Κέντρο των επιστολών αυτών, είναι το θείο σχέδιο τής σωτηρίας που επιτελείται για τον άνθρωπο, από το πρόσωπο τού Χριστού. Αυτός είναι Θεός, αγέννητος, ο οποίος υπήρξε αιωνίως με τον Πατέρα του. Καλείται Λόγος τού Θεού, αποτελώντας ενότητα μετά του πατέρα του, διότι αυτή άλλωστε απαιτεί ο συνεπής Μονοθεϊσμός. Συγχρόνως είναι ο θείος αυτός Λόγος και άνθρωπος, και συγκεκριμένα ο καινός (νέος) άνθρωπος, προς Εφεσίους ΧΧ, Ι. Στο σημείο αυτό,ο Ιγνάτιος δίνει μεγάλη σημασία, γιατί η εμφάνιση τού Χριστού ως ανθρώπου, αποτελεί για μας την αιτία και την αρχή τής καινούργιας ζωής η οποία είναι η αιώνια ζωή.
Από την αιώνια εσωτερική τάξη τού Θεού προέρχεται ο Χριστός ως ο Λόγος αυτού: «Ο οποίος προ αιώνος γεννηθείς από τον Πατέρα, ήταν Λόγος τού Θεού, μονογενής Υιός», προς Μαγνησιείς VI. Γεννάται κατά το πλήρωμα τού χρόνου από Παρθένο, προς Εφεσίους VΙΙ. Παραμένει στην ανθρώπινη κατάστασή του υπάκουος στον Πατέρα του και γίνεται αγαπητός στα πάντα από τον Θεό, αφού υπομένει και το πάθος και τον θάνατο, προς Μαγνησιείς ΧI. Έτσι ο Χριστός είναι Θεός, καλούμενος «Υιός Θεού» ή «μονογενής Υιός του Θεού Πατρός», προς Εφεσίους ΧΧ, 2. Αλλά και στην εισαγωγή του προς Ρωμαίους χαρακτηρίζει τον Χριστό ως «ο Θεός ημών». Ταυτόχρονα όμως είναι και άνθρωπος, «κατά σάρκα από το γένος του Δαβίδ», προς Εφεσίους ΧΧ, 2.
Χωρίς ιδιαίτερες θεολογικές επεξεργασίες παραθέτει ο Ιγνάτιος τις υπάρχουσες «αντιθέσεις» στο πρόσωπο του Χριστού, πάνω στις οποίες θα στηριχθεί αργότερα η Εκκλησία, για την σαφή διατύπωση τής θεολογικώς αναπτυγμένης διδασκαλίας της που θα αφορά τις δύο φύσεις του Χριστού, δηλαδή την θεία και την ανθρώπινη. Πολλές φορές οι συναφείς αυτές εκφράσεις, παίρνουν από τον Ιγνάτιο την μορφή ομολογιακού τύπου, ένα είδος συμβόλου τής πίστεως μπορούμε να πούμε: «πληροφορηθείτε εν Χριστώ, ο οποίος γεννήθηκε μεν προ πάντων των αιώνων από τον Πατέρα, γεννώμενος δε ύστερα από την Μαρία την Παρθένο … και ο οποίος υπέφερε το πάθος … και τον σταυρό υπόμεινε, και πέθανε, και αναστήθηκε, και ανήλθε στους ουρανούς σ’ αυτόν που τον απέστειλε, και κάθισε στα δεξιά του, και ερχόμενος μετά δόξας πατρικής “για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς” [1] και να “αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του” [2]. Αυτά που θα πληροφορηθεί κάποιος, και θα πιστεύσει, είναι ευτυχισμένος», προς Μαγνησιείς ΧI.
Όσον αφορά τώρα, τους αιρετικούς τής μεταποστολικής εποχής, υπερασπίζεται ο Ιγνάτιος την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας, τονίζοντας την θεότητα του Χριστού η οποία αμφισβητούνταν από τους Ιουδαΐζοντες, και την βεβαιότητα περί της πλήρους και ακέραιας ανθρώπινης φύσεως τού Κυρίου απέναντι στους Δοκήτες. Ιδιαίτερα τονίζει έναντι αυτών την Ανάστασή του «και αληθώς έπαθε, όπως και αληθώς ανέστησε τον εαυτό του, όχι όπως λένε κάποιοι άπιστοι, ότι αυτός φαινομενικά έπαθε, γιατί έτσι νομίζουν …», προς Σμυρναίους ΙΙ, και την παρουσία του κατά την διάρκεια τού μυστηρίου τής Θείας Ευχαριστίας «διότι απέχουν από την Ευχαριστία και την προσευχή επειδή δεν ομολογούν την Ευχαριστία ότι είναι η σάρκα τού σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, η οποία έπαθε υπέρ των αμαρτιών μας, και την οποία διά της χρηστότητας ο πατέρας ανέστησε», προς Σμυρναίους VΙΙ, Ι.
Αλλά και τα τρία θεία πρόσωπα, Πατήρ – Υιός – Άγιο Πνεύμα, κατονομάζονται από τον Ιγνάτιο σε σχέση μάλιστα με το αγαπημένο του θέμα δηλαδή την ενότητα τής Εκκλησίας στην Θεία Ευχαριστία και στο πρόσωπο του Επισκόπου. Η ενότητα αυτή της Εκκλησίας δεν είναι τίποτα άλλο κατά τον Ιγνάτιο, παρά η απεικόνιση τής ενότητας των τριών αυτών κατονομαζομένων θείων προσώπων: «μία Ευχαριστία χρησιμοποιείστε. Διότι μία είναι η σάρκα του Κυρίου Ιησού, και ένα το αίμα του, το όποιο χύθηκε για μας … και ένας επίσκοπος, μαζί με το πρεσβυτέριο, και τους διακόνους τους συνδούλους μου. Επειδή ακριβώς και ένας ο αγέννητος, ο Θεός Πατήρ˙ και ένας ο μονογενής Υιός, ο Θεός Λόγος και άνθρωπος˙ και ένας ο παράκλητος, το πνεύμα της αλήθειας … και μία η Εκκλησία …», προς Φιλαδελφείς IV.
Η περί του Ιησού Χριστού αλήθεια στη σχέση υιότητας με τον Πατέρα του και το σωτηριώδες έργο που αυτός επιτέλεσε κατά την ενανθρώπησή του, με την ειδική συμβολή του Αγίου Πνεύματος, είναι φανερή και στα έργα των άλλων Αποστολικών Πατέρων και ειδικότερα σ’ εκείνα τα χωρία όπου διαφαίνεται έντονα η γνησιότητα τής αποστολικής παράδοσης ως εκκλησιαστικής παράδοσης από τις κατά τόπους Εκκλησίες. Από την διαμορφούμενη λοιπόν αυτή εκκλησιαστική παράδοση, παραλαμβάνουν οι τοπικές Εκκλησίες σειρά γεγονότων από τη ζωή του Κυρίου σωτηριολογικής σημασίας, με την μορφή βαπτιστήριου συμβόλου, στο οποίο εκφράζεται η πίστη στα τρία αυτά θεία πρόσωπα, ήδη από το πρώτο τρίτο του δευτέρου αιώνα. Χαρακτηριστικό τούτων είναι το βαπτιστήριο Σύμβολο τής Εκκλησίας τής Ρώμης, που ανάγεται στο πρώτο μισό τού δευτέρου αιώνα.
Ο σημερινός σωζόμενος βραχύτερος τύπος του Συμβόλου αυτού σε ελληνική μετάφραση έχει ως εξής: «πιστεύω σε Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα. Και σε Χριστό Ιησού, Υιό αυτού τον μονογενή, τον Κύριο μας, τον γεννηθέντα από πνεύμα άγιο και την Μαρία την Παρθένο, τον σταυρωθέντα και ταφέντα επί Ποντίου Πιλάτου, που αναστήθηκε την Τρίτη μέρα από τους νεκρούς, ανέβηκε στους ουρανούς, κάθισε στα δεξιά τού Πατέρα, απ’ όπου έρχεται να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς. Και σε πνεύμα άγιο, αγία Εκκλησία, άφεση αμαρτιών, ανάσταση σαρκός, αμήν».
Και μπορεί να διαφέρει σε κάποια επί μέρους σημεία του η διατύπωση τού Συμβόλου τής Εκκλησίας τής Ρώμης από τα άλλα Σύμβολα τών κατά τόπους Εκκλησιών, είναι όμως πλέον γεγονός, πως η χριστιανική πίστη εκφράζεται πλέον σταθερά δια του τριαδολογικού τύπου. Δεν υπάρχει πια, καμιά αμφιβολία από τον πιστό, πως ο υψωθείς Κύριος και το Πνεύμα το άγιο ανήκουν μαζί με τον Πατέρα στην θεία σφαίρα.
Αλλά και η συμβολή των Απολογητών στο σημείο αυτό δεν είναι μικρότερης σημασίας, αφού αυτοί ως φιλοσοφικώς κατηρτισμένοι είχαν αναλάβει να καταστήσουν κατανοητό στους χριστιανούς με τα μέσα τής μόρφωσής τους το περιεχόμενο τής χριστιανικής πίστης. Το εγχείρημά τους απέβη αποφασιστικό για την διαμόρφωση τού Δόγματος τής μετέπειτα εποχής, ιδιαίτερα δε για το Χριστολογικό και Τριαδολογικό Δόγμα.
Σύμφωνα με τις θεολογικές θεμελιώδεις ιδέες των Απολογητών ο Θεός καθ’ εαυτό δεν εισέρχεται στο χώρο τού αισθητού κόσμου, γι’ αυτό και προκύπτει η αναγκαιότητα του Υιού – Λόγου. Αυτός υπήρχε από πάντα ως νοητική δύναμη στο Θεό, προβλήθηκε δε εξ αυτού για τον σκοπό τής δημιουργίας τού ορατού και αόρατου κόσμου, όχι κατά τρόπο φυσικής αποσπάσεως από αυτόν, αλλά με την δύναμη και την θέληση του Θεού, χωρίς αυτή η προβολή του να προκαλέσει μείωση τής θεότητας, όπως κατ’ αναλογία δεν μειώνει την φωτιά η φλόγα που προκύπτει από αυτή. Έτσι και ο Υιός – Λόγος είναι Θεός, αλλά χωρίς να είναι ο Θεός˙ είναι ως προς την βούληση ένα μετά του Θεού, αλλά διαφορετικός κατά τον αριθμό˙ είναι κάτι άλλο, γεννόμενος από τον Θεό προαιώνια. Την ιδέα πως ο κατοικών Λόγος ως Νους στο Θεό, εκδηλώθηκε ως συνεργός στη δημιουργία, αλλά και εκδηλώθηκε στους Προφήτες τής Παλαιάς Διαθήκης και εις αυτούς ακόμα τους Έλληνες σοφούς, χρησιμοποίησαν οι Απολογητές για την Χριστολογία τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αποβεί σημαντικότατος και για το μέλλον.
Στηριζόμενοι οι Απολογητές στην εκκλησιαστική πίστη που ήταν αποτυπωμένη στα κείμενα των Αποστολικών Πατέρων και ιδιαίτερα των σχετικώς αρχαιοτέρων (Διδαχή των Αποστόλων, επιστολή Κλήμεντα, Ποιμένας του Ερμά), αλλά κυρίως στον πρόλογο τού Ευαγγελίου τού Ιωάννου, ταυτίζουν τον Υιό – Λόγο με το πρόσωπο τού Χριστού. Έτσι καθίσταται δυνατόν να διατηρηθεί απρόσβλητος η έννοια τού Χριστού ως Θεού, έναντι των Εθνικών (ειδωλολατρών), χωρίς τον κίνδυνο να παραλληλισθεί ή να ταυτιστεί από αυτούς (τους Εθνικούς), με οποιονδήποτε από τους πολυάριθμους μυθικούς «Υιούς των Θεών» της ειδωλολατρίας.
Με την θέληση τού Θεού έγινε άνθρωπος ο Λόγος – σύμφωνα με τους Απολογητές – και με την γέννησή του από την Παρθένο Μαρία προσέλαβε αυτός σάρκα και αίμα, όπως και ανθρώπινη ψυχή. Έγινε άνθρωπος παραμένοντας ταυτόχρονα Θεός. Ως ενανθρωπήσας ο Λόγος, διαφωτίζει τους ανθρώπους με τον καινούργιο Νόμο του. Διδάσκει τα σχετικά περί του ενός Θεού, θέτει απαιτήσεις για την ζωή η οποία τώρα πρέπει να διαμορφώνεται σύμφωνα με τον υγιή νου και τις αρετές και προαναγγέλλει, για το αιώνιο μέλλον σε συνάρτηση με την μέλλουσα παρουσία του, αμοιβές και ποινές.
Αλλά και για τη μεγάλη σημασία τού πάθους του και τού θανάτου του, διακηρύσσουν οι Απολογητές θεμελιώδεις αλήθειες, εφόσον αυτές ήταν αλήθειες τής εκκλησιαστικής πίστης και διδασκαλίας. Έτσι κατ’ εξοχήν ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος λέει: «άθεοι μεν δεν είμαστε, σεβόμενοι τον δημιουργό τού παντός, χωρίς όμως αίματα, σπονδές και θυμιάματα, όπως διδαχθήκαμε … θα αποδείξουμε πως τιμούμε με την λογική τον Ιησού Χριστό ο οποίος έγινε σε μας δάσκαλος αυτών και γι’ αυτό τον λόγο γεννήθηκε, που σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου … διδαχθέντες ότι αυτός είναι Υιός τού αληθινού Θεού, τοποθετούντες αυτόν σε δεύτερη θέση, και το πνεύμα το προφητικό στην τρίτη θέση» 1 Απολογία 13, 1 – 4.
Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Ιουστίνος στο συγκεκριμένο σημείο για τον Υιό (δεύτερη θέση) και για το Άγιο Πνεύμα (τρίτη θέση) σε σχέση με τον Πατέρα, δεν υποκρύπτουν την λεγόμενη έννοια της υποταγής (subordinatio) στην Αγία Τριάδα, αλλά για να διακρίνει σαφώς τα θεία πρόσωπα μεταξύ τους, κάτι που θα γίνει αργότερα με την διατύπωση τών όρων «πρόσωπα» και «υποστάσεις». Άλλωστε οι συγκεκριμένες εκφράσεις ενυπάρχουν και στην Καινή Διαθήκη, όταν εκφέρονται κατά την τάξη τής ονομασίας τού Πατέρα, πρώτον, του Υιού, κατόπιν, και του Αγίου Πνεύματος, ακολούθως.
Τα τρία θεία πρόσωπα σε παράθεση μεταξύ τους αναφέρονται από τον Ιουστίνο συχνά, συνήθως όμως σε συνάρτηση προς το βάπτισμα: «διότι τότε λαμβάνουν το εις το ύδωρ λουτρό, στο όνομα τού Πατέρα όλων και δεσπότη Θεού και του σωτήρα μας Ιησού Χριστού και του Πνεύματος τού Αγίου » 1 Απολογία 13, 1 – 4. Αφού δε υπενθυμίζεται στη συνέχεια πως το βάπτισμα γίνεται στο όνομα του «αρρήτου Θεού» δηλαδή του Θεού που δεν μπορεί να προσαγορευθεί, συνεχίζεται η πληροφορία, ότι «ο φωτιζόμενος λούζεται και στο όνομα τού Ιησού Χριστού, που σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου, και στο όνομα τού Πνεύματος τού Αγίου, το οποίο προκήρυξε τα πάντα για τον Ιησού» 1 Απολογία 61, 10 – 13.
Αλλά και εμμέσως σε συνάρτηση προς τη θεία ευχαριστία, τον σωτηριακό και μυστηριακό χαρακτήρα τής οποίας τόσο τονίζει ο Ιουστίνος στην 1η Απολογία του, αναφέρονται ξεχωριστά τα τρία θεία πρόσωπα: «διά όλα όσα δεχόμαστε ευλογούμε τον ποιητή τού σύμπαντος δια του υιού αυτού Ιησού Χριστού και δια του Πνεύματος τού Αγίου» 1 Απολογία 67, 2.
Οι παραπάνω αναφορές του Ιουστίνου, καθώς και άλλες παρόμοιες, μας κάνουν φανερό, πως η διάκριση τού Αγίου Πνεύματος ως ξεχωριστής οντότητας είναι αναμφισβήτητη, ιδιαίτερα όσον αφορά η διάκριση αυτή από τον εν Χριστώ σαρκωθέντα Λόγο. Την διάκριση αυτή φαινομενικά μόνο αίρει το χωρίο, στο οποίο φαίνεται να ταυτίζεται ο Λόγος με το Πνεύμα, «δεν επιτρέπεται λοιπόν να εννοήσομε το πνεύμα και την δύναμη εκ του Θεού ως τίποτε άλλο παρά ως τον Λόγο, ο οποίος και είναι πρωτότοκος του Θεού …» 1 Απολογία 33, 6. Και λέμε πως πρόκειται για φαινομενική μόνο άρση της διάκρισης μεταξύ Λόγου και Πνεύματος, το οποίο σε άλλα σημεία αποκαλείται από τον Ιουστίνο «προφητικό» ή «άγιο», γιατί σε όλο το συγκεκριμένο κεφάλαιο 33 ο Ιουστίνος διαπραγματεύεται την προφητεία του Ησαΐα 7:14, «γι’ αυτό ο ίδιος ο Κύριος θα σας δώσει ένα σημείο: η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει γιο, ο οποίος θα ονομαστεί “Εμμανουήλ”». Προφητεία, η οποία όπως γνωρίζομε επαληθεύτηκε από τα εξαγγελλόμενα από το αρχάγγελο Γαβριήλ προς την Παρθένο Μαρία, πως θα την επισκιάσει η δύναμη του Θεού και θα ενεργήσει το Άγιο Πνεύμα ώστε να γεννηθεί από αυτή ο σαρκούμενος Λόγος που θα αποβεί ο σωτήρας των ανθρώπων, και τα οποία όλα αυτά περιγράφονται γλαφυρά στο ευαγγέλιο του Λουκά 1:31 – 35. Αυτό λοιπόν το τελευταίο τονίζει ισχυρά ο Ιουστίνος, λέγοντας στο χωρίο που αναφέραμε, πως στην Παρθένο με την θαυμαστή επίσκεψη από την δύναμη τού Θεού και την έλευση τού Αγίου Πνεύματος, ενεργείται η σάρκωση του Λόγου.
Δεν πρέπει επίσης να διαφεύγει της προσοχής μας πως ο Ιουστίνος χαρακτηρίζει το Άγιο Πνεύμα και με την έκφραση «ο άγγελος τού Θεού, τουτέστιν η δύναμις τού Θεού, η οποία στάλθηκε σε μας δια του Ιησού Χριστού» Διάλογος προς Τρύφωνα 116, 1. Αλλά και στην 1 Απολογία 50, 12 ο Ιουστίνος διακρίνει καθαρά ως ξεχωριστή οντότητα το Άγιο Πνεύμα από τον Λόγο, όταν περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν την Πεντηκοστή, την αποστολή δηλαδή του Αγίου Πνεύματος μετά την ανάληψή του στους Ουρανούς και την μετατροπή τών απλών ψαράδων σε Αποστόλους για την σωτηρία των ανθρώπων, «…αυτοί δε, τον είδαν ανερχόμενο στον ουρανό και πίστευσαν σε αυτόν και έλαβαν από αυτόν δύναμη σταλείσα σε αυτούς εκεί και ήλθαν σε όλο το γένος τών ανθρώπων, τότε δίδαξαν αυτά και ονομάσθηκαν απόστολοι».
Συνεπώς και με τους Αποστολικούς Πατέρες και με τους Απολογητές, γίνεται φανερό, πως το πεδίο ανάπτυξης τής περί Τριάδος ομολογίας, εκκινεί από την αγιογραφική βάση και συνεχίζεται σταθερά στη θεία λατρεία, η οποία αποτελεί και την ζωντανή μαρτυρία τής σωτηριολογικής δράσης της Εκκλησίας, ειδικά στα μυστήρια τού βαπτίσματος και της θείας ευχαριστίας και συμπληρώνεται με την πλούσια διδακτική και την δραστηριότητα της αγάπης.
Σημειώσεις
1. 2 Επιστολή προς Τιμόθεο 4:1
2. Επιστολή προς Ρωμαίους 2:6
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάννη Ορ. Καλογήρου, «Ιστορία των Δογμάτων», Τόμος Α΄
2. «Ιουστίνος», Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς»