Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

ΑΝΤΙΔΡΩΝΤΑΣ ΣΤΗ ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ


Γράφει ο Νεκτάριος Δαπέργολας
Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας

Η πρόσφατη απόφαση κάποιων κληρικών μας να προβούν στη διακοπή της μνημόνευσης των οικείων επισκόπων τους αποτελεί σημαντική εξέλιξη, που ευχόμαστε να επιφέρει ευρύτερες θετικές εξελίξεις στο μέτωπο ενάντια στην προελαύνουσα εδώ και χρόνια παναίρεση του Οικουμενισμού. Και επειδή πολλοί έσπευσαν να κατηγορήσουν την απόφαση αυτή είτε ως πράξη φανατισμού και πρόκλησης σχίσματος (στη χειρότερη περίπτωση), είτε ως βιαστική κίνηση (στην καλύτερη), ας δούμε χωρίς παρωπίδες και υπεκφυγές για ποιους λόγους κανένας από τους παραπάνω χαρακτηρισμούς δεν ευσταθεί.

Είναι βεβαίως γνωστό ότι ο Οικουμενισμός κλιμακώνει τα τελευταία χρόνια την επίθεσή του απέναντι στους όλο και λιγότερους εναπομείναντες υπερασπιστές της Ορθοδοξίας. Και είναι επίσης φανερό ότι με την πάροδο του χρόνου δεν μιλάμε απλώς για την οργανωμένη απόπειρα ισοπεδωτικής δογματικής «ενοποίησης» του λεγόμενου χριστιανικού κόσμου, μέσω ενός ιδιόμορφου δια-χριστιανικού συγκρητισμού, αλλά για κάτι ενταγμένο σε μία ακόμη ευρύτερη διαδικασία: εκείνη ενός γενικότερου θρησκευτικού συγκρητισμού, που έχει ως άμεσους στόχους του την άμβλυνση της θρησκευτικής συνείδησης των λαών, τη σταδιακή ισοπέδωση (μέσα από τη μιθριδατική εξοικείωση με τις συνεχείς επαφές, τους «διαλόγους» και τις συμπροσευχές) των θρησκευτικών τους ιδιαιτεροτήτων και την ψυχολογική τους προετοιμασία για το σερβίρισμα της νεοεποχίτικης πανθρησκειακής σαλάτας, της οποίας η παρασκευή βρίσκεται ήδη εν πλήρη εξελίξει.

Αυτό το θρησκευτικό - πνευματικό «παιχνίδι» μαίνεται εδώ και δεκαετίες, με βασικό συνένοχο εννοείται το ίδιο το Φανάρι (θυμηθείτε την πορεία από τον Μελέτιο Μεταξάκη ως τον Αθηναγόρα και από τον Δημήτριο ως τον σημερινό πατριάρχη), επ’ εσχάτων όμως των χρόνων και την Ελλαδική Εκκλησία (είτε με τους εναγκαλισμούς του Αρχιεπισκόπου Αθηνών με τον Πάπα στη Λέσβο και αλλού, είτε με τη μόνιμη εκπροσώπηση στην παρωδία του - αυτοφερόμενου ως - Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, είτε με τους συναγελασμούς ιεραρχών μας σε διαθρησκειακές μυστικοσυνάξεις μαζί με καρδινάλιους, γκουρού, ιμάμηδες και μάγους). Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται αναφανδόν και οι πρόσφατες εξελίξεις, όλα όσα δηλαδή προηγήθηκαν, αλλά και ακολούθησαν τη ληστρική και ψευδορθόδοξη σύνοδο της Κρήτης. Έχει ήδη χυθεί πολύ μελάνι προς επίρρωσιν του τελευταίου χαρακτηρισμού, αν και νομίζω πως θα αρκούσαν δύο μόνο επισημάνσεις για να τον δικαιώσουν: αφ’ ενός ο δογματικός κατήφορος (με την υπερψήφιση αιρετικών διδασκαλιών, όπως η αναγνώριση του όρου «Εκκλησίες» στα πλανεμένα παραμάγαζα της δυτικής απάτης) και αφ’ ετέρου η κανονική εκτροπή (με τον πρωτοφανή - και αντικείμενο σε κάθε έννοια συνοδικού κανόνα - τρόπο διεξαγωγής των ψηφοφοριών και λήψης των αποφάσεων). Γνωστή και η απουσία των 2/3 του ορθόδοξου κόσμου (Ρώσων, Βουλγάρων και Γεωργιανών), την οποία φυσικά επεχείρησαν να σπιλώσουν οι εγκάθετοι του Οικουμενισμού, αποδίδοντάς την αποκλειστικά σε λόγους εγωισμού ή σε πολιτικά παιχνίδια και αποσιωπώντας (ή υποτιμώντας τεχνηέντως) τα δεδομένα πνευματικά και δογματικά αίτια.

Όλα αυτά συνιστούν τρομακτικά αδιανόητες εξελίξεις που είναι ξεκάθαρο ότι θα έπρεπε από πολύ καιρό να επιφέρουν διακοπή της μνημόνευσης του εμφανώς αιρετικού Βαρθολομαίου από τους επισκόπους μας (κατά την προηγηθείσα εμπειρία της διακοπής μνημόνευσης του μασώνου και οικουμενιστή Αθηναγόρα από τις αγιορείτικες μονές και από ομάδα ελλαδικών μητροπολιτών πριν από 50 περίπου χρόνια). Τουλάχιστον από όσους επισκόπους (λέγεται ότι) διατηρούν ακόμη ορθόδοξο φρόνημα. Αντ’ αυτού, εδώ και χρόνια βλέπουμε μόνο κείμενα και λεκτικούς λεονταρισμούς, αλλά ουδέν έτερον (ως προς την ουσία). Και επειδή αυτή η ανυπαρξία συνεχίστηκε και μετά την κρητική ψευτοσύνοδο, ήταν φανερό ότι η αντίδραση δεν θα αργούσε να έρθει, έστω και από τον λεγόμενο κατώτερο κλήρο.

Φυσικά, απαντώντας σε όσους (καλοπροαίρετα, γιατί υπάρχουν και τέτοιοι) θα αποκαλούσαν την κίνηση των πρόσφατων «αποτειχίσεων» ως βιαστική, αντιλαμβανόμαστε τη σημασία που θα είχε πράγματι μία πιο συντονισμένη αντίδραση, στην οποία θα μετείχαν οι αγιορείτικες μονές και κάποιοι μητροπολίτες. Και είναι σίγουρο πως αυτό το αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι οι κληρικοί που τώρα αντέδρασαν. Μια όμως που το Όρος εμφανίζεται διχασμένο (δυστυχώς το οικουμενιστικό πνεύμα έχει εισχωρήσει σε βάθος και εκεί) και κανείς άλλος δεν τολμά, είναι φανερό πως η αντίδραση που τελικά υπήρξε και αναπόφευκτη ήταν, αλλά και απολύτως επιβεβλημένη.

Το βασικό που οφείλουμε να αναλογιστούμε είναι πως μία τέτοια στάση πατάει απολύτως πάνω στους Ιερούς Κανόνες και όχι μόνο δικαιώνεται, αλλά και επιβάλλεται από αυτούς. Εξάλλου είναι απολύτως βέβαιο πως κανείς από τους «αποτειχισθέντες» δεν λειτούργησε εν βρασμώ και ελαφρά τη καρδία, καθώς προηγήθηκε επί μακρόν τεράστια επίδειξη αναμονής και υπομονής εκ μέρους τους, απέναντι στις συνεχείς απόπειρες φίμωσής τους, που εκπορεύθηκαν και πάλι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και επιβλήθηκαν από ορισμένους σκληροπυρηνικούς «καθεστωτικούς» επισκόπους πάνω σε κάποιους ιερείς που είχαν ορθόδοξο πατερικό φρόνημα.

Η άκρως φασίζουσα βέβαια αυτή απόπειρα φίμωσης των αντιφρονούντων δεν είναι τωρινό μόνο γεγονός, αλλά πάγια τακτική. Θυμίζω ότι και προ ετών, όταν είχε και πάλι επιχειρηθεί (με Σύνοδο στην Κύπρο) ένα αποφασιστικό βήμα στον δρόμο προς την Ψευδοένωση με τις (δήθεν) Εκκλησίες της Δύσης, βήμα που είχε αποτραπεί τότε χάρη στον ξεσηκωμό των πιστών βάσει του περίφημου κειμένου της «Ομολογίας Πίστεως», ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, κατηγορούσε με βαριές εκφράσεις την προσυπογραφή της από αρχιερείς, ηγουμένους, κληρικούς και λαϊκούς της Εκκλησίας της Ελλάδας, κατήγγελλε την «Ομολογία» ότι εξαπατά και οδηγεί σε Σχίσμα και καλούσε την Ιεραρχία να καταδικάσει το κείμενο και τους κληρικούς που το υπέγραψαν επιβάλλοντας ποινές, «αναλογιζόμενη τον κίνδυνον, τον οποίο εγκυμονεί δια την ενότητα της Εκκλησίας η επιδεικνυμένη ανοχή ή και η υπό τινων εκ των επισκόπων αυτής ενθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικών ενεργειών»! 

Σχεδόν ταυτόχρονα άλλη επιστολή του επίσης γνωστού οικουμενιστή μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα προς όλους τους ελλαδικούς αρχιερείς, τους έθετε με αυστηρό και ψυχολογικά εκβιαστικό ύφος «προ των ευθυνών τους», επειδή επέτρεπαν την κριτική στα συντελούμενα στον χώρο του Οικουμενισμού, και τους καλούσε ουσιαστικά να πατάξουν τους αντιφρονούντες!

Ίδια υπήρξε και τώρα η συμπεριφορά του Φαναρίου (ή και ακόμη χειρότερη, δεδομένης της έτι μεγαλύτερης αποθράσυνσης των οικουμενιστών στο ενδιάμεσο διάστημα). Ως συνέπεια αυτής (αλλά βασικά και του παρομοίου φρονήματος κάποιων ελλαδικών επισκόπων), τρομακτικές πιέσεις ασκήθηκαν σε ανθρώπους, όπως ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ώστε να σταματήσουν να μιλούν δημόσια εναντίον του Οικουμενισμού, και άλλοι, όπως ο π. Νικόλαος Μανώλης, υποβλήθηκαν σε πρωτοφανή… καψώνια (άσκηση ψυχολογικής βίας μέσω επιστολών και απειλών, μεταθέσεις σε άλλη ενορία κλπ), προκειμένου να εξαναγκαστούν σε σιωπή. Το παράξενο λοιπόν δεν είναι ότι έφτασαν στο σημείο να αντιδράσουν τώρα, επιλέγοντας (κάποιοι εξ αυτών) για σημειολογικούς προφανώς λόγους την Κυριακή της Ορθοδοξίας για την επίσημη ανακοίνωση αυτής της αντίδρασης. Το παράξενο μάλλον είναι ότι δεν ακολουθήθηκαν από περισσότερους, την ώρα που πανελλαδικά η κατάσταση 8 περίπου μήνες μετά την (αυτοφερόμενη ως) Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δείχνει τόσο θλιβερή, με το πλέον ακραίο οικουμενιστικό πνεύμα να κινεί πια μείζον μέρος της εκκλησιαστικής μας ιεραρχίας.

Ίσως όμως το ερώτημα γιατί δεν προέβησαν σε παρόμοιες αντιδράσεις όσοι πριν από ένα χρόνο διετράνωναν (σε διάφορες ορθόδοξες συνάξεις και συσκέψεις κληρικών και μοναχών, αλλά και από άλλα βήματα) ότι η υπομονή που επιδεικνύεται έναντι της κλιμάκωσης των οικουμενιστικών κινήσεων δεν είναι απεριόριστη και ότι η ψευδοσύνοδος της Κρήτης θα αποτελούσε θρυαλλίδα αποφασιστικών εξελίξεων, να είναι και ρητορικό. Τόσο ρητορικό, όση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις. Ούτως ή άλλως το να περάσει κανείς τον Ρουβίκωνα δεν είναι ποτέ κάτι απλό. Και η γενναιότητα και η αποφασιστικότητα είναι πάντοτε χαρακτηριστικά των λίγων. Πολύ λίγοι πάντοτε κρατούν τις Θερμοπύλες, ελάχιστοι είναι πάντα αυτοί που βγαίνουν μπροστάρηδες στις πολύ κρίσιμες στιγμές. Το θέμα είναι τι γίνεται στη συνέχεια.

Εμείς λοιπόν δεν λέμε ότι κακώς βγήκαν αυτοί οι ελάχιστοι μπροστά. Δεδομένων της όλης κατάστασης αφ’ ενός και του γνωστού αταλάντευτου ορθόδοξου φρονήματός τους αφ’ ετέρου, ήταν μάλλον αναπόφευκτο. Απλά ευχόμαστε να μη μείνουν μόνοι και το παράδειγμά τους (που τώρα δείχνει μεμονωμένα και σποραδικά ηρωική ένδειξη αυτοθυσίας) να βρει μιμητές σε ολοένα και περισσότερους κληρικούς της πατρίδας μας (μακάρι δε και σε κάποιους επισκόπους, που θα βρουν επιτέλους το κουράγιο να ελέγξουν σθεναρά τον οικουμενικό πατριάρχη για τις κακοδοξίες και τον συνεχή νεοεποχίτικό του κατήφορο). 

Αφού η επόμενη μέρα της ψευδοσυνόδου της Κρήτης δεν υπήρξε άμεσα η απαρχή συνταρακτικών εξελίξεων (πλην της ηρωικής τότε ανακοίνωσης μιας ομάδας αγιορειτών πατέρων), που θα σφυγμομετρούσαν και θα διαμόρφωναν σε όλο της το δυνατό εύρος την ορθόδοξη αντίσταση απέναντι στη λαίλαπα της οικουμενιστικής παναίρεσης, ίσως αυτό να γίνει επιτέλους τώρα. Ευχόμαστε η γενναία στάση τους - δεδομένων και των εκδικητικών διώξεων που υφίστανται τόσο εκείνοι οι αγιορείτες, όσο και κάποιοι από τους νυν αντιδρώντες κληρικούς - να βρει πλείστους μιμητές, να εμπνεύσει και να αφυπνίσει. 

Και βέβαια, επειδή δύο φορές χρησιμοποιήσαμε πριν το ρήμα «ευχόμαστε», ξεκαθαρίζουμε διαρρήδην ότι δεν θεωρούμε τη συνέχεια ως ζήτημα απλών…ευχών. Οφείλουμε αντίθετα όλοι μας να σταθούμε ενεργά και αποφασιστικά δίπλα στους αγωνιστές της ορθόδοξης πίστης μας, λόγοις και έργοις. Και αυτό ακριβώς θα πράξουμε…