Ο άγιος μοναχός, που ενέκρινε τις αποφάσεις της
Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα
Άγιος Αυξέντιος ο εν τω Βουνώ (14 Φεβρουαρίου)
Σάββας Ηλιάδης, δάσκαλος- Κιλκίς
Σχόλιο: Λίαν επίκαιρη η εορτή του αγίου Αυξεντίου, που έρχεται να ακυρώσει την δεσποτική νοοτροπία αλλά και τη ρήση, του τύπου: «Δεν μπορεί ένας ιερεύς να είναι περισσότερο Ορθόδοξος από έναν Μητροπολίτη». Ακόμη δε, επιβεβαιώνει ως φορέας της αγίας Παραδόσεως, πως κάθε αγιασμένη ψυχή, όποιας καταγωγής και κατηγορίας και μόρφωσης, έχει δικαίωμα και επιβάλλεται να συμμετέχει σε αγώνες της Εκκλησίας εναντίον των αιρέσεων, για την ορθοτομία της Αλήθειας. Ο άγιος Αυξέντιος, βέβαια, δεν ήταν ούτε ιερέας, αλλά ένας απλός μοναχός!
1. Στον «Συναξαριστή» του αγίου Νικοδήμου διαβάζουμε, μεταξύ των άλλων για τον άγιο:
Αυτός ο άγιος έζησε κατά τους χρόνους του Θεοδοσίου του μικρού, κατά το έτος 440. Καταγόταν από την Ανατολή, ήταν δε κατά το αξίωμα Σχολάριος. Όταν δε έγινε μοναχός, ανέβηκε στο βουνό, το οποίο βρίσκεται σε ένα μικρό νησί, την Οξεία, κοντά στη Χάλκη και στα άλλα νησιά, που είναι κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν δε ο άγιος αυτός κατά την άσκηση καρτερικότατος και κατά την πίστη ορθοδοξότατος, διότι έλεγξε μεν πολύ την κακοδοξία του Νεστορίου και του Ευτυχούς, αποδέχτηκε δε την εν Χαλκηδόνι Αγία και Οικουμενική Τετάρτη Σύνοδο.
2. Στο «Αγιολόγιο Ορθοδοξίας», του Χ. Τσολακίδη, επίσης διαβάζουμε, μεταξύ άλλων:
Ο Αυξέντιος απέκτησε τόση πολλή εκτίμηση από τον πλούτο και την ακρίβεια των θεολογικών του γνώσεων και τη μεγάλη του αρετή, ώστε προσεκλήθη σαν απλός μοναχός το 451 να παραστεί στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα.
3. Στον «ΝΕΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ», Εκδόσεις: «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, επίσης, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε:
Ο όσιος Αυξέντιος ήταν Πέρσης στην καταγωγή, αλά γεννήθηκε στη Συρία. Επί Θεοδοσίου του Μικρού εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε αξιωματούχος στην αυτοκρατορική φρουρά. Έχαιρε της υπόληψης του αυτοκράτορα και της εκτίμησης όλων για την ευσέβεια και την αγνότητα των ηθών του…
Το 451, όταν ο αυτοκράτορας Μαρκιανός συνεκάλεσε την Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα, για να καταδικαστεί η αίρεση του Ευτυχίου, έδωσε εντολή στον ξακουστό ερημίτη να συμμετάσχει στη συνέλευση των αγίων Πατέρων για την εξέταση της πίστεως και την ακριβή κατανόηση των ιερών δογμάτων. Από ταπεινοφροσύνη ο Αυξέντιος αρνήθηκε να πάει στη Σύνοδο, λέγοντας πως η δογματική διδασκαλία είναι υπόθεση των επισκόπων και όχι των μοναχών. (Οι υπογραμμίσεις δικές μας) Μετά την άρνησή του να ακολουθήσει τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα, αυτοί άρχισαν να αμφισβητούν την ορθοδοξία του και έστειλαν εργάτες να ανοίξουν διά της βίας το κλουβί του. Οι προσπάθειές τους στάθηκαν μάταιες. Μετά από μια στερεή ομολογία πίστεως, ο άγιος τους ζήτησε να προσευχηθούν. Έκανε το σημείο του Σταυρού και αφού επανέλαβε τρεις φορές: «Ευλογητός ο Θεός!», το κλουβί άνοιξε εύκολα και δέχτηκε να τους ακολουθήσει. Το σώμα του, όμως, ήταν τόσο εξαντλημένο από τις σκληραγωγίες, ώστε χρειάστηκε να τον μεταφέρουν με άμαξα. Στον δρόμο ελευθέρωσε πολλούς δαιμονισμένους.
Φθάνοντας στην Μονή Φιλέα, έκλεισαν τον Αυξέντιο σε ένα κελλί σαν να ήταν εγκληματίας. Από κει τον μετέφεραν στην μονή του αγίου Υπατίου (17 Ιουν.), στα περίχωρα της Χαλκηδόνος, όπου έγινε δεκτός με μεγάλη χαρά από τους μοναχούς. Ο αυτοκράτορας τον κάλεσε στα ανάκτορα του Εβδόμου, του συμπεριφέρθηκε με τον μεγαλύτερο σεβασμό και τον πίεσε να εκφράσει την υποστήριξή του στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Ο Αυξέντιος, που αγνοούσε για ποιο ακριβώς ζήτημα είχε γίνει λόγος στη Σύνοδο, του υποσχέθηκε να την εγκρίνει, αν δεν υπήρχε τίποτε που να αντιβαίνει στην πίστη των Πατέρων της Νικαίας και εφ` όσον είχε διατυπώσει ορθώς το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Θεού αληθινού και ανθρώπου αληθινού, εκ της Υπεραγίας και Αειπαρθένου Θεοτόκου. Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο αυτοκράτορας, πλήρης χαράς, ασπάσθηκε την κεφαλή του αγίου και τον έστειλε με τιμές στην Μεγάλη Εκκλησία, όπου ο πατριάρχης έβαλε να του διαβάσουν τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο άγιος τις ενέκρινε ολόψυχα, δοξάζοντας τον Θεό και επέστρεψε εν συνεχεία στην Μονή των Ρουφινιανών.
Έκανε πολλά θαύματα και προανήγγειλε την κοίμηση του αγίου Συμεών του Στυλίτου. Ίδρυσε γυναικεία μονή, αφού έδωσε το μοναχικό σχήμα σε μια κυρία του παλατιού, γύρω από την οποία μαζεύτηκαν εβδομήντα μοναχές και τις οποίες προέτρεπε να προσκερτερού στους αγώνες της παρθενίας, όχι μόνο του σ΄βματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Η Μονή ονομάστηκε Τριχιναρέα, ίσως εξαιτίας των τρίχινων χιτώνων που επέβαλε να φορούν οι αδελφές. Εκοιμήθη στις 14 Φεβρουαρίου του 470.
Σάββας Ηλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 14-2-2018
ΠΗΓΗ