Δὲν θὰ ἀναφερθοῦμε στὶς περιπτώσεις τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἢ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλὰ θὰ παρουσιάσουμε τί ἔπραξε ἕνας ἄλλος Ἅγιος· ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.Πιστεύουμε νὰ ἀντιληφθοῦν, ὄχι οἱ ὡς ἄνω πατέρες, ποὺ τὰ ξέρουν αὐτά, ἀλλὰ τὰ γράφουν «στὰ παλιά τους τὰ παπούτσια», ἀλλὰ οἱ πιστοί, τοὺς ὁποίους μὲ τὸ «κύρος» τους καὶ τὸ ὄνομά τους ἐπηρεάζουν. Κι ἂς ἀποφασίσουν, ἂν θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν τοὺς Ἁγίους ἢ πρόσωπα ποὺ δὲν ἀκολουθοῦν τοὺς Ἁγίους.
Ἄραγε, τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων τὰ ἔχουμε γιὰ νὰ τὰ μιμούμεθα ἢ γιὰ νὰ τὰ κηρύττουμε ἀπὸ τὰ «ἀρχονταρίκια» τῶν Ναῶν ἢ τὰ σπίτια τῶν ἱερέων καὶ μετὰ νὰ μὴν τὰ ἐφαρμόζουμε ἀλλὰ νὰ τὰ παραβαίνουμε;
Γιατί, λοιπόν, δὲν κάνουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ παραπάνω πατέρες; Γιὰ ποιο λόγο μᾶς παρουσίαζαν τόσα χρόνια τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων; Ὄχι γιὰ νὰ τὰ μιμηθοῦμε;
Ὅπως τότε, ἔτσι καὶ σήμερα· οἱ μὲν Οἰκουμενιστὲς δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, οἱ αἱρέσεις τους ὅμως, ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ πολλὲς Συνόδους· παράδειγμα ἡ αἵρεσή τους περὶ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, διηρημένης Ἐκκλησίας καὶ πολλῶν βαπτισμάτων, ἔχει καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὅλες τὶς μετέπειτα Οἰκουμενικὲς Συνόδους!
Δὲν φτάνουν αὐτὲς οἱ καταδίκες στοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές;
Στὴ συνέχεια δημοσιεύουμε τὸ ἀξιόλογο τμῆμα περὶ τῆς στάσεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἀπὸ βιβλίο τοῦ π.Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ (σελ. 101-106) καὶ θὰ συνεχισουμε μὲ παρόμοια παραδείγματα ἀπὸ τὴ στάση ποὺ εἶχαν ἄλλοι Ἅγιοι:
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἶναι καί αὐτός ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τήν διδασκαλία τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἀπό τόν βίο του διδασκόμεθα ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι κάτοικοι τῆς Κων/πόλεως δέν ἐπικοινωνοῦσαν ἐκκλησιαστικῶς μέ τόν Ἀρειανό Πατριάρχη Δημόφιλο, χωρίς φυσικά αὐτός νά ἔχη καθαιρεθῆ ἀπό Σύνοδο, οὔτε εἶχαν κἄν ναό στήν πρωτεύουσα ὀρθόδοξο, διότι ὅλοι κατείχοντο ἀπό τούς Ἀρειανούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπικρατήσει μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Εἶναι ἄκρως συγκινητική ἡ περιγραφή πού κάνει ὁ ἅγιος ἐνώπιον τῶν Πατέρων τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησί του ἀπό ἐκεῖ. Εἰς τό σημεῖο τοῦ λόγου του, τόν ὁποῖο παραθέτομε, περιγράφει πῶς ἦτο τό ὀρθόδοξο ποίμνιο ὅταν τόν προσεκάλεσαν πρός βοήθεια καί ἐνίσχυσι, διότι ἡ Ὀρθοδοξία ἐκινδύνευε νά ἀφανισθῆ.
«Τοῦτο τό ποίμνιον ἦν ὅτε μικρόν τε καί ἀτελές ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διερριμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν· οἷον ἐκεῖνο τὸ ποίμνιον, ὃ λέοντες ἐξῶσαν, ἢ ζάλη διέλυσεν, ἢ σκοτόμαινα διεσκέδασεν· ὃ θρηνοῦσι μὲν προφῆται, τοῖς τοῦ Ἰσραὴλ ἀπεικάζοντες πάθεσι, παραδεδομένου τοῖς ἔθνεσιν· ἐθρηνήσαμεν δὲ καὶ ἡμεῖς, ἐφ' ὅσον θρήνων πράττομεν ἄξια. Τῷ ὄντι γὰρ καὶ ἡμεῖς ἐξώσθημεν καὶ ἀπερρίφημεν, καὶ ἐπὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸν διεσπάρημεν, ὡς ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός τις χειμὼν κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ θῆρες ἐπιπεπτώκασιν, οἱ μηδὲ νῦν μετὰ τὴν αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι· ἀλλ' ἀναισχυντοῦντες εἶναι, καὶ τοῦ καιροῦ δυνατώτεροι· καὶ σκυθρωπή τις σκοτόμαινα ἐπέλαβε πάντα καὶ συνεκάλυψε, πολὺ τῆς ἐνάτης τῶν Αἰγυπτίων πληγῆς βαρυτέρα, τοῦ ψηλαφητοῦ λέγω σκότους, ὑφ' οὗ μικροῦ δεῖν μηδὲ ἀλλήλους ἰδεῖν ἐδυνήθημεν...» (ΕΠΕ 2, 240,21).
Στήν ὑπέροχη αὐτή περιγραφή τοῦ Θεολόγου παρατηροῦμε τά ἑξῆς: Ἡ ὀρθόδοξος ποίμνη ἦτο ἀποδεκατισμένη στόν ἔσχατο βαθμό, ἀσύντακτος καί ἀνεπίσκοπος. Δηλαδή ὅλος σχεδόν ὁ λαός εἶχε προσχωρήσει στόν Ἀρειανισμό καί οἱ ἐναπομείναντες ὑπερασπισταί τῆς πίστεως ἦσαν ἐλάχιστοι καί χωρίς Ἐπίσκοπο. Αὐτοί φυσικά δέν ἀνεγνώριζον τόν Ἀρειανό Πατριάρχη Δημόφιλο, οὔτε εἶχαν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του, ἀλλά ὑφίσταντο τά δεινά τῆς αἱρέσεως «ὡς ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός τις χειμὼν κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ θῆρες ἐπιπεπτώκασιν» ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει.
Εἰς ἄλλη του ὁμιλία ὁ ἅγιος ἀναφερόμενος εἰς τό ὅτι ὁ Θεός εὑρίσκεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ἀληθινή πίστις καί ὄχι ἐκεῖ πού ὑπάρχουν οἱ ναοί καί τά ἐξωτερικά γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας λέγει: «Ἔχουσιν οὗτοι (οἱ αἱρετικοί) τούς οἴκους ἡμεῖς τόν ἔνοικον οὗτοι τούς ναούς, ἡμεῖς τὸν Θεόν· καὶ τὸ ναοὶ γενέσθαι Θεοῦ ζῶντος καὶ ζῶντες, ἱερεῖα ἔμψυχα, ὁλοκαυτώματα λογικά, θύματα τέλεια, θεοὶ διὰ Τρίαδος προσκυνουμένης. Οὗτοι δήμους, ἡμεῖς ἀγγέλους· οὗτοι θράσος, πίστιν ἡμεῖς· οὗτοι τὸ ἀπειλεῖν, ἡμεῖς τὸ προσεύχεσθαι· οὗτοι τὸ βάλλειν, ἡμεῖς τὸ φέρειν· οὗτοι χρυσὸν καὶ ἄργυρον, ἡμεῖς λόγον κεκαθαρμένον (ΕΠΕ 2, 116, 6). Ἀντάξια πράγματι ἡ περιγραφή τῆς θεολόγου γλώσσας, δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι δέν εἶναι τά πράγματα ὅπως ἐξωτερικά φαίνονται, ἀλλά ὅπως τά ὁριοθέτησαν οἱ γραφές καί οἱ Πατέρες.
Δι’ αὐτό ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει: «Μικρόν μοι τὸ ποίμνιον; Ἀλλ' οὐκ ἐπὶ κρημνῶν φερόμενον. Στενή μοι ἡ μάνδρα, πλὴν λύκοις ἀνεπίβατος, πλὴν οὐ παραδεχομένη λῃστήν, οὐδὲ ὑπερβαινομένη κλέπταις καὶ ξένοις» (ΕΠΕ 2, 116,17). Τό ποίμνιο αὐτό λοιπόν τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο ξεχωρισμένο ἀπό τό αἱρετικό καί πολυάριθμο καί εἶχε ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς Ἐκκλησίας, μολονότι δέν εἶχε κανένα ἐξωτερικό της γνώρισμα. Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι καί πρίν ἔλθει ὁ ἅγιος εἰς τήν Κων/πολι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐτηροῦσαν αὐτήν τήν στάσι, τῆς ἀποτειχίσεως δηλαδή ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη, πρᾶγμα τό ὁποῖο δεικνύει ὅτι αὐτό ἦτο Παράδοσις εἰς τήν Ἐκκλησία, χωρίς δηλαδή ἐν προκειμένῳ νά περιμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Β΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τό θαυμαστό εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος θεωρεῖ ποίμνιο Ὀρθόδοξο μόνον τούς ἀποτειχισμένους ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη Δημόφιλο, τούς δεδιωγμένους, διασκορπισμένους καί ἀνεπισκόπους, χωρίς κἄν νά συγκαταριθμῆ εἰς τούς Ὀρθοδόξους ὅσους ἀκολουθοῦσαν τόν αἱρετικό Πατριάρχη, διεμαρτύροντο ὅμως ἐνδεχομένως ἤ προφανῶς προφορικῶς ἤ γραπτῶς ἤ ἀκολουθοῦσαν ἀπό φόβο, ἀλλά εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα, ἤ ἀκολουθοῦσαν ἀναμένοντας τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου.
Ἡ διδασκαλία εἰς τό θέμα αὐτό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι σαφής καί συνοψίζεται εἰς τούς λόγους του: «καὶ τῆς μὲν ἔχθρας οὐκ ἐπῃνέσαμεν, τοῦ ζήλου δὲ ἀπεδεξάμεθα· κρείσσων γὰρ ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπὲρ εὐσεβείας διάστασις» (ΕΠΕ 1, 246,19). Δηλαδή ὁ Θεός εὑρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ἐσυνάζοντο οἱ Ὀρθόδοξοι, εἰς τήν ὕπαιθρο, ἔστω καί ἄν αὐτοί ἦσαν ἐλάχιστοι, καί ὄχι εἰς τούς πολυτελεῖς ναούς πού ὑπῆρχε ἡ αἵρεσις καί ἐπίσης διά νά διατηρηθῆ ἡ ἀληθινή πίστις πρέπει νά ὑπάρξη ἡ «ὑπέρ εὐσεβείας διάστασις», δηλαδή ἡ ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικῶς φρονοῦντας καί πράττοντας.
Πρίν ἀφήσουμε τήν θεολόγο γλῶσσα εἶναι ἀνάγκη νά παραθέσωμε καί δύο τελευταῖα χωρία, πολύ ἐπίκαιρα καί σχετικά μέ τήν γενική ἔννοια, εἰς τήν μικρή αὐτή μελέτη, τά ὁποῖα ἄν τά ἐγνώριζαν οἱ Ἐπίσκοποι καί τά ἐπίστευαν ἤ θά ἔπρεπε πάραυτα νά διορθωθοῦν καί νά ὀρθοτομήσουν τόν λόγο τῆς ἀληθείας ἤ νά παραιτηθοῦν ὡς αἴτιοι ψυχικοῦ θανάτου πολλῶν. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος σέ ἐπιστολή του πρός τούς κατοίκους τῆς Καισαρείας τά ἑξῆς:
«Λύχνος δὲ τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσκοπος, ὃ δῆλον ὑμῖν κἂν αὐτοὶ μὴ γράφωμεν. Ἀνάγκη τοίνυν, ὥσπερ ἐκείνου καθαρῶς μὲν ἔχοντος ὀρθῶς ἄγεσθαι καὶ τὸ σῶμα, μὴ καθαροῦ δὲ τυγχάνοντος, οὐκ ὀρθῶς· οὕτω καὶ τῷ προστάτῃ τῆς Ἐκκλησίας ὁποτέρως ἂν ἔχῃ, πάντως ἢ συνδιακινδυνεύειν ἢ συνδιασώζεσθαι» (ΕΠΕ 7, 80,24). Ἐδῶ ὁ Ἐπίσκοπος ὀνομάζεται «προστάτης τῆς Ἐκκλησίας» καί ἀπό τήν κατάστασί του ἤ θά διασωθῆ τό ποίμνιο ἤ θά κινδυνεύση, ἀκολουθῶντας τον, νά χαθῆ.
Ἐπίσης σέ ἐγκωμιαστικό λόγο του διὰ τόν μέγα Ἀθανάσιο ὁ ἅγιος ἀναφέρει: «Οὕτω μὲν οὖν καὶ διὰ ταῦτα, ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατὰ τὸν ὕστερον νικήσαντα πονηρὸν τύπον, οὐδὲ φονικῶς τε καὶ τυραννικῶς, ἀλλ' ἀποστολικῶς τε καὶ πνευματικῶς, ἐπὶ τὸν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται, οὐχ ἧττον τῆς εὐσεβείας, ἢ τῆς προεδρίας διάδοχος· τῇ μὲν γὰρ πολλοστὸς ἀπ' ἐκείνου, τῇ δὲ εὐθὺς μετ' ἐκεῖνον εὑρίσκεται· ἣν δὴ καὶ κυρίως ὑποληπτέον διαδοχήν. Τὸ μὲν γὰρ ὁμόγνωμον καὶ ὁμόθρονον, τὸ δὲ ἀντίδοξον καὶ ἀντίθρονον· καὶ ἡ μὲν προσηγορίαν, ἡ δὲ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γὰρ ὁ βιασάμενος, ἀλλ' ὁ βιασθεὶς διάδοχος· οὐδὲ ὁ παρανομήσας, ἀλλ' ὁ προβληθεὶς ἐννόμως· οὐδὲ ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ' ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως· εἰ μὴ οὕτω τις λέγοι διάδοχον, ὡς νόσον ὑγιείας, καὶ φωτὸς σκότος, καὶ ζάλην γαλήνης, καὶ συνέσεως ἔκστασιν» (ΕΠΕ 6, 48,22).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος χαρακτηρίζει πονηρή τή μέθοδο ἐκλογῆς τῶν Ἐπισκόπων χωρίς τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ καί διδάσκει ὅτι, ὁ ἐκλεγείς Ἐπίσκοπος πρέπει νά εἶναι διάδοχος τῆς εὐσεβείας γιά νά εἶναι διάδοχος καί τοῦ θρόνου. Αὐτή εἶναι λέγει ἡ πραγματική διαδοχή ἐνῶ ἡ ἄλλη (ὅταν δηλαδή λείπει ἡ εὐσέβεια) εἶναι κατ’ ὄνομα, ὁ δέ Ἐπίσκοπος πού δέν ἔχει εὐσεβῆ πίστι, δέν ἔχει τόν πραγματικό θρόνο ἀλλά τόν ἀντίθρονο, τό ὁποῖο νομίζω σημαίνει ὅτι τόν ἔχει ἐγκαταστήσει στόν θρόνο ὁ διάβολος, τόν ὁποῖο καί ὑπηρετεῖ.
Δι’ αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος ὅτι ὁ πραγματικός διάδοχος στόν θρόνο εἶναι ὄχι «ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ’ ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως». Ἀπό ὅλα αὐτά κατανοοῦμε τίνος διάδοχος εἶναι εἰς τόν θρόνο τῆς Κων/πόλεως ὁ σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος καί ὅλοι οἱ λοιποί Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι καί τί πρέπει νά κάνωμε οἱ Ὀρθόδοξοι πρός αὐτούς ἐφαρμόζοντες τόν 15ον ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί ἀκολουθοῦντες ὅπως προαναφέραμε ὅλη τήν ὑπάρχουσα ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία τόν ἔνατο αἰῶνα συνοψίζεται δι’αὐτοῦ τοῦ κανόνος.