρο “ομφάλιο λώρο”, μεταξύ χειροτονούντος και χειροτονουμένου, εννοεί ξεκάθαρα, ότι ο χειροτονούμενος πρεσβύτερος, έχει άμεση και δεσμευτική σχέσι από τον επίσκοπο που τον χειροτόνησε, όπως το έμβρυο στην γαστέρα της μητέρας του, σε επίπεδο φυσικής εξαρτήσεως. Στις ευχές όμως της χειροτονίας του πρεσβυτέρου, ο χειροτονών επίσκοπος, δεν παρουσιάζει αυτή την σχέσιν. Απεναντίας, τον τοποθετεί κατ᾽ ενώπιον του ίδιου του Θεού, και μάλιστα όταν ενθέτη τον άγιον Άρτον στα χέρια του χειροτονημένου πλέον, του λέγει: “Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην, και φύλαξον αυτήν, έως της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότε ΠΑΡ’ ΑΥΤΟΥ μέλλεις απαιτείσθαι αυτήν”. Βλέπουμε καθαρά, ότι η σχέσις του πρεσβυτέρου με τον Χριστόν είναι άμεση και ζωντανή. Γι᾽ αυτό και θα αποδώση λόγον, εάν ορθά “εκήρυξε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας Του”, και εάν ορθά “ιερούργησε τον λόγον της αληθείας Του”, όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι ευχές της χειροτονίας.
Δεν εισέρχεται ως μεσάζων,ως ενδιάμεση “θεότης” που πηγάζουν εξ ᾽αυτής τα πάντα, ο χειροτονών επίσκοπος, ούτε πάλι γίνεται ο ιερέας αντιπρόσωπος (vicarius) του επισκόπου στην ενορία, ο οποίος είναι αντιπρόσωπος του Πρώτου, επί της τοπικής εκκλησίας. Αυτή είναι παπική αντίληψις περί ιερωσύνης, η οποία στις μέρες μας καλλιεργείται από τους “ειδικούς”, μέσα στην Ορθόδοξη πρακτική.Η, ορθώς και πρέπουσα, μνημόνευσις του επισκόπου δεν εκφράζει αυτήν την σχέσιν.
Δυστυχώς σε πολλά θέματα της Ορθοδόξου πρακτικής, λόγω αγνοίας, αδιαφορίας και πολλών άλλων παθών, έχουμε χάσει από τον καρπό, την ψίχα, το εσώτερον, και μας έχει μείνει το “τσόφλι”, και αυτό μουχλιασμένο.
Η μνημόνευσις του επισκόπου – επαναλαμβάνουμε ότι γίνεται ορθώς, πρεπόντως και αναγκαίως – και ερμηνεύεται ΜΟΝΟΝ στο πλαίσιο της Ορθοδόξου θεολογίας, η οποία αναφέρεται στην κάθαρσι, τον φωτισμό και την θέωσιν. Έξω από αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, γίνεται διοικητική, πειθαρχική και τελικά παπική κατάστασις. Οι άγιοι Πατέρες μόνον σε αυτό το πλαίσιο, ερμηνεύουν την μνημόνευσιν του ονόματος του οικείου επισκόπου.
Αν ο επίσκοπος δεν είναι στην τοπική του Εκκλησία ο ορθοτόμος των Ορθοδόξων δογμάτων – αυτό δηλώνουν τα δικηροτρίκηρα που βαστάζει και ευλογεί και φωτίζει το ποίμνιό του -, εάν δεν είναι ο
μυσταγωγός της αληθούς θεογνωσίας, την οποίαν αγωνίζεται να κατέχει εξ᾽ ιδίας εργασίας στο στάδιο των αρετών, και εάν δεν είναι το έμψυχο ευαγγέλιο, που το αναγινώσκει από την ζωή του επισκόπου του, ο λαός του Θεού, τότε θα δημιουργούνται συνεχώς πλήθος εσωτερικών προβλημάτων, ένα από τα οποία ήδη το αντιμετωπίζει ο Μητροπολ. Φλωρίνης.
“Το καίριο σημείο της θείας Λειτουργίας είναι ο καθαγιασμός των τιμίων Δώρων και η μνημόνευση του ονόματος του επισκόπου ως εγγύησις για τα όσα τελούνται”. Αυτό αναφέρει στην εγκύκλιό του, αλλά ξεχνάει ο Μητροπολ. Φλωρίνης ότι οι εγγυήσεις δίδονται πριν γίνει ένα πράγμα και όχι μετά. Η μνημόνευσις του επισκόπου γίνεται, όταν πλέον έχει γίνει ο καθαγιασμός των τιμίων Δώρων. Επομένως οι άγιοι Πατέρες που έβαλαν στο σημείο αυτό την μνημόνευσιν του επισκόπου, θέλουν άλλο πράγμα να δηλώσουν.
Η εγγύησις που αναφέρει ο Μητροπολ. Φλωρίνης πραγματι υπάρχει στην Θεία Λειτουργία και είναι πριν τον καθαγιασμό, στην σωστή του θέσι. Εγγύησις είναι η ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, που γίνεται λίγο πριν τον καθαγιασμό. Η Ορθόδοξος πίστις δίνει την εγκυρότητα στο μυστήριο, της οποίας είναι εκφραστές και μυσταγωγοί, ο λειτουργών ιερέας και ο οικείος Αρχιερέας. Τι να την κάνουμε την Θεία Λειτουργία, όταν δεν υπάρχει εκεί Ορθοδοξία; Όταν δεν υπάρχει η Ορθοδοξία, η επονομαζομένη Θ. Λειτουργία, γίνεται μία θεατρική παράστασις, ένα νεκρό σύμβολον.
Μία ανάγνωσις των ευχών μετά τον καθαγιασμόν, καθαρώς φιλολογικά, μας δείχνει ότι ο λειτουργών ιερεύς ενώπιον πλέον του καθαγιασθέντος αγίου Άρτου, δηλαδή της ζωντανής παρουσίας του Χριστού, αρχίζει να μνημονεύη και να εύχεται – ως πρεσβευτής του λαού και μεσίτης, και υπ᾽αυτού προβεβλημένος και τεταγμένος εις την ευχήν – υπέρ όλων των Αγίων κατά τάξιν, υπέρ όλων των κεκοιμημένων, υπέρ όλων των ζώντων κατά τάξιν δηλ. επισκόπων, πρεσβυτέρων, ιεροδιακόνων, μοναχών, βασιλέων και αρχόντων. Στην αυτήν συνάφεια καταλήγει “εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του αρχιεπισκόπου ημών…”.
Προς το τέλος της εγκυκλίου, αναμασάει την οικουμενιστική “καραμέλα” περί ενότητος, αγνοώντας ότι στην Εκκλησία η ενότητα είναι δεδομένη, δεν είναι ζητούμενο. Επειδή δίνει οικουμενιστική ερμηνεία στον λόγο του Κυρίου μας “Ίνα ώσιν εν”, θα τον παραπέμψουμε, εάν αποδέχεται ως κριτήριο τον λόγο των αγίων Πατέρων, στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη που εκφράζει την Ορθόδοξο Εκκλησία, “Μονάς δε εστι και ενάς η αγία και μακαρία Τριας· μονάς μεν, ως απλή και ασύνθετος, ενάς δε, επειδή και προς εαυτήν ηνωται φυσικώς, και ενοί πάντας τους αυτή πλησιάζοντας, κατά το ειρημένον εν τοις Ευαγγελίοις. Ίνα ώσιν εν, καθώς και ημείς εν εσμέν” (Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, περί ουρανίου ιεραρχίας, P.G. 3, στ. 237). Λέει καθαρά ο άγιος, ότι όσο μετέχει κανείς, δια των αρετών, στην αγιότητα του τριαδικού Θεού, μετέχει χάριτι Θεού και στην ενότητα Αυτού. Στην Εκκλησία είναι δεδομένη η ενότητα, όταν ζούμε εκκλησιαστικά και μετέχουμε στον Μέγα Εκκλησιαστήν Χριστόν. Όσοι την ψάχνουν την ενότητα, σημαίνει ότι είναι εκτός Εκκλησίας.
Ο Μητροπολ. Φλωρίνης θέλοντας να λύση το πρόβλημα που έχει με τον κληρικό του, δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, με τα όσα γράφει και λέει. Παρουσίασε ένα φρόνημα αλλότριον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Λυπούμεθα, διότι δυστυχώς οι Ιεράρχες μας αντί να έχουν ως θεμέλιο του φρονήματός των τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Οικουμενικούς διδασκάλους, έχουν τους καθηγητές των Πανεπιστημίων, και μάλιστα τους πλέον ανορθοδόξους.
ΚΑΡΥΕΣ 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ (π.η) Αγίου Στεφάνου Οσιομάρτυρος.
πηγή
Καθηγητής Αθωνιάδος Σχολής
Λύπη βαθυτάτη μας προεκάλεσε η δημοσίευσις προ ημερών, της εγκυκλίου εκ της Μητροπόλεως Φλωρίνης με αριθ. Πρωτ. 1151, την 27η Οκτωβρίου 2016. Ο Μητροπολ. Φλωρίνης κατηγορούμενος υπό κληρικού του επί Οικουμενισμώ και αναγνώρισιν των αποφάσεων της “συνόδου” του Κολυμπαρίου, υπ ᾽αυτού, και κατά συνέπειαν την μη μνημόνευσίν του, εξέδωσε αυτή την εγκύκλιο προς τους Ιεροκήρυκες, Ιερείς, Μοναχούς και προς όλον το Χριστεπώνυμον πλήρωμα της Μητροπόλεώς του (Βλέπε, aktines blogspot.gr/5 ΔΕΚΕΜΒΡ.).
Στην εγκύκλιο αυτή, προσπαθεί να επιχειρηματολογήση Θεολογικά υπερ της θέσεώς του ο Μητροπολίτης, και φτάνει – δυστυχώς – σε μία “θεολογική” τραγωδία, σε ένα “θεολογικό” ναυάγιο. Ενώ επικαλείται αόριστα μία προσεκτική μελέτη επί των “αποστολικών και λοιπών αγίων πατέρων”, τους κάνει ισοδύναμους και ισόκυρους μετά των “συγχρόνων…διδασκάλων της δογματικής θεολογίας”, οι οποίοι είναι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και στο μεγαλύτερο ποσοστό προβληματικοί για την Εκκλησία, διότι εισάγουν αλλότριες διδασκαλίες. Ο κατ ᾽εξοχήν “σύγχρονος διδάσκαλος της δογματικής θεολογίας”, τον οποίον πλήρως αντιγράφει η εγκύκλιος, αλλά δεν τον αναφέρει ονομαστικά, είναι ο Μητροπολ. Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, ο οποίος θα ηδύνατο να είναι ΥΠΟΔΙΚΟΣ ενώπιον Ορθοδόξου Γενικής Συνόδου για εισαγωγή αιρετικής Τριαδολογίας και Εκκλησιολογίας. Προσεχώς δημοσιεύεται ειδική μελέτη επ᾽ αυτού.
Εν πρώτοις ο Μητροπολ. Φλωρίνης υπεραμύνεται της εκκλησιαστικής τάξεως, την οποία όμως με τα επιχειρήματα που εκθέτει, δεν την στηρίζει στους Αποστολικούς και λοιπούς αγίους Πατέρας, αλλά στην νέα εκκλησιολογία του Μητροπολ. Περγάμου.
Στην συνέχεια διακρίνει την διακονία του λόγου, από την τέλεσιν του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Στην ορθόδοξη παράδοσι αυτά δεν είναι διακριτά. Οι παπικοί και οι προτεστάντες τα διακρίνουν. Για παράδειγμα, ο πλούτος των ομιλιών του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, έγινε μέσα στον Ιερό ναό, μέσα στην θεία λατρεία και όχι σε αίθουσες και συνέδρια.
Μία αποκορύφωσις της “θεολογικής” τραγωδίας της εγκυκλίου του Μητροπολ. Φλωρίνης, είναι στην συνέχεια, η ένθερμη υποστήριξις του “Fermentum”. “…λειτουργούσαν μεν οι πρεσβύτεροι, αλλά περίμεναν να σταλή από την λειτουργία, όπου λειτούργησε ο επίσκοπός τους, τεμάχιο από τον καθαγιασμένο αμνό ως εγγύησι και έτσι κοινωνούσαν οι πιστοί”. Στο σημείο αυτό αντιγράφει πλήρως, τις σελ. 180-181, από το έργο της διδακτορικής διατριβής του Μητροπολ. Περγάμου, (“Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας”, εκδόσεις Γρηγόρη, εν Αθήναις 1990, 2α έκδοσις). Αναιρεί όμως, ο Μητροπολ. Φλωρίνης τον τίτλο του, ως προσεκτικού μελετητή.
Διερωτώμεθα, δεν πρόσεξε στις σελίδες αυτές, ότι όλες οι παραπομπές είναι σε δυτικούς και αλλότριους θεολόγους;
Δεν πρόσεξε ο Μητροπολ. Φλωρίνης ότι εκεί μία μόνο παραπομπή υπάρχει σε άγιο και αυτή είναι διαστρεβλωμένη;
Παραπέμπει ο Μητροπολ. Περγάμου (σ. 181, σημ. 14) στην Α’ Απολογία του Αγίου Ιουστίνου, αλλά εκεί ο Άγιος αναφέρεται τοις “ου παρούσι”, δηλ. στους ασθενείς και ηλικιωμένους, που δεν μπορούσαν να πάνε στην θεία Λειτουργία. Δεν αναφέρει καν ότι έστελνε άγιες μερίδες στις άλλες ενορίες, επειδή δήθεν η θεία Λειτουργία του πρεσβυτέρου είναι ελλιπής και γίνεται πλήρης με την μερίδα της επισκοπικής Θ. Λειτουργίας. Αυτά είναι αλλόκοτα τέρατα και βλασφημία, για την Ορθόδοξη Παράδοσι.
Αυτή είναι θεολόγησις της Β’ Βατικανής συνόδου, περί ελλιπών και πλήρων Θ. Λειτουργιών και Εκκλησιών. Αυτά δεν τα γνωρίζει ο ποιμήν της Φλώρινας; Οι “ειδικοί” τους οποίους επικαλείται, είναι “ειδικοί” για να διαδίδουν αιρέσεις.
Θα θέλαμε να μας πει ο Μητροπολ. Φλωρίνης, πότε ιστορικά έγινε αυτή η “εκχώρησις” που επικαλείται, κατά την οποία ο χειροτονών επίσκοπος “δίνει” πλέον το δικαίωμα – είναι άραγε η Θ. Λειτουργία “δικαίωμα” κάποιου που το εκχωρεί; – “στον χειροτονούμενο πρεσβύτερο να τελή το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπως το τελούμε σήμερα”. Αφήνει να υπονοηθεί ότι δεν έγινε ευθύς εξ᾽ αρχής, αλλά πολύ αργότερα. Ας μας πει λοιπόν, πότε έγινε; Διότι, αυτό σημαίνει ότι η σχέσις επισκόπου και πρεσβυτέρου είναι μεταβαλλόμενη, οπότε, κατά συνέπειαν, μπορεί και σήμερα να μεταβληθή, κατά τις επιθυμίες του “ειδικού”, ο οποίος θέλει να μεταβάλη τον πρεσβύτερο από υπεύθυνο ποιμένα που θα αποδώση λόγον εις τον Χριστόν για το ποίμνιό του, σε αντιπρόσωπον του αντιπροσώπου. Δηλαδή σε αντιπρόσωπον του επισκόπου (vicarius episcopus), ο οποίος είναι αντιπρόσωπος του έχοντος το Πρωτείον και ο οποίος Πρώτος είναι ο “vicarius Christi” επί της γης. Ελπίζω ότι είναι κατανοητό σε ποία παραποίησι φθάνουμε με αυτές τις θεωρίες του “ειδικού”.
Στην συνέχεια αναφέρεται στον “ομφάλιο λώρο” ενός αγίου συνδέσμου, μεταξύ χειροτονούντος και χειροτονουμένου. Αυτός είναι, κατά τον Μητροπολ. Φλωρίνης, η μνημόνευσις του ονόματος του οικείου επισκόπου στις αγιαστικές πράξεις, τις οποίες και κατονομάζει αναφέροντας χαρακτηριστικά, “από τον αγιασμό της νέας ποδοσφαιρικής περιόδου” μέχρι και της “κορυφής των μυστηρίων της χειροτονίας και της θείας Ευχαριστίας”.
Βλέπουμε καθαρά εδώ, να τοποθετείται ασεβώς στο ίδιο μυστηριακό πλαίσιο, το ποδόσφαιρο με την θεία Ευχαριστία.
Χρησιμοποιώντας, πάλι, τον όρο “ομφάλιο λώρο”, μεταξύ χειροτονούντος και χειροτονουμένου, εννοεί ξεκάθαρα, ότι ο χειροτονούμενος πρεσβύτερος, έχει άμεση και δεσμευτική σχέσι από τον επίσκοπο που τον χειροτόνησε, όπως το έμβρυο στην γαστέρα της μητέρας του, σε επίπεδο φυσικής εξαρτήσεως. Στις ευχές όμως της χειροτονίας του πρεσβυτέρου, ο χειροτονών επίσκοπος, δεν παρουσιάζει αυτή την σχέσιν. Απεναντίας, τον τοποθετεί κατ᾽ ενώπιον του ίδιου του Θεού, και μάλιστα όταν ενθέτη τον άγιον Άρτον στα χέρια του χειροτονημένου πλέον, του λέγει: “Λάβε την παρακαταθήκην ταύτην, και φύλαξον αυτήν, έως της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότε ΠΑΡ’ ΑΥΤΟΥ μέλλεις απαιτείσθαι αυτήν”. Βλέπουμε καθαρά, ότι η σχέσις του πρεσβυτέρου με τον Χριστόν είναι άμεση και ζωντανή. Γι᾽ αυτό και θα αποδώση λόγον, εάν ορθά “εκήρυξε το Ευαγγέλιον της Βασιλείας Του”, και εάν ορθά “ιερούργησε τον λόγον της αληθείας Του”, όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι ευχές της χειροτονίας.
Δεν εισέρχεται ως μεσάζων,ως ενδιάμεση “θεότης” που πηγάζουν εξ ᾽αυτής τα πάντα, ο χειροτονών επίσκοπος, ούτε πάλι γίνεται ο ιερέας αντιπρόσωπος (vicarius) του επισκόπου στην ενορία, ο οποίος είναι αντιπρόσωπος του Πρώτου, επί της τοπικής εκκλησίας. Αυτή είναι παπική αντίληψις περί ιερωσύνης, η οποία στις μέρες μας καλλιεργείται από τους “ειδικούς”, μέσα στην Ορθόδοξη πρακτική.Η, ορθώς και πρέπουσα, μνημόνευσις του επισκόπου δεν εκφράζει αυτήν την σχέσιν.
Δυστυχώς σε πολλά θέματα της Ορθοδόξου πρακτικής, λόγω αγνοίας, αδιαφορίας και πολλών άλλων παθών, έχουμε χάσει από τον καρπό, την ψίχα, το εσώτερον, και μας έχει μείνει το “τσόφλι”, και αυτό μουχλιασμένο.
Η μνημόνευσις του επισκόπου – επαναλαμβάνουμε ότι γίνεται ορθώς, πρεπόντως και αναγκαίως – και ερμηνεύεται ΜΟΝΟΝ στο πλαίσιο της Ορθοδόξου θεολογίας, η οποία αναφέρεται στην κάθαρσι, τον φωτισμό και την θέωσιν. Έξω από αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, γίνεται διοικητική, πειθαρχική και τελικά παπική κατάστασις. Οι άγιοι Πατέρες μόνον σε αυτό το πλαίσιο, ερμηνεύουν την μνημόνευσιν του ονόματος του οικείου επισκόπου.
Αν ο επίσκοπος δεν είναι στην τοπική του Εκκλησία ο ορθοτόμος των Ορθοδόξων δογμάτων – αυτό δηλώνουν τα δικηροτρίκηρα που βαστάζει και ευλογεί και φωτίζει το ποίμνιό του -, εάν δεν είναι ο
μυσταγωγός της αληθούς θεογνωσίας, την οποίαν αγωνίζεται να κατέχει εξ᾽ ιδίας εργασίας στο στάδιο των αρετών, και εάν δεν είναι το έμψυχο ευαγγέλιο, που το αναγινώσκει από την ζωή του επισκόπου του, ο λαός του Θεού, τότε θα δημιουργούνται συνεχώς πλήθος εσωτερικών προβλημάτων, ένα από τα οποία ήδη το αντιμετωπίζει ο Μητροπολ. Φλωρίνης.
“Το καίριο σημείο της θείας Λειτουργίας είναι ο καθαγιασμός των τιμίων Δώρων και η μνημόνευση του ονόματος του επισκόπου ως εγγύησις για τα όσα τελούνται”. Αυτό αναφέρει στην εγκύκλιό του, αλλά ξεχνάει ο Μητροπολ. Φλωρίνης ότι οι εγγυήσεις δίδονται πριν γίνει ένα πράγμα και όχι μετά. Η μνημόνευσις του επισκόπου γίνεται, όταν πλέον έχει γίνει ο καθαγιασμός των τιμίων Δώρων. Επομένως οι άγιοι Πατέρες που έβαλαν στο σημείο αυτό την μνημόνευσιν του επισκόπου, θέλουν άλλο πράγμα να δηλώσουν.
Η εγγύησις που αναφέρει ο Μητροπολ. Φλωρίνης πραγματι υπάρχει στην Θεία Λειτουργία και είναι πριν τον καθαγιασμό, στην σωστή του θέσι. Εγγύησις είναι η ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως, που γίνεται λίγο πριν τον καθαγιασμό. Η Ορθόδοξος πίστις δίνει την εγκυρότητα στο μυστήριο, της οποίας είναι εκφραστές και μυσταγωγοί, ο λειτουργών ιερέας και ο οικείος Αρχιερέας. Τι να την κάνουμε την Θεία Λειτουργία, όταν δεν υπάρχει εκεί Ορθοδοξία; Όταν δεν υπάρχει η Ορθοδοξία, η επονομαζομένη Θ. Λειτουργία, γίνεται μία θεατρική παράστασις, ένα νεκρό σύμβολον.
Μία ανάγνωσις των ευχών μετά τον καθαγιασμόν, καθαρώς φιλολογικά, μας δείχνει ότι ο λειτουργών ιερεύς ενώπιον πλέον του καθαγιασθέντος αγίου Άρτου, δηλαδή της ζωντανής παρουσίας του Χριστού, αρχίζει να μνημονεύη και να εύχεται – ως πρεσβευτής του λαού και μεσίτης, και υπ᾽αυτού προβεβλημένος και τεταγμένος εις την ευχήν – υπέρ όλων των Αγίων κατά τάξιν, υπέρ όλων των κεκοιμημένων, υπέρ όλων των ζώντων κατά τάξιν δηλ. επισκόπων, πρεσβυτέρων, ιεροδιακόνων, μοναχών, βασιλέων και αρχόντων. Στην αυτήν συνάφεια καταλήγει “εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του αρχιεπισκόπου ημών…”.
Αν, όπως λέγει ο Μητροπολ. Φλωρίνης, το όνομα του οικείου επισκόπου δίνει την εγγύησιν, τότε και όλα τα άλλα ονόματα των Αγίων, των κεκοιμημένων και των ζώντων, που προηγούνται εις την αυτήν ευχήν, θα πρέπει να είναι και αυτοί εγγυητές του μυστηρίου. Το “μνήσθητι Κύριε” η το “έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ…”, είναι ευχητικόν, παρακλητικόν και όχι εγγυητικόν. Είναι πολύ εύλογον ο λαός του Θεού, το ποίμνιον, να εύχεται ενώπιον του Χριστού υπέρ του ποιμένος του, υπέρ του πατρός του. Με αυτές τις ερμηνείες των “ειδικών” θα χάσουμε το νόημα των λέξεων και τελικά όλη την γλώσσα μας και την πίστιν μας.
Το πολίτευμα της Εκκλησίας μας είναι ιεραρχικόν και ομοταγές της Ουρανίου Ιεραρχίας. Ο Αρχιερεύς άρχει των ιερέων, καθότι εν δυνάμει θεοφόρος και πλήρης Θείας Χάριτος, και φωτίζει το ποίμνιόν του, όπως φωτίζει το ανώτερον Αγγελικόν τάγμα το υφειμένον. Πάσα πραγματεία ιερατική, διαιρείται σε δύο, στην μετοχή και στην διάδοσιν, πρώτον μετέχει και έπειτα μεταδίδει. Βέβαια σε πολλούς ιεράρχες σήμερα έχει χαθεί η όρασις του τίνος μετέχομεν και τίνος μεταδίδομεν. “Ει μη φωτισθείη καθ’ έξιν ο ιεράρχης άνωθεν, ουκ αν ενεργήσοι ετέροις τον φωτισμόν” (Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίου ιεραρχίας, P.G 3, στ. 169).
Η μνημόνευσις λοιπόν του επισκόπου γίνεται δια τον θεσμόν της ευκόσμου Ιεραρχίας και όχι όπως λέγει η εγκύκλιος δια την εγκυρότητα του μυστηρίου! Ο ιερεύς “ο εις την ευχήν τεταγμένος και δια τούτο του λαού προβεβλημένος, ως πρεσβευτής αυτών και μεσίτης, ίνα η αυτού δέησις ενεργουμένη πολύ ισχύη…” (Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θ. Λειτουργία / Ε.Π.Ε, τομ. 22, σ. 80), αφού μνημονεύση πάντας τους αγίους ενώπιον του αγίου Άρτου, δηλαδή του ζωντανού Χριστού, άρχεται την μνημόνευσιν των ζώντων, ευχόμενος υπέρ του Αρχιερέως της τοπικής εκκλησίας.
Στην τρίτη σελίδα, στην δεύτερη παράγραφο, ο συλλογισμός του Μητροπολ. Φλωρίνης δεν ευσταθεί, διότι ταυτίζει τον αυτοχειροτόνητο λαϊκό (δηλ. το ανυπόστατο μυστήριο), με τον ιερέα ο οποίος κανονικώς και κατά την εκκλησιαστική τάξιν έχει χειροτονηθή, αλλά δεν μνημονεύει τον επίσκοπο του, χωρίς βέβαια να εξετάζη ιεροκανονικώς τους λόγους της μη μνημονεύσεως.
Το πολίτευμα της Εκκλησίας μας είναι ιεραρχικόν και ομοταγές της Ουρανίου Ιεραρχίας. Ο Αρχιερεύς άρχει των ιερέων, καθότι εν δυνάμει θεοφόρος και πλήρης Θείας Χάριτος, και φωτίζει το ποίμνιόν του, όπως φωτίζει το ανώτερον Αγγελικόν τάγμα το υφειμένον. Πάσα πραγματεία ιερατική, διαιρείται σε δύο, στην μετοχή και στην διάδοσιν, πρώτον μετέχει και έπειτα μεταδίδει. Βέβαια σε πολλούς ιεράρχες σήμερα έχει χαθεί η όρασις του τίνος μετέχομεν και τίνος μεταδίδομεν. “Ει μη φωτισθείη καθ’ έξιν ο ιεράρχης άνωθεν, ουκ αν ενεργήσοι ετέροις τον φωτισμόν” (Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίου ιεραρχίας, P.G 3, στ. 169).
Η μνημόνευσις λοιπόν του επισκόπου γίνεται δια τον θεσμόν της ευκόσμου Ιεραρχίας και όχι όπως λέγει η εγκύκλιος δια την εγκυρότητα του μυστηρίου! Ο ιερεύς “ο εις την ευχήν τεταγμένος και δια τούτο του λαού προβεβλημένος, ως πρεσβευτής αυτών και μεσίτης, ίνα η αυτού δέησις ενεργουμένη πολύ ισχύη…” (Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θ. Λειτουργία / Ε.Π.Ε, τομ. 22, σ. 80), αφού μνημονεύση πάντας τους αγίους ενώπιον του αγίου Άρτου, δηλαδή του ζωντανού Χριστού, άρχεται την μνημόνευσιν των ζώντων, ευχόμενος υπέρ του Αρχιερέως της τοπικής εκκλησίας.
Στην τρίτη σελίδα, στην δεύτερη παράγραφο, ο συλλογισμός του Μητροπολ. Φλωρίνης δεν ευσταθεί, διότι ταυτίζει τον αυτοχειροτόνητο λαϊκό (δηλ. το ανυπόστατο μυστήριο), με τον ιερέα ο οποίος κανονικώς και κατά την εκκλησιαστική τάξιν έχει χειροτονηθή, αλλά δεν μνημονεύει τον επίσκοπο του, χωρίς βέβαια να εξετάζη ιεροκανονικώς τους λόγους της μη μνημονεύσεως.
Προς το τέλος της εγκυκλίου, αναμασάει την οικουμενιστική “καραμέλα” περί ενότητος, αγνοώντας ότι στην Εκκλησία η ενότητα είναι δεδομένη, δεν είναι ζητούμενο. Επειδή δίνει οικουμενιστική ερμηνεία στον λόγο του Κυρίου μας “Ίνα ώσιν εν”, θα τον παραπέμψουμε, εάν αποδέχεται ως κριτήριο τον λόγο των αγίων Πατέρων, στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη που εκφράζει την Ορθόδοξο Εκκλησία, “Μονάς δε εστι και ενάς η αγία και μακαρία Τριας· μονάς μεν, ως απλή και ασύνθετος, ενάς δε, επειδή και προς εαυτήν ηνωται φυσικώς, και ενοί πάντας τους αυτή πλησιάζοντας, κατά το ειρημένον εν τοις Ευαγγελίοις. Ίνα ώσιν εν, καθώς και ημείς εν εσμέν” (Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, περί ουρανίου ιεραρχίας, P.G. 3, στ. 237). Λέει καθαρά ο άγιος, ότι όσο μετέχει κανείς, δια των αρετών, στην αγιότητα του τριαδικού Θεού, μετέχει χάριτι Θεού και στην ενότητα Αυτού. Στην Εκκλησία είναι δεδομένη η ενότητα, όταν ζούμε εκκλησιαστικά και μετέχουμε στον Μέγα Εκκλησιαστήν Χριστόν. Όσοι την ψάχνουν την ενότητα, σημαίνει ότι είναι εκτός Εκκλησίας.
Ο Μητροπολ. Φλωρίνης θέλοντας να λύση το πρόβλημα που έχει με τον κληρικό του, δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα, με τα όσα γράφει και λέει. Παρουσίασε ένα φρόνημα αλλότριον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Λυπούμεθα, διότι δυστυχώς οι Ιεράρχες μας αντί να έχουν ως θεμέλιο του φρονήματός των τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Οικουμενικούς διδασκάλους, έχουν τους καθηγητές των Πανεπιστημίων, και μάλιστα τους πλέον ανορθοδόξους.
ΚΑΡΥΕΣ 28 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ (π.η) Αγίου Στεφάνου Οσιομάρτυρος.
πηγή