Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ἐφ. 4,7-13)
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ
«Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων…» (Ἐφ. 4,11)
Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου, ὥστε νὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι, καὶ θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ κάνετε ὑπομονή. Ὑπομονή, γιατὶ δυστυχῶς στὰ χρόνια μας ἡ φωνὴ τοῦ ἱεροκήρυκα, καὶ μάλιστα ἐκείνου ποὺ ἐλέγχει τὸ κακὸ ὅπου καὶ ἂν τὸ συναντᾷ, εἴτε στὶς καλύβες εἴτε στὰ ἀνάκτορα εἴτε στοὺς βασιλικοὺς θρόνους εἴτε καὶ σ᾽ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς πατριαρχικοὺς θρόνους, ἡ φωνὴ αὐτὴ εἶνε δυσάρεστη. Σὲ λίγο, ὅπως προβλέπω, θὰ συμβῇ ἕνα ἀπὸ τὰ δυό· ἢ δὲν θὰ ὑπάρχουν κήρυκες νὰ κηρύξουν ἢ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀκροαταὶ ν᾽ ἀκούσουν. Ἀλλὰ ἐδῶ ἐλπίζω ὅτι ὑπάρχουν αὐτιὰ γιὰ ν᾽ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ θὰ σᾶς πῶ λίγα λόγια.
Θέμα τῆς ὁμιλίας μας θὰ εἶνε ὁ ἀπόστολος. Ἡ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε εἶνε ἕνα διαμάντι ἀπὸ τοὺς ἀμυθήτους θησαυροὺς ποὺ λέγονται Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἔχουν μερικοὶ μιὰ συνήθεια, νά ᾽χουν στὶς τσέπες τους τὴν λεγομένη Ἁγία Ἐπιστολή· ἀλλ᾽ αὐτὴ δὲν ἔχει τόση ἀξία ὅση ἔχουν οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Ὅποιος τὶς διαβάζει καὶ τὶς νιώθει, ἀνεβαίνει μέχρι τὸν οὐρανό, γίνεται ἀετός.
* * *
Σήμερα, ὅταν ἄκουσα τὴν περικοπή, μοῦ φάνηκε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος κρατάει μιὰ κιθάρα καὶ ψάλλει καὶ ἐγκωμιάζει – ποιόν; Κάποιον ποὺ τὸν ἀγνοοῦμε καὶ δὲν τὸν ἀγαποῦμε ὅπως θὰ ἔπρεπε· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πῶς νὰ μὴ τὸν εὐγνωμονῇ ὁ Παῦλος; Αὐτὸς τὸν πῆρε –ποὺ ἦταν ἕνα σκουλήκι, ἕνα ἀκάθαρτο κουρέλι, ἀφοῦ τὰ χέρια του ἔσταζαν αἷμα–, τὸν ἔπλυνε μέσα στὸ πλυντήριό του, στὸν Νιαγάρα τῆς χάριτός του, στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα, καὶ τὸν ἔκανε παιδὶ τοῦ Θεοῦ, πρίγκιπα. Πῆρε ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάτω, ἀπὸ τὸ βόρβορο, καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὸν οὐρανό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος ψάλλει σήμερα τὸ μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου καὶ λέει, ὅτι «ὁ καταβὰς» ὁ ἴδιος εἶνε καὶ «ὁ ἀναβάς» (Ἐφ. 4,10).
Ποῦ ἦταν ὁ Χριστός; Ὡς Θεὸς ἦταν «ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν» (ἔ.ἀ.).
Γιά προσέξτε· δὲν λέει «εἰς τὸν οὐρανόν»· λέει ὅτι ἀνέβηκε «ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν»· καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει ὅτι ἔγινε «ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν» (Ἑβρ. 7,26). Γιατί ἆραγε μιλάει ὄχι γιὰ «οὐρανὸ» ἀλλὰ γιὰ «οὐρανούς»; Ἔχει σημασία αὐτό. Ἐὰν ρωτήσετε ἕνα ἀστρονόμο, δὲν θὰ σᾶς μιλήσῃ γιὰ «οὐρανούς»· θὰ σᾶς πῇ «οὐρανός». Καὶ στὴ γλῶσσα τῆς ἀστρονομίας «οὐρανὸς» εἶνε τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τὰ πλανητικὰ συστήματα, οἱ γαλαξίες. Αὐτὸς εἶνε ὁ οὐρανὸς τῶν ἀστρονόμων. Ἀλλὰ ἡ ἁγία Γραφὴ μιλάει γιὰ «οὐρανούς». Ὑπάρχουν, λέει, τρεῖς οὐρανοί· ὁ ἕνας εἶνε ὁ νεφελοφόρος, ὁ δεύτερος εἶνε ὁ ἀστεροφόρος, καὶ ὁ τρίτος εἶνε ὁ ἀγγελοφόρος. Ὁ νεφελοφόρος, ὁ κατώτερος, εἶνε ἡ ἀτμοσφαιρικὸς ἀέρας, τὰ σύννεφα ποὺ σκεπάζουν τὴ γῆ. Πάνω ἀπὸ αὐτὸν εἶνε ὁ ἀστερόεις, ὁ ἀστεροφόρος οὐρανός, ποὺ ἔχει τὰ ἀστέρια. Καὶ παραπάνω κι ἀπὸ ᾽κεῖνον –ἂς λένε οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε– εἶνε ὁ ἀγγελοφόρος οὐρανός, ὁ οὐρανὸς τῶν ἀύλων πνευμάτων, ἐκεῖ ποὺ κατοικεῖ καὶ λάμπει ὁ Θεός! Ἐκεῖ ἕνας μόνο ἔφθασε· ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γράφει τὴν ἐπιστολή. Αὐτὸς λέει, ὅτι τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ν᾽ ἀνεβῇ «ἕως τρίτου οὐρανοῦ» καὶ ν᾽ ἀκούσῃ «ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,2-4).
Ἐκεῖ, στὸν τρίτο οὐρανό, λάμπει ἥλιος, ἀθάνατος ἥλιος, «φῶς μέγα» ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο (Ματθ. 4,16). Λάμπει ὄχι ἁπλῶς ἥλιος ἀλλὰ ἡ «τρισήλιος Θεότης», Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅγιον Πνεῦμα· τρεῖς ἥλιοι ἑνωμένοι, ποὺ φωτίζουν τὸν κόσμο. Ἐκεῖ λοιπὸν ἦταν ὁ Χριστὸς ὡς Θεός.
Καὶ ὅμως ἀπὸ τὰ ὕψη ἐκεῖνα κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ. Πῶς νὰ τὸ περιγράψω; Ἔχετε δεῖ ἀετό; Ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς στὰ ψηλὰ βουνὰ τῶν Γρεβενῶν εἶδα κάποτε στὸν οὐρανὸ ἕνα στίγμα, μιὰ τελεία· ἦταν ἀετός, καὶ σιγὰ – σιγὰ διαγράφοντας κύκλους ἦρθε καὶ κάθισε μεγαλοπρεπῶς πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Καὶ κάθισα καὶ σκεπτόμουν· ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἡ Ἀποκάλυψις τὸν ὀνομάζει ἀετὸ μεγαλοπτέρυγα (βλ. Ἀπ. 12,14), κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, σ᾽ αὐτὴ τὴ σκόνη μέσα στὸ ἄπειρο· ἦρθε μέσα στὸ σπήλαιο.
Γιατί ἦρθε; ποιός τὸν ἔφερε ἐδῶ κάτω; Μία λέξις· ἡ ἀγάπη! Ὅλο τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἴσον ἀγάπη. Ὤ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὴ τὸν κατέβασε ἀπὸ τὰ οὐράνια στὴ Γῆ ἀνάμεσά μας· αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ μὴν ἡσυχάζῃ ἀλλὰ νὰ κηρύττῃ μέρα – νύχτα τὸ «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17)· αὐτὴ τὸν ἔφερε ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ἰορδάνη μέχρι τὸ Γολγοθᾶ, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο· αὐτὴ τέλος τὸν κατέβασε μέχρι τὸν ᾅδη, ὅπου πάλεψε μὲ τὸ χάρο καὶ τὸ νίκησε. Ἔτσι πῆρε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὕψωσε. Μέχρι ποῦ τὸν ὕψωσε; μέχρι ἐκεῖ ποὺ εἶνε ὁ ἴδιος, μέχρι τὸν οὐρανό. Ἀναλογισθῆτε ποῦ ἦταν, ποῦ κατέβηκε, καὶ ποῦ ἀνέβηκε.
Κι ὅταν πλέον ὡς ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸ φλούδι αὐτὸ τῆς Γῆς, δὲν ἄφησε τὸν κόσμο ἔτσι· ὥρισε κάποιον ἄλλον νὰ συνεχίζῃ τὸ ἔργο του. Ἔχει λοιπὸν διάδοχο. Κι ὅποιος δὲν ἀκούει τὸ διάδοχό του, δὲν ἀκούει τὸ Χριστό. Ποιός εἶνε ὁ διάδοχος τοῦ Χριστοῦ; Ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶνε τὸ θεῖο ἵδρυμα, ἡ βασιλεία του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7) καὶ ποὺ μπροστά της ὅλοι οἱ ἀνθρώπινοι διεθνεῖς ὀργανισμοὶ εἶνε ἕνα πελώριο μηδενικό.
Στὴν Ἐκκλησία, τὸ θεῖο καθίδρυμα ποὺ ὁ Κύριος ἔχτισε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, ἔδωσε ὅλη τὴ δύναμι νὰ συνεχίζῃ τὸ ἔργο του. Τὴν ἐφωδίασε μὲ ὅλα τὰ μέσα, νὰ λειτουργῇ μὲ τάξι καὶ ἁρμονία. Ἔταξε πρόσωπα νὰ διακονοῦν τὸ μεγάλο σκοπό. Ποιά εἶνε τὰ πρόσωπα αὐτά; Τὰ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος. «Καὶ αὐτός», λέει, ὁ Χριστός, γιὰ τὴ σωτηρία μας «ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων…» (Ἐφ. 4,11).
⃝ Πρῶτα εἶνε οἱ ἀπόστολοι· οἱ δώδεκα, ὁ στενὸς κύκλος, καὶ οἱ ἑβδομήκοντα, ὁ εὐρύτερος, ποὺ μὲ τὴ δύναμί του πέταξαν σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, γιὰ ν᾽ ἀκουστῇ παντοῦ τὸ κήρυγμα.
⃝ Εἶνε κατόπιν οἱ προφῆτες. Ὑπάρχει μία ἐσφαλμένη ἀντίληψις, ὅτι προφῆτες ἦταν μέχρι τὸ Χριστό· μετὰ Χριστὸν δὲν ὑπάρχει προφήτης, λένε. Ὄχι! τὸ διαψεύδει ὁ ἀπόστολος σήμερα· ὁμιλεῖ γιὰ προφῆτες τῆς καινῆς διαθήκης. Τὸ προφητικὸ χάρισμα ὑπάρχει καὶ μετὰ Χριστόν. Ἀπόδειξις οἱ νεώτεροι προφῆτες, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ὁ Παπουλάκος. Πρὸ Χριστοῦ οἱ προφῆτες φώναζαν· Ἔρχεται! Τὸν καιρὸ τοῦ Χριστοῦ ἔλεγαν· Ἦλθε! Καὶ μετὰ Χριστὸν λένε· Θὰ ἔλθῃ πάλι ὁ Βασιλεύς, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10). Οἱ προφῆτες τρόπον τινὰ ἀνεβαίνουν στὰ καμπαναριά, χτυποῦν τὶς καμπάνες καὶ φωνάζουν στὸν κόσμο· «Ξυπνᾶτε, ἁμαρτωλοί!».
Ο Χριστὸς ἔδωσε ἀκόμη στὴν Ἐκκλησία του «εὐαγγελιστάς». Ποιοί εἶνε εὐαγγελισταί; Εἶνε αὐτοὶ ποὺ συνέγραψαν τὰ τέσσερα εὐαγγέλια, κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μένουν στάσιμοι σ᾽ ἕνα μέρος ἀλλὰ περιοδεύουν καὶ κηρύττουν.
Τέλος ἔδωσε, λέει, καὶ «τοὺς ποιμένας καὶ διδασκάλους» ποὺ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τί θὰ πῇ ποιμένας; Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριά, ἔχετε δεῖ βοσκό· πῶς ἀγαπᾷ καὶ φροντίζει τὰ πρόβατά του καὶ πῶς μόλις φανῇ λύκος τὰ προστατεύει καὶ τὰ ἀσφαλίζει στὸ μαντρί. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τί εἶνε· τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ. Πρόβατα εἶστε σεῖς. Τσοπάνηδες πρέπει νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ φορέσαμε τὸ ῥάσο· καὶ πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦμε γιὰ σᾶς καὶ νά ᾽μαστε ἕτοιμοι νὰ παλέψουμε μὲ τοὺς λύκους. Καὶ μαζεύτηκαν καὶ γυροφέρνουν πολλοὶ λύκοι. Ἀλλοίμονό μας ἂν ἀποκοιμηθοῦμε! θὰ εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ λεγώμαστε ἱερεῖς καὶ ἱεράρχες, θὰ εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ φέρουμε τὴ στολὴ τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ.
* * *
Ὑπάρχουν τέτοιοι ποιμένες, ἕτοιμοι νὰ θυσιάσουν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ ποίμνιο; Δὲν θέλω νὰ εἶμαι ἀπαισιόδοξος, ἀγαπητοί μου· θὰ τελειώσω μὲ ἐλπίδα. Ἕνα ἔθνος, ποὺ γέννησε ἥρωες καὶ μάρτυρες, δὲν ἐστείρευσε ἡ πηγή του, ὄχι. Ἡ πατρίδα μας εἶπε πολλὰ τραγούδια, δὲν εἶπε ὅμως ἀκόμη τὸ τελευταῖο της τραγούδι· θὰ τὸ πῇ κι αὐτὸ στὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ῥαστώνης, τῆς κακοηθείας καὶ διαφθορᾶς. Ὑπάρχουν ποιμένες. Ὄχι αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Νὰ παρακαλέσουμε τὸ Χριστό, ὅσοι εἶστε γονεῖς νὰ δώσετε στὴν Ἐκκλησία νέους Χρυσοστόμους, Βασιλείους καὶ Γρηγορίους. Γιατὶ στὸ ῥάσο καὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε ἡ ἐλπίδα. Νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, ὅλοι, στὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα νὰ ἔχουμε τὴν πίστι τὴν ὀρθόδοξο, νὰ τὴ φυλάξουμε, καὶ νὰ ὑμνοῦμε ἡμέρα καὶ νύχτα Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κυνοσάργους – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 12-1-1964 πρωί.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 93α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).