του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Βυζαντινής Ιστορίας
Μετά από δεκαετίες μεθοδικής κι οργανωμένης δράσης των οργάνων που, ενορχηστρούμενα από τα κέντρα της Παγκοσμιοποίησης και του Σιωνισμού, εργάζονται για τον συστηματικό πνευματικό εκμαυλισμό του λαού μας και την αποδόμηση της γνήσιας ορθόδοξης πίστης, όσο βέβαια και της γλώσσας και της ιστορίας του, είναι φανερό πως ο εν λόγω στόχος έχει σε μεγάλο βαθμό ήδη επιτευχθεί. Σήμερα λοιπόν υπάρχουν πάρα πολλοί, ακόμη και μέσα στον λεγόμενο εκκλησιαστικό χώρο, που υποτιμούν συνειδητά όλη τη συζήτηση που έχει ανοίξει εδώ και αρκετά χρόνια σχετικά με τον Οικουμενισμό - και αναζωπυρώθηκε επ’ εσχάτων εξαιτίας της συνόδου της Κρήτης αλλά και των προσφάτων αποτειχίσεων κάποιων κληρικών μας έναντι των οικουμενιστών επισκόπων τους.
Υπάρχουν πολλοί που ακούγοντας περί Οικουμενισμού, Νέας Εποχής, θρησκευτικού συγκρητισμού, Πανθρησκείας κλπ. - εμφανώς επηρεασμένοι από τη χρόνια πλύση εγκεφάλου που εκπορεύεται από τους γνωστούς (κληρικούς τε και λαϊκούς) ψευδοθεολογούντες της «μεταπατερικότητας», της «θεωρίας των κλάδων» και των λοιπών νεοεποχίτικων τερατουργημάτων - χαρακτηρίζουν όλα τα προαναφερθέντα ως συνωμοσιολογικές υπερβολές ή και ως συζήτηση περί όνου σκιάς. Πολλοί θεωρούν ότι σε τελική ανάλυση τίποτε το ιδιαίτερο δεν μας χωρίζει από τους Παπικούς, οπότε καλό θα ήταν να τελειώνει επιτέλους αυτή η χιλιόχρονη διχαστική ιστορία. Αρκετοί μάλιστα μπορεί να ενστερνίζονται και όλα αυτά τα τεχνηέντως υποβολιμαία περί «αγάπης» και «προσέγγισης» όχι μόνο με αυτούς, αλλά και με τις άλλες θρησκείες. Επειδή όμως η πραγματική αγάπη απέχει από την «αγαπολογία» όσο ακριβώς και η άκρα ταπείνωση από τον απόλυτο φαρισαϊσμό, ας πούμε εφεξής μερικά πράγματα με το όνομά τους.
Κατ’ αρχάς οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι οι θεολογικές διαφορές με τη «χριστιανική» Δύση είναι στην πραγματικότητα χαώδεις και φυσικά δεν έχουν πάψει στο παραμικρό να υφίστανται. Όσο κι αν είναι βέβαιο ότι για εκείνη την τελική ρήξη του έτους 1054 έπαιξαν ρόλο και πολιτικά αίτια (τα οποία ασφαλώς υπερτονίζουν οι εγκάθετοι του συγκρητισμού), είναι ακόμη πιο σίγουρο ότι αυτό το γεγονός επιστέγασε απλώς τυπικά μία μακραίωνη διαφοροποιητική πορεία, που στα μέσα του 11ου αιώνα ήταν πλέον μη αναστρέψιμη.
Επρόκειτο ουσιαστικά για δύο κόσμους σε πλήρη απόκλιση ήδη από την αρχαιότητα, τους οποίους η εξάπλωση του Χριστιανισμού όχι μόνο δεν μπόρεσε να ενοποιήσει, αλλά στην πραγματικότητα έκανε το μεταξύ τους χάσμα ακόμη πιο αγεφύρωτο, γιατί απλούστατα η (αρχικώς λατινικά απλοϊκή και ακολούθως και γερμανικά εκβαρβαρισμένη) Δύση - σε αντίθεση με τη βαθιά μυστική εμπειρία της Ανατολής - ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει μακρύτερα από μία κοντόφθαλμη, ορθολογιστική και μέσω απλοϊκών δικανικών προσεγγίσεων απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας του Θεού. Η θεμελιώδης αυτή διαφοροποίηση, που τυγχάνει και η κύρια γενεσιουργός αιτία όλων των επιμέρους δυτικών δογματικών παρεκκλίσεων (οι οποίες φυσικά δεν αφορούν μόνο στο πρωτείο, αλλά είναι επίσης πάρα πολλές και ουσιαστικές, παρά τα όσα οι οικουμενιστές διαπρυσίως διακηρύττουν), κατά κανένα τρόπο δεν έχει έστω εξομαλυνθεί.
Πολύ περισσότερο φυσικά ουδέν σημείον επαφής υφίσταται τόσο με όλο το θλιβερό εκείνο συνονθύλευμα που απαρτίζουν τα αναρίθμητα και θεολογικώς έωλα προτεστάντικα παραμάγαζα, όσο και με τις άλλες θρησκείες. Και βέβαια η υποβολιμαία βλακώδης «διαπίστωση» πως «όλοι στον ίδιο Χριστό πιστεύουμε» (βλακώδης, γιατί απλούστατα ΔΕΝ πιστεύουμε στον ίδιο Χριστό) ίσως να είχε κάποιο νόημα σε περιπτώσεις ιδεολογικοποίησης της πίστης, θρησκειοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος ή θεώρησης της έννοιας της θέωσης ως ατομικής υπόθεσης του καθενός (οπότε θα μπορούσε πράγματι να υποτεθεί και η δυνητική της πραγμάτωση μέσα από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους).
Επειδή όμως εδώ ούτε περί ιδεολογίας πρόκειται, ούτε περί πράξεως περιχαρακωμένης ιδιωτείας, είναι προφανές ότι κάθε οργανωμένη απόπειρα σύγχυσης και συγκρητισμού, μόνο εκ του πονηρού αρύεται. Υπ’ αυτό το πρίσμα εννοείται ασφαλώς ότι την ακόμη ευρύτερη διαθρησκειακή «διαπίστωση» ότι «όλοι στον ίδιο Θεό πιστεύουμε» απαξιώ ακόμη και να τη σχολιάσω.
Και ως εκ τούτου φυσικά απαξιώ να σχολιάσω και την παλαιότερη τραγική ρήση του πατριάρχη Βαρθολομαίου ότι όλες οι θρησκείες μπορούν να οδηγήσουν στον Θεό. Μια ρήση που φροντίζουν να την επαναλαμβάνουν εδώ και πολύ καιρό και πάμπολλοι ακόμη πλανεμένοι οικουμενιστές επίσκοποι και λαϊκοί ψευδοθεολόγοι, με διάφορους τρόπους και σε διάφορες διατυπώσεις, αλλά πάντοτε με αυτή την ουσία. Την ουσία που γενικεύει διαθρησκειακά την ούτως ή άλλως εκτρωματική συγκρητιστική «θεωρία των κλάδων» και προετοιμάζει ξεκάθαρα το έδαφος για την παγκόσμια Πανθρησκεία, η τεχνητή κατασκευή της οποίας από τα χαμαιτυπεία της Νέας Εποχής τελεί εδώ και χρόνια εν πλήρει εξελίξει. Σε πλήρη συμπόρευση ασφαλώς με την πορεία της οικονομικής ενοποίησης του πλανήτη (δια της Παγκοσμιοποίησης), αλλά και της πολιτισμικής του ισοπέδωσης και ομογενοποίησης (μέσω της αποδόμησης των εθνικών γλωσσών και των εθνικών Ιστοριών, της συστηματικής διοχέτευσης κοινών νεοταξίτικων ηθών και αντιλήψεων και φυσικά της μαζικής και απολύτως ελεγχόμενης λαθρομετανάστευσης).
Ας επανέλθουμε όμως στις διαφορές έναντι της Δύσης και στη δήθεν προσπάθεια υπέρβασής τους με τους θεολογικούς διαλόγους μέσα στα πλαίσια του αυτοφερομένου ως «Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών», αλλά και ευρύτερα. Οφείλουμε λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε expressis verbis και εν πλήρει συνειδότι ότι τόσο ο τίτλος του προαναφερθέντος νεοταξίτικου οργάνου, όσο και κάθε άλλη αναφορά σε όρους όπως «Διάλογος μεταξύ Εκκλησιών» ή «Ενωση Εκκλησιών» είναι εκφράσεις παντελώς ανυπόστατες και εξολοκλήρου βλάσφημες. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν Εκκλησίες, άρα πώς να…διαλεχθούν ή να προσπαθήσουν να ενωθούν; Η Εκκλησία απλούστατα είναι μία, η Αποστολική και Καθολική, ήτοι η Ορθόδοξη.
Όλα τα άλλα, από τους Παπικούς ως τα απειράριθμα προτεστάντικα καρτούν (πώς αλλιώς δηλαδή να αποκαλέσει κανείς την εικόνα π.χ. Αγγλικανής επισκόπου να…ευλογεί γάμο μεταξύ ανδρών!), αποτελούν απλώς πλήρεις εκτροπές και καρικατουρίστικες αλλοιώσεις. Και αφού πρόκειται για εκτροπές και όχι για Εκκλησίες, δεν επενεργείται εκεί μέσα δια του Αγίου Πνεύματος απολύτως τίποτε! Από το 1054 και εξής οι Φραγκολατίνοι ούτε αγίους βγάζουν, ούτε ιερωσύνη έχουν, ούτε άλλα Μυστήρια. Ακόμη και αυτά που εκτιμούν πως έχουν, στην πραγματικότητα δεν ισχύουν! Αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο και ανέκαθεν εθεωρείτο για την Ορθόδοξη Εκκλησία εντελώς αυτονόητο (άσχετα βεβαίως αν μέσα στο κλίμα της οικουμενιστικής ψευδοπροσέγγισης έχουν αρχίσει εδώ και καιρό αρχικά να ψελλίζονται και ακολούθως να κυοφορούνται καινά - και άκρως ερμαφρόδιτα - «δόγματα», ακόμη και επ’ αυτού)!
Από την άλλη, όλη αυτή η ιστορία με τους δήθεν διαλόγους με τους ετεροδόξους έχει αποδειχθεί ως μία παντελώς ατελέσφορη παρωδία (μέχρι και ο περιώνυμος οικουμενιστής επίσκοπος Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας παραδέχθηκε προ ολίγων ετών το αδιέξοδο στο οποίο έχουν καταλήξει αυτοί οι «διάλογοι»), αφού κανείς εξ αυτών δεν έχει την παραμικρή επιθυμία ειλικρινούς προσέγγισης και αναγνώρισης των σφαλμάτων του, αλλά αντίθετα άπαντες εμμένουν πεισματικά στις πλάνες τους, στις οποίες είναι ξεκάθαρο ότι επιδιώκουν να σύρουν τους Ορθοδόξους.
Ποιοι επομένως φερόμενοι ως ορθόδοξοι πατριάρχες (και έτεροι ιεράρχες) τολμούν να μας κατηγορούν και να απειλούν με παύσεις και διώξεις τους ορθόφρονες ιερείς μας ή και εμάς (σε επόμενη φάση που σίγουρα θα έλθει) με επιτίμια, επειδή αντιστεκόμαστε στη χυδαία απαίτησή τους να ενωθούμε με τους αιρετικούς; Η μόνη επανένωση που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή (και βέβαια θα ήταν και ευκταία), είναι η επιστροφή των διαστρεβλωτών στην ενιαία Εκκλησία των πρώτων αιώνων, από την οποία οι ίδιοι παρεξέκλιναν. Επανένωση όμως με τους δικούς τους θεολογικούς όρους σημαίνει αυτομάτως και τη δική μας εκτροπή.
Την ώρα δηλαδή που ο εκπεσών και εκμαυλισμένος (αυτοφερόμενος ως) «Χριστιανισμός» της Δύσης καταρρέει μέσα στις αμαρτίες και τα βαθιά του υπαρξιακά αδιέξοδα, την ώρα που πάμπολλοι Ευρωπαίοι διανοητές με ανησυχίες έχουν βαφτιστεί Ορθόδοξοι, εμείς θα πετάξουμε στα σκουπίδια τη Φιλοκαλία, τους Νηπτικούς, τους Ησυχαστές και θα πάμε εκουσίως να πέσουμε στην πλάνη; Είναι ολοφάνερο ότι μόνο ως ατυχέστατος αστεϊσμός θα μπορούσε να εκληφθεί μία τέτοια «πρόταση» (όσο βεβαίως και αν η οικουμενιστική σύναξη του Φαναρίου μάς την υποβάλλει ως μονόδρομο μέσα στη θλιβερή πνευματική της κατάντια).
Και ασφαλώς στο σημείο αυτό καλό θα ήταν να ξεκαθαριστεί και κάτι ακόμη. Εδώ το ζήτημα δεν είναι ποιος θα παρασύρει τον άλλον υπό τους όρους του. Δεν είναι ούτε πολιτικό παιχνίδι, ούτε μάχη εντυπώσεων, ούτε θέμα εγωισμών. Το πρόβλημα εδώ υψώνεται σε επίπεδο καθαρά σωτηριολογικό. Εκτός Εκκλησίας, δίχως τη σύναξη γύρω από το Άγιο Ποτήριο και δίχως μυστηριακή ζωή, δεν υπάρχει θέωση, άρα ούτε και σωτηρία. Να λοιπόν ποιο είναι στην πραγματικότητα το μέγα διακύβευμα. Είναι η ίδια η ψυχή μας. Είναι το ίδιο το σωτηριολογικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να πραγματωθεί ο πνευματικός αγώνας προς τη θέωση.
Και αυτό το πλαίσιο πρέπει πάση θυσία να μείνει ανόθευτο.
Όλα αυτά επαναλαμβάνω και πάλι ότι μπορεί για πάρα πολλούς να είναι ψιλά γράμματα (όσο δεδομένη τυγχάνει άλλωστε και η κωμικοτραγική πλέον νεοελλαδική μιθριδατική άμβλυνση του «έλα μωρέ τώρα»), αλλά για κάθε συνειδητό ορθόδοξο είναι η κατεξοχήν ουσία. Πέραν όμως αυτού, θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε και κάτι ακόμη: μία πιθανή υποχώρηση της ελλαδικής Εκκλησίας στα απροκάλυπτα πλέον «ενωτικά» σχέδια του Φαναρίου και των εδώ ακολούθων του θα είχε και άλλες συνέπειες, που πλέον δεν θα ήταν θεολογικές, αλλά κοινωνικές και εθνικές (και κάποιον που αδιαφορεί ίσως για τα θεολογικά, οπότε δεν τον πολυενδιαφέρουν όλα τα προαναφερθέντα, αυτό δεν μπορεί να τον αφήσει αδιάφορο).
Όλα αυτά επαναλαμβάνω και πάλι ότι μπορεί για πάρα πολλούς να είναι ψιλά γράμματα (όσο δεδομένη τυγχάνει άλλωστε και η κωμικοτραγική πλέον νεοελλαδική μιθριδατική άμβλυνση του «έλα μωρέ τώρα»), αλλά για κάθε συνειδητό ορθόδοξο είναι η κατεξοχήν ουσία. Πέραν όμως αυτού, θα ήταν χρήσιμο να επισημάνουμε και κάτι ακόμη: μία πιθανή υποχώρηση της ελλαδικής Εκκλησίας στα απροκάλυπτα πλέον «ενωτικά» σχέδια του Φαναρίου και των εδώ ακολούθων του θα είχε και άλλες συνέπειες, που πλέον δεν θα ήταν θεολογικές, αλλά κοινωνικές και εθνικές (και κάποιον που αδιαφορεί ίσως για τα θεολογικά, οπότε δεν τον πολυενδιαφέρουν όλα τα προαναφερθέντα, αυτό δεν μπορεί να τον αφήσει αδιάφορο).
Γιατί εδώ είναι πια πολύ ορατή η προοπτική ενός σχίσματος εντός της χώρας μας, καθώς μεγάλο μέρος του κλήρου και του λαού είναι αποφασισμένο να μείνει πιστό στην πατρώα αυθεντική πίστη και να κηρύξει ακοινωνησία με τους πλανεμένους κληρικούς. Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι μεγαλόσχημοι ρασοφόροι που θα τολμήσουν και θα επιχειρήσουν την πρόκληση ενός νέου και με ανυπολόγιστες συνέπειες εθνικού διχασμού, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν το αιρετικό τους μένος και φυσικά να εξευμενίσουν και τα νεοταξίτικα αφεντικά, που τους ανέβασαν στους εκκλησιαστικούς θρόνους τους;
Τα πράγματα λοιπόν είναι σαφή, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Τα ψέματα τελείωσαν: εδώ πλέον ζητούνται όλο και περισσότεροι επίσκοποι, όλο και περισσότεροι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, που θα αφήσουν τα μισόλογα (και την αντίσταση απ’ το…υπόγειο) και θα προτάξουν αναφανδόν τα στήθη τους για να σταματήσουν την πορεία προς το σχίσμα και να αντισταθούν στην υλοποίηση ενός ακόμη βήματος στο νεοταξίτικο και νεοεποχίτικο σχέδιο της προόδου της ιδέας της Παγκόσμιας Θρησκείας (γιατί φυσικά υπενθυμίζουμε ότι το ευρύτερο παιχνίδι των αγαπολογικών εναγκαλισμών δεν αφορά μόνο σε καρδιναλίους ή σε πάστορες, αλλά και σε ιμάμηδες, γκουρού και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου), για την οποία η Ορθοδοξία είναι φυσικά το μεγάλο αγκάθι.
Αυτή είναι ο μεγάλος στόχος του Σιωνισμού, που φυσικά δεν είναι πολιτικο-οικονομική «σέχτα», όπως νομίζουν ακόμη κάποιοι αφελείς, αλλά ξεκάθαρα αποτελεί θρησκεία, η οποία απλούστατα προετοιμάζει μεθοδικά το έδαφος για την έλευση του «Μεσσία» της, εξ ου και η οργανωμένη απόπειρα για την πνευματική, οικονομική και πολιτική ομογενοποίηση και ποδηγέτηση του πλανήτη. Ο πόλεμος αυτός έχει ξεσπάσει και θα είναι ένας πόλεμος σκληρός και μακρύς. Ας είμαστε έτοιμοι…