Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, κατὰ κόσμο Κωνσταντῖνος Μόρφης, γεννήθηκε στὰ Τρίκαλα στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1384 μ.Χ. σὲ εἰδυλλιακὴ τοποθεσία, κοντὰ στὸν Ληθαῖο ποταμό. Ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα σὲ μικρὴ ἡλικία μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἑφτὰ ἀδέλφια του, τὴ δὲ φροντίδα τους, μετὰ τὸν Θεό, ἀνέλαβε ἡ εὐσεβὴς μητέρα του. Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν ἐξισλαμισμὸ καὶ τὰ γενιτσαρικὰ σώματα, εἰσῆλθε στὴν ἀκμάζουσα τότε σταυροπηγιακὴ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ ὅρους τῶν Ἀμώμων (Καθαρῶν) τῆς Ἀττικῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ἀκολούθησε μὲ ἔνθεο ζῆλο τὸν Χριστό, καὶ διέπρεψε μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς ζωῆς του καὶ τοὺς πόνους τῆς ἀθλήσεώς του στὸ ὀρὸς τῶν Ἀμώμων Ἀττικῆς (Περιοχὴ Νέας Μάκρης). Ἀξιώθηκε ἀκόμα νὰ λάβει τὸ μέγα Μυστήριο τῆς Ἱεροσύνης καὶ τὸ χάρισμα νὰ ὑπηρετεῖ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο, σὰν ἄγγελος Θεοῦ, μὲ φόβο Θεοῦ καὶ πολλὴ κατάνυξη.
Τὸ 1416 μ.Χ. οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν καὶ λεηλάτησαν τὴν Ἀττικὴ καὶ ἀνάγκασαν τὸ Δούκα τῶν Ἀθηνῶν νὰ δηλώσει ὑποταγὴ στὸ Σουλτάνο. Τὸ 1424 μ.Χ. οἱ Τοῦρκοι εἰσέβαλαν βιαίως στὴ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ ἔσφαξαν ὅλους τούς Πατέρες τῆς Μονῆς. Ὁ Ἅγιος ἀπουσίαζε στὴ σπηλιὰ του πάνω στὸ βουνὸ γιὰ προσευχὴ καὶ μόλις ἐπέστρεψε ἀντίκρισε ἔντρομος τὰ πτώματα τῶν Πατέρων. Ἀφοῦ τοὺς ἔθαψε, ἀκολούθως θρήνησε γοερῶς.
Τὸν ἑπόμενο χρόνο, τὴν 14η Σεπτεμβρίου 1425 μ.Χ., ἐπανῆλθαν οἱ βάρβαροι καὶ...
βρῆκαν τὸν Ἅγιο. Τὸν συνέλαβαν καὶ ἄρχισαν τὰ μαρτύρια του, ποὺ τελείωσαν στὶς 5 Μαΐου 1426 μ.Χ. ἡμέρα Τρίτη καὶ ὥρα 9 τὸ πρωί. Τὸν κρέμασαν ἀνάποδα σ' ἕνα δένδρο, ποὺ σώζεται ἀκόμα, τὸν κάρφωσαν στὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι, καὶ τέλος τὸ καταπληγωμένο καὶ μαρτυρικὸ σῶμα του τὸ διαπέρασαν μὲ ἀναμμένο ξύλο καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν στεφανοδότη Χριστό.
Μετὰ ἀπὸ μισῆ χιλιετία εὐδόκησε ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ φανερώθηκαν, ὕστερα ἀπὸ πολλὲς ἐμφανίσεις τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ καὶ πολλῶν ἄλλων θαυμαστῶν γεγονότων, ὅλα ὅσα σήμερα γνωρίζουμε, τὰ ὁποῖα ἐπιβεβαιώθηκαν μὲ τὴν εὕρεση τῶν μαρτυρικῶν καὶ χαριτόβρυτων λειψάνων τοῦ Ἁγίου στὶς 3 Ἰανουαρίου 1950 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ γιορτάζεται δύο φορὲς τὸ χρόνο, στίς 3 Ἰανουαρίου ἡ εὕρεση τῶν τιμίων λειψάνων του, καὶ στις 5 Μαΐου τό μαρτυρικό του τέλος.
Διηγεῖται ἡ μοναχὴ Μακαρία...
-" Καθισμένη πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ παλιοῦ Μοναστηριοῦ, ὅπου ἡ θεία Πρόνοια ὁδήγησε τὰ βήματά μου, ἔφερνα τὸν στοχασμό μου σὲ χρόνια περασμένα, σὲ παλιοὺς καιρούς, ὅταν σκορπισμένα ἦταν παντοῦ τὰ κόκκαλα τῶν Ἁγίων μαρτύρων ...Καὶ καθὼς καταγινόμουν στὸ καθάρισμα τῶν χαλασμάτων, ἀναλογιζόμουνα ὅτι βρισκόμουνα σὲ τόπο ἱερὸ καὶ ἔλεγα,
-Θεέ μου, ἀξίωσέ με τὴν ἀνάξια, νὰ ἰδῶ κι΄ ἐγὼ ἕναν ἀπὸ τοὺς παλιοὺς πατέρες πού ἐδῶ ἔζησαν...
Καὶ ἐνῶ περνοῦσε ὁ καιρὸς ἔχοντας πάντα ἐσωτερικὰ τὴν ἴδια ἐπιθυμία, ἐνοιωθα μιὰ φωνὴ μέσα μου νὰ μοῦ λέει,
-"Σκάψε, καὶ ἐκεῖνο πού ζητᾶς θὰ τὸ βρεῖς!
Καὶ μ΄ ἕναν τρόπο θαυμαστό, ἡ μυστικὴ αὐτὴ φωνή, μοῦ ὑπέδειξε τὸ κομμάτι γῆς στὴν αὐλὴ τοῦ μοναστηριοῦ, πού ἔπρεπε νὰ ψάξω.
Ὁ καιρὸς περνοῦσε, καὶ ἡ φωνὴ αὐτή, κάθε φορᾶ πιὸ δυνατὴ μὲ προέτρεπε ν΄ ἀρχίσω...
Ἔδειξα τὸ σημεῖο στὸν ἐργάτη πού φώναξα γιὰ μιὰ ἄλλη ἐπισκευή, στὸ παλιὸ Ἡγουμενεῖο, καὶ τοῦ εἶπα νὰ σκάψει. Αὐτός, ἀπρόθυμος ἄρχισε ἀλλοῦ τὸ σκάψιμο. Καὶ ἀφοῦ εἶδα ὅτι δὲν μὲ ἄκουγε νὰ πάει ἐκεῖ πού τοῦ ἔδειχνα, τὸν ἄφησα νὰ κάνει τὸ θέλημά του χτυπώντας τοὺς ἄγονους βράχους. Τελικά, κατάλαβε τὸ λάθος του καὶ γύρισε στὸ σημεῖο...
"...καὶ φθάνοντας, ἔπειτα ἀπὸ ὧρες, στὸ 1,70 βάθος, ἔφερε ὁ κασμὰς στὴν ἐπιφάνεια τὴν κεφαλὴ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἴδια στιγμή, γέμισε ἄρωμα ἡ ἀτμόσφαιρα!
Ὁ ἐργάτης χλώμιασε, δέθηκε ἡ γλώσα του, καὶ κόπηκε ἡ μιλιά του
-Ἄφησέ με μόνη, τὸν παρακάλεσα...
Γονάτισα μὲ εὐλάβεια καὶ ἀσπάσθηκα τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου συλλογιζόμενη τὴν ἔκταση ὀδύνης καὶ πόνου τοῦ τότε μαρτυρίου του..."
Καὶ ἀλλοῦ, ἡ μοναχὴ Μακαρία Δεσύπρη, ἐξιστορεῖ πῶς εἶδε ὁλοζώντανο τὸν Ἅγιο...
-"Ἦταν βράδυ, καὶ διάβαζα μόνη μου τὸν Ἑσπερινὸ στὸ ἐρειπωμένο μοναστήρι, ὅταν ξαφνικὰ ἄκουσα βήματα... Ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὸ βάθος τοῦ τάφου προχώρησαν στὴν αὐλὴ κι΄ ἔφθασαν στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ βήματα ἀκούγονταν δυνατὰ καὶ σταθερὰ καθὼς πλησίαζαν. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ζωή μου μέσα σ΄ ἐκείνη τὴν ἐρημιὰ φοβήθηκα... Δὲν γύρισα οὔτε πού νὰ κοιτάξω ὥσπου ἄκουσα τὴν φωνή του νὰ λέει,
-" Ὡς πότε θὰ μ΄ ἔχεις ἐκεῖ πέρα; Κι΄αὐτὸς (ὁ ἐργάτης), πῶς πέταξε τὸ κεφάλι μου ἔτσι;
Γύρισα τότε τρομαγμένη καὶ τὸν εἶδα !
Ἦταν ψηλός, μὲ μάτια μικρὰ στρογγυλὰ πού τρεμόπαιζαν στὶς κόγχες τους. Ἔβλεπα τὶς ρυτίδες του, καὶ τὰ γένια του πού ἔφθαναν μέχρι τὸν λαιμό του. Τὸ μαῦρο ράσο του μαῦρο μὲ πτυχώσεις, καὶ στὸ ἀριστερό του χέρι κρατοῦσε ἕνα φῶς ὑπέρλαμπρο ἐνῶ μὲ τὸ δεξὶ εὐλογοῦσε !...
Ἦταν ἕνα πλάσμα, 500 ἐτῶν, καὶ βρισκόταν μὲ τὴν δύναμι τοῦ Χριστοῦ ὁλοζώντανο, ἀκριβῶς δίπλα μου!!
-Συγχώρεσέ με, τοῦ εἶπα, καὶ αὔριο μόλις ξημερώσει ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα του, θὰ σὲ φροντίσω...
Καὶ ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος !
Συνέχισα εἰρηνικὰ τὸν Ἑσπερινό μου, καὶ τὸ πρωϊ καθάρισα τὰ ἅγια λείψανα, τὰ ἔπλυνα, καὶ ἄναψα ἕνα μικρὸ καντηλάκι.
Τὸ ἴδιο βράδυ εἶδα τὸν Ἅγιο στὸν ὕπνο μου. Στεκόταν ὄρθιος καὶ κατάφωτος μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κρατοῦσε τὴν εἰκόνα του στὰ χέρια του καὶ μὲ κοίταζε...
Ἄκουσα τὴν φωνὴ του πεντακάθαρα...
-"Σ΄ εὐχαριστῶ πολύ, μοῦ εἶπε. Ὀνομάζομαι Ἐφραὶμ ..."
Πέρασε ἀρκετὸς καιρὸς ἀπ΄ αὐτὸ τὸ περιστατικὸ καὶ πάντα μέσα μου εἶχα μιὰ ἀπορία...
Ὥσπου μιὰ μέρα, μετὰ τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, καθὼς μὲ τὸ χέρι μου ἔκλεινα τὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, ἀκούω τρία χτυπήματα, σὰν ἀπὸ κεχριμπαρένιο κομπολόϊ. Κατάλαβα ὅτι ἦταν ὃ Ἅγιος, μπῆκα στὸ ἱερὸ πού βρίσκονταν τὰ ἅγια λείψανά του, ἄναψα ἕνα κερὶ καὶ εὐλαβικὰ τὰ προσκύνησα.
Ἀλλὰ τί νὰ εἰπῶ καὶ τί νὰ λαλήσω, ὅταν τὴν ἴδια ἀκριβῶς στιγμὴ σὰν χείμαρος πλημμύρησε ὅλος ὃ τόπος ἀπὸ τὴν Παραδεισένια ἐκείνη εὐωδία ποῦ τὰ ἅγια λείψανα ἔβγαζαν...".
Ἔτσι περιγράφει ἡ ἀείμνηστος ἡγουμένη Μακαρία Δεσύπρη τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου σὰν μία σφραγίδα - πρόλογο σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία γιὰ τὸν Ἅγιο Ἐφραίμ, πού μέχρι σήμερα τὸ μοναστήρι ἔχει κυκλοφορήσει, μὲ τὸν γενικὸ τίτλο "ΟΠΤΑΣΙΑΙ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἐφραὶμ τοῦ θαυματουργοῦ" - Ἀθῆναι - 1998.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ ἀπὸ τὶς πρῶτες κι΄ ὄλας ἐμφανίσεις του στὴν τότε ἡγουμένη Μακαρία, εἶχε πεῖ, "Θὰ κάνω πολλὰ θαύματα, γιὰ νὰ πιστέψει ὃ κόσμος καὶ νὰ σωθεῖ (νὰ σώσει δηλαδὴ τὴν ψυχή του), πρὶν ἔλθουν τὰ μεγάλα δεινά...".
ΠΗΓΗ