Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

«Τοιούτοι δε και υμείς, οι των Εκκλησιών φωστήρες, ολίγοι παντελώς και ευαρίθμητοι»


ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ: Αναμφίβολα, μη ομολογιακό το «σήμερα» της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας

«Τοιούτοι δε και υμείς, οι των Εκκλησιών φωστήρες, ολίγοι παντελώς και ευαρίθμητοι»

(Μ. Βασίλειος – Επιστολή (154) προς Ασχόλιον Θεσσαλονίκης)

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ

Αναμφίβολα, μη ομολογιακό το «σήμερα» της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εν μέσω της Οικουμενιστικής αποστασίας.
Η στάση της στη «σύνοδο» της Κρήτης, με την αναγνώριση του Οικουμενισμού, δίχασε το ανεκτίμητο υλικό του Εκκλησιαστικού σώματος.
Μετά ένα χρόνο, βλέπουμε να απομακρύνεται στον ορίζοντα η αυθόρμητη ή αντανακλαστική αντίδραση ορισμένων επισκόπων, χωρίς αυτή να καταχωρείται ως θησαύρισμα μαρτυρίας έναντι του οικουμενισμού, αφού δεν συνοδεύτηκε στη συνέχεια από την καθολικώτερη (Πατερική) αναμέτρηση με την αίρεση.

Η Ιεραρχία της Ελλάδος επικύρωσε τη θεληματικότητα της «συνόδου», την προώθησε με εγκύκλιο στο λαό, ως «Εκκλησιαστική συλλογικότητα», δήθεν σύμφωνη με τις συνοδικές καταθέσεις – κατακτήσεις του παρελθόντος!
Η απουσία στην Ελλάδα έμπρακτης επισκοπικής αντίστασης στην παναίρεση, ανέδειξε λίγους Ορθοδόξους αγωνιστές ως φωστήρες, φορείς δηλ. της Ορθόδοξης συνείδησης, που φώτισαν το Εκκλησιαστικό περιβάλλον μέσα στη νύχτα της αποστασίας.

Αυτοί ακριβώς οι λίγοι φωστήρες, όπως τονίζει ο Μ. Βασίλειος, πολέμησαν σε κάθε εποχή ώστε να μη μεταβληθεί η Εκκλησία σε «κόσμο» ή σε κήπο με βλαστερά πνευματικά βλαστήματα, όπως είναι οι αιρέσεις. Την αλήθεια αυτή τονίζει ο Μ. Βασίλειος στην επιστολή του, προς τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ασχόλιον, διακεκριμένου Εκκλησιαστικού ηγέτη.
 
Γράφει ο Μ. Βασίλειος:
«Και τοίνυν έδοξέ μοι το καθ’ υμάς εοικέναι πράγμα άστροις εν νικτερινή συννεφία άλλοις κατ’ άλλα μέρη του ουρανού διαλάμπουσιν, ων χαρίεσσα μεν η λαμπρότης, χαριέστερον δε δήπου το απροσδόκητον. Τοιούτοι δε και υμείς, οι των Εκκλησιών φωστήρες, ολίγοι παντελώς και ευαρίθμητοι εν τη σκυθρωπή ταύτη καταστάσει, οίον εν σκοτομήνη διαφαινόμενοι, προς τω εκ της αρετής χαρίεντι έτι και τω σπανίω της ευρέσεως το περιπόθητον έχοντες» δηλ. «Λοιπόν η δραστηριότης σας μου εφάνη ως κάτι παρόμοιον με αστέρας εις νυκτερινήν συννεφιάν· λάμπουν ένας εις αυτό και άλλος εις εκείνο το μέρος του ουρανού, και χαρίεσσα μεν είναι η λαμπρότης των, χαριέστερον δε το απροσδόκητον της εμφανίσεως. Τοιούτοι είσθε και σεις οι φωστήρες των Εκκλησιών, εντελώς ολίγοι και ευαρίθμητοι εις αυτήν την σκυθρωπήν κατάστασιν, λάμποντες σαν εις σκοτεινήν νύκτα και έχοντες πλην του χαρίεντος της αρετής και το περιπόθητον λόγω της σπάνεως εις την οποία ευρίσκεσθε».

Υπενθυμίζει ο Ι. Πατήρ, ότι το βάρος της αποστολής των Επισκόπων – κληρικών είναι η αυτοθυσιαστική υποβοήθηση της Ορθόδοξης ενωτικής πορείας των πιστών, της Εκκλησίας. Η ζωή τους και η πίστις τους, οφείλουν να είναι μαρτυρία και εγγύηση μιας Ορθόδοξης πορείας. «Ολίγοι παντελώς» σήμερα, οι φέροντες το υψηλό αυτό Εκκλησιαστικό φρόνημα, που τους συνδέει με την παράδοσή μας, με δυναμική αφυπνιστική μπροστά στις προκλήσεις του σήμερα.

Με απλό, ταπεινό και αποτελεσματικό τρόπο, «ευάριθμοι» δηλ. κατά τον Μ. Βασίλειο, λίγοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, λειτουργούν ενωτικά ως φωστήρες – φώτα μέσα στην οικουμενιστική νύχτα, χρησιμοποιούντες την δοκιμασμένη Πατερική γραμμή, που είναι οι αποτειχίσεις και η διακοπή μνημονεύσεως των αιρετικών επισκόπων. Αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη πως πάντοτε, και στο ζοφερό σκοτάδι, ο Κύριος ξεδιαλύνει τα σκοτάδια και ανοίγει δρόμους για το φως ή μάλλον για το Φως.

Τους θεωρούν ηττημένους αλλά είναι οι ίδιοι, εν Χριστώ Ιησού, νικητές. Να υπογραμμίσουμε, ότι το οικουμενιστικό πλέγμα εξουσίας αποσκοπεί στην διαμόρφωση ενός «πιστού» άτολμου και μακαρίου, «κωφού» και «τυφλού», απαλλαγμένου από Πατερικό φρόνημα και Εκκλησιολογικές αξίες. Πιστεύει το σύστημα ότι, όσοι δεν ευθυγραμμίζονται, πρέπει να αφορίζονται!

Εύκολα, σήμερα, οι πιστοί, πολλοί γέροντες και πνευματικοί, Χριστιανικές αδελφότητες και Χριστιανικοί σύλλογοι, Χριστιανικοί κύκλοι και Ι. Μονές, μιλούν για Εκκλησία και Ορθοδοξία, με διθυραμβικούς λόγους, περιμένοντες από άλλους την πνευματική αντίσταση έναντι της αιρέσεως του οικουμενισμού. «Δεν υπάρχει, ακόμη, λόγος ανησυχίας», είναι η κυρίαρχη αντίληψή τους.

O Ignazio Silone, Ιταλός πολιτικός, που έχει εκφρασθεί κατά της φτώχειας, κατά της κοινωνικής αδικίας και της καταπίεσης, είπε: «Ο νέος φασισμός δεν θα πει: Είμαι φασισμός. Θα πει: Είμαι ο Αντιφασισμός». Τηρουμένων των αναλογιών ο οικουμενισμός δεν λέγει: «Είμαι παναίρεση. Λέγει: Είμαι η αληθινή έκφραση του Ευαγγελίου. Είμαι Ορθοδοξία»!

Στις 14 Ιανουαρίου 1966, σε ομιλία του (Πρυτανική) ο καθηγητής Λεωνίδας Ι. Φιλιππίδης, οικουμενιστής, τόνιζε: «Ο οικουμενισμός διήκει δι’ όλης της θείας Αποκαλύψεως ως Θεού ρήμα και Θεού θέλημα, ως θεοταγής εντελέχεια της παγκοσμίου Ιστορίας…».

Η συνείδηση της Εκκλησίας, ότι αποτελεί το «φως του Κόσμου», το «άλας της γης», διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των αιρέσεων. Στην Αγιογραφική και Πατερική Παράδοση η Εκκλησία αποτελεί το ίδιο το σπίτι μας, όλη την οικουμένη, γι’ αυτό και η Αλήθεια της πρέπει να φυλάγεται αυστηρά, με φόβο Θεού και να μεταβιβάζεται με ιερότητα στις επόμενες γενιές.

Για τον Μ. Βασίλειο, οι ποιμένες που είχαν βαθειά γνώση της Ορθόδοξης πραγματικότητας, που ερμήνευαν με ορθόδοξα κριτήρια την Γραφή και, το κυριότερο, που προστάτευαν το ποίμνιό τους από κάθε λογής πνευματικούς κινδύνους – αιρέσεις, με τη ζωή τους πολλές φορές, ήταν φωστήρες, φανοί της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα ο επίσκοπος Ασχόλιος, θεωρητικά και πρακτικά φορέας της Ορθοδοξίας.

Η λεγόμενη «αγία και Μεγάλη Σύνοδος» στην Κρήτη, δεν λειτούργησε ως φωστήρας της Ορθοδοξίας. Αντίθετα, αλλοίωσε τα σύνορα μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεων. Δυστυχώς, ούτε και ο σύνολος Μοναχισμός, ως έσχατη οδός συνέπειας, λειτούργησε ως φάρος Ορθοδοξίας έναντι του Οικουμενισμού. Επαληθεύτηκε στο ακέραιο η προφητική επισήμανση – εκτίμηση του Μ. Βασιλείου, ότι «οι των Εκκλησιών φωστήρες, ολίγοι παντελώς και ευαρίθμητοι», όπως για παράδειγμα οι Αγιορείτες Πατέρες, οι π. Νικόλαος Μανώλης και π. Θεόδωρος Ζήσης, ο π. Παΐσιος στο Αμύνταιο, οι μοναχοί της Αγ. Παρασκευής στην Πτολεμαΐδα και άλλοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Στον επικοινωνιακό σχεδιασμό των οικουμενιστών κληρικών – επισκόπων περιλαμβάνεται και ένας «νεοπατερικός» στόχος – όραμα, ν’ αγαπηθούν δηλ. ως σύγχρονοι πατέρες, στα όρια μιας Εκκλησιαστικής «συμμετρίας». Με απλά λόγια, ισχυρίζονται ότι, οι παλαιοί πατέρες συγκρότησαν την Εκκλησιολογία στην εποχή τους, αλλά η σημερινή πραγματικότητα χρειάζεται νέους «ορθούς» Εκκλησιαστικούς λόγους, για να ενωθεί η διαιρεμένη Χριστιανοσύνη. Γι’ αυτό προβάλλουν τον οικουμενισμό, ως δρόμο – εγγύηση ενότητας, χωρίς δηλ. μετάνοια και απόρριψη των αιρέσεων! 

Χαρακτηριστικά ο Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος είπε: «εμείς οι θρησκευτικοί ηγέτες πρέπει να φέρουμε στο προσκήνιο τις πνευματικές αρχές του οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της ειρήνης. Αλλά για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να είμαστε ενωμένοι στο πνεύμα του ενός Θεού… Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδισταί…» (Επίσκεψις αριθ. 494, σελ. 23, Γενεύη 1994). Θεολογικό εμπόδιο στον οικουμενιστικό «αναγωγισμό», στην οικουμενιστική αρνητική πνευματική τροφοδότηση του Εκκλησιαστικού σώματος, αποτελεί η Ορθόδοξη Θεολογία, η Θεολογία των Πατέρων και των αγίων Οικουμενικών συνόδων. 

Λέγει χαρακτηριστικά ένας πράγματι μεγάλος άγιος της Ορθοδοξίας, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Εγώ διάβασα και περί Ιερέων και περί ασεβών, αιρετικών και αθέων· τα βάθη της σοφίας ηρεύνησα· όλαι αι πίστεις είναι ψεύτικες· τούτο εκατάλαβα αληθινόν, ότι μόνη η πίστις των «Ορθοδόξων Χριστιανών είναι καλή και αγία…».

Η ανθρώπινη πιθανολογία και οι ανθρώπινες λογικές – αιρετικές επεξεργασίες στην περιοχή δόγματος και ζωής, δεν ορίζουν την έννοια της πατρότητας, όπως σχεδιάζουν – πιστεύουν οι οικουμενιστές. Η Θεολογία των Ορθοδόξων Πατέρων είναι καρπός μελέτης, φωτισμού και έλλαμψης.

Η Πατερική δημιουργία στο σύνολό της είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, ως αδιάκοπη παρουσία του και ενέργειά του στην Εκκλησία. Έτσι δημιουργήθηκε το unanimis consensus Patrum (ομόφωνη συμφωνία των Πατέρων) και το consensus Ecclesiae (συμφωνία της Εκκλησίας).

Η άμεση εξάρτηση των πρώτων επισκόπων από τη διδασκαλία των αγίων αποστόλων, αυτή εξασφάλιζε τη γνησιότητα του ονόματος «Πατέρας – Πατέρες», διότι εξέφραζαν τα πρώτα βιώματα της Εκκλησίας. Διαβάζουμε στο έργο του Ειρηναίου, «Έλεγχος ψευδωνύμου γνώσεως»: «Και Πολύκαρπος δε ου μόνον υπό αποστόλων μαθητευθείς και συναναστραφείς πολλοίς τοις τον Χριστόν εωράκασιν, αλλά και υπό αποστόλων κατασταθείς εις την Ασίαν, ον και ημείς εωράκαμεν εν τη πρώτη ημών ηλικία» (Β.Ε.Π. τομ.5, σελ. 143). Να διευκρινίσουμε, ότι ο Ειρηναίος ομιλεί για το σεβαστό γέροντα Πολύκαρπο, επίσκοπο Σμύρνης. Στις μεγάλες Συνόδους του 5ου αιώνα, οι καθοριστικές αποδείξεις, που έπαιξαν ρόλο στην καταδίκη της αίρεσης και στην ορθή διατύπωση της πίστης, ήταν από τους Πατέρες.

«Εστι τοίνυν εκ Πατέρων εμπολιτευομένη τη Εκκλησία ημών η γραφείσα παρά των αγίων Πατέρων πίστις των κατά την Νίκαιαν συνελθόντων ημίν»
, τονίζει κατηγορηματικά ο Μ. Βασίλειος (Επιστολή 140).

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ