«Ουδέ δύναμαι αυτόν
κοινωνόν ηγήσασθαι των αγίων»
(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (214) προς Κόμητα Τερέντιον)
Ο Μ. Βασίλειος στα όρια της ποιμαντικής του ευθύνης, ως επίσκοπος, ως έμπονος παρατηρητής των εκκλησιαστικών πραγμάτων και ως Θεοφόρος αναλυτής της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, απευθύνεται στο Μ. Αθανάσιο σε καιρό «φοβερού χειμώνος», όπως χαρακτηρίζει την εκκλησιαστική πραγματικότητα στην Αντιόχεια (σχίσμα).
Για το Μ. Βασίλειο μια εκκλησιαστική ενότητα στην Αντιόχεια σε έδαφος εκριζωμένης Ορθοδοξίας, σε φιλοαρειανική βάση, είναι πνευματική απώλεια, βαρύς χειμώνας, γι’ αυτό και επικαλείται για πνευματική βοήθεια τον Μ. Αθανάσιο.
Γράφει σχετικά: «όσον των Εκκλησιών τα αρρωστήματα επί το μείζον πρόεισι, τοσούτον πάντες επί την σην επιστρεφόμεθα τελειότητα, μιαν εαυτοίς υπολείπεσθαι των δεινών παραμυθίαν την σην προστασίαν πεπιστευκότες…» δηλ.: «όσον τα αρρωστήματα των Εκκλησιών γίνονται βαρύτερα, τόσον περισσότερον στρεφόμεθα όλοι προς την τελειότητά σου, διότι έχομεν πιστεύσει ότι μόνο μια παραμυθία δια τα δεινά μάς έχει μείνει, η δική σου προστασία» (Προς Αθανάσιον Αλεξανδρείας – Επιστολή 80).
Σήμερα, που η Εκκλησία μετατρέπεται σιγά – σιγά σε «οικουμενιστική Εκκλησία» (π. Ανατόλιος – προφητεία) και διαφαίνονται τα στοιχεία – σημάδια της πανθρησκείας, οι ευαίσθητες – εξεγερμένες ορθόδοξες συνειδήσεις στρέφονται και στο Μ. Βασίλειο, κατ’ αναλογία της δικής του ποιμαντικής αγωνίας, για τις εκκλησιολογικές μεταλλάξεις της εποχής του.
Η σημερινή οικουμενιστική διάβρωση θα είχε ίσως αποφευχθεί και σίγουρα θα είχε μετριασθεί, αν στην εποχή που ο οικουμενισμός απαριθμούσε μια δράκα επισκόπων, είχε δημιουργηθεί μια πνευματική Πατερική θωράκιση, μια θεολογική αφύπνιση διάρκειας, που είχαν ξεκινήσει οι π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ο επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνος και σχεδόν όλο το Άγιο Όρος.
Δυστυχώς, η θεωρία των δύο άκρων του π. Επιφανίου, δημιούργησε μια απλή ενωτική επιφάνεια στην Εκκλησία και έδωσε χώρο διαμόρφωσης της οικουμενιστικής πλάνης – αίρεσης και παραπλάνησης πολλών πνευματικών ανθρώπων.
Στην Επιστολή (214) προς «Τερέντιο Κόμητα», ο Μ. Βασίλειος διατυπώνει βασικές πνευματικές – εκκλησιολογικές θέσεις, χρήσιμα εννοιολογικά – θεολογικά εργαλεία απέναντι σε αφελή και εκλεπτυσμένα επιχειρήματα των οικουμενιστών και των συνοδοιπόρων του (Ι. Μονές, Χριστιανικοί σύλλογοι, πνευματικοί και μεγάλο πλήθος πιστών).
Για παράδειγμα, τις σημερινές ομολογιακές τοποθετήσεις των Ορθοδόξων (Αποτειχίσεις, διακοπή μνημοσύνων), τις χαρακτηρίζουν με το περιγραφικό σχήμα ως «εκτός Εκκλησίας» ή ως «σχίσματα». Πάρα πολλοί, κληρικοί και λαϊκοί καθώς και μοναχοί, με ιδιαίτερη «Ορθόδοξη φόρτιση» και αξιώσεις καθολικότητας, με μικρή όμως υπόληψη των Πατερικών θέσεων, λέγουν: «Εμείς θα αγωνισθούμε εναντίον του Οικουμενισμού μέσα στην Εκκλησία».
Αυτές οι προσωπικές απόψεις, δεν εκφράζουν τις βαθύρριζες Αγιογραφικές πνευματικές – Πατερικές θέσεις. Είναι, οι απόψεις αυτές, επικέντρωση σε δειλές ιδεοτυπικές ανασυγκροτήσεις ιδεών μέσα στον ιδεολογικό χώρο περί «δύο άκρων», δηλ. οικουμενισμού και ζηλωτισμού.
Ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή αυτή (214), εκφράζει αποθαρρυντικές θέσεις για όλους εκείνους, που έχουν ως βασιμότητα τον μετά «νηφαλιότητος» αγώνα εναντίον του οικουμενισμού στα όρια της συνύπαρξης με την Ορθοδοξία, την οποία συνύπαρξη ονομάζουν «εντός της Εκκλησίας»!
Στην Επιστολή ο Μ. Βασίλειος, την παράταξη του φιλαρειανού επισκόπου Παυλίνου (Θεσμική Ορθοδοξία της Αντιοχείας) την αποκαλεί απλά «αδελφοί», ενώ τους Ορθοδόξους πιστούς, που παραμένουν στην πνευματική καθοδήγηση του εξορίστου επισκόπου Μελετίου, όντως Ορθοδόξου, τους αποκαλεί αληθινή Εκκλησία. Γράφει σχετικά: «Προς δε τη φήμη ταύτη κατέλαβεν ημάς ακοή ότι και οι της κατά Παυλίνον συντάξεως αδελφοί διαλέγονται τη ορθότητί σου περί της προς ημάς ενώσεως, ημάς δε λέγω τους της μερίδος του ανθρώπου του Θεού, Μελετίου του επισκόπου. Ούς και γράμματα ακούω νυν των Δυτικών περιφέρειν αυτοίς την επισκοπήν της κατά Αντιοχείαν Εκκλησίας επιτρέποντα, παραλογιζόμενα δε τον θαυμασιώτατον επίσκοπον της αληθινής του Θεού Εκκλησίας Μελέτιον» δηλ. «πλην δε της φήμης αυτής έφθασεν εις ημάς η πληροφορία ότι οι αδελφοί της παρατάξεως του Παυλίνου έρχονται εις συνεννοήσεις με την ορθοφροσύνην σου περί ενώσεως με ημάς. Και όταν λέγω «ημάς», εννοώ την μερίδα του ανθρώπου του Θεού, του επισκόπου Μελετίου».
Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η ορολογία – φρόνημα του Μ. Βασιλείου, που ξεκαθαρίζει ποιοι είναι «Εντός της Εκκλησίας» και ποιοι «Εκτός». Η οριογραμμή είναι σαφής. Την θεσμική – διοικητική (νόμιμη) Εκκλησία της Αντιοχείας υπό τον φιλαρειανόν επίσκοπον Παυλίνο, που έχει την αποδοχή των Δυτικών Ορθοδόξων, την αποκαλεί απλά «αδελφούς», ενώ όσοι αναγνωρίζουν ως ποιμένα τον Ορθόδοξο, μα εξόριστο επίσκοπο Μελέτιο, τους χαρακτηρίζει «Αληθινή Εκκλησία του Θεού» και τον Μελέτιο «θαυμασιώτατον επίσκοπον».
Ερωτήματα: Ο Μ. Βασίλειος με την ορολογία του ενισχύει το «σχίσμα της Αντιοχείας», δηλ. σχίζει την Εκκλησία ή τους προτρέπει ενωτικά να στοιχηθούν πίσω από τον επίσκοπο Μελέτιο, ως ανήκοντες – λόγω αληθούς πίστεως – στην Ορθόδοξη και αληθινή Εκκλησία;
Ποιοι είναι εντός Εκκλησίας; Οι υπό τον φιλαρειανόν επίσκοπον (νόμιμον) Παυλίνον ή
του επισκόπου Μελετίου;
Να υπογραμμίσουμε, ότι ο Ι. Χρυσόστομος έχει αφιερώσει ολόκληρη εγκωμιαστική ομιλία για τον επίσκοπο Μελέτιο.
Ανήκουν στην αληθινή Εκκλησία του Θεού οι σημερινοί οικουμενιστές επίσκοποι; Ασφαλώς όχι, δεν ανήκουν. Αυτή είναι η αλήθεια κατά τον Μ. Βασίλειο και όχι μόνο.
Προειδοποιεί ο Μ. Βασίλειος με απόλυτη κατηγορηματικότητα: «Εγώ γαρ, ουχ όπως ει επιστολήν τις ανθρώπων δεξάμενος επ’ αυτή μέγα φρονεί, τούτου ένεκεν υποσταλήναι ποτέ καταδέξομαι, αλλ’ ουδ’ αν εξ αυτών ήκει των ουρανών, μη στοιχή δε τω υγιαίνοντι λόγω της πίστεως, δύναμαι αυτόν κοινωνόν ηγήσασθαι των αγίων» δηλ.
«Διότι εγώ, όχι μόνο αν εδεχθη κανείς επιστολήν από ανθρώπους (Εννοεί τους Δυτικούς) και υπερηφανεύεται δι’ αυτήν, δεν πρόκειται δια τούτο να υποχωρήσω, αλλά και από τους ουρανούς ακόμη αν έλθει αυτή, δεν συμφωνεί δε ούτος (ο επίσκοπος δηλ.) με την γνήσιαν διδασκαλίαν της πίστεως, δεν θα δυνηθώ να τον θεωρήσω ως έχοντα κοινωνίαν (εκκλησιαστική) με τους αγίους (Ορθοδόξους Χριστιανούς)».
Η απόφαση διακοπής κοινωνίας και μνημοσύνων οικουμενιστών επισκόπων και Πατριαρχών από σημερινούς Πατέρες, είναι απόφαση θεολογικής συνέχειας του Μ. Βασιλείου, υπεράσπιση της «μερίδος των ανθρώπων του Θεού», οντολογική παραμονή στην αληθινή Εκκλησία και όντως κοινωνία με τους αγίους.
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ