Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου. ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ


Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ἐφ. 4,7-13)
Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ

«Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων…» (Ἐφ. 4,11)

Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ, ἀγαπητοί μου, ὥστε νὰ μὲ καταλάβουν ὅλοι, καὶ θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ κάνετε ὑπομονή. Ὑπομονή, γιατὶ δυσ­τυ­χῶς στὰ χρόνια μας ἡ φωνὴ τοῦ ἱεροκήρυκα, καὶ μάλιστα ἐκείνου ποὺ ἐλέγχει τὸ κακὸ ὅ­που καὶ ἂν τὸ συναντᾷ, εἴτε στὶς καλύβες εἴτε στὰ ἀνάκτορα εἴτε στοὺς βασιλικοὺς θρόνους εἴτε καὶ σ᾽ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς πατριαρχικοὺς θρόνους, ἡ φωνὴ αὐτὴ εἶνε δυσάρεστη. Σὲ λί­γο, ὅπως προβλέπω, θὰ συμβῇ ἕνα ἀπὸ τὰ δυό· ἢ δὲν θὰ ὑπάρχουν κήρυκες νὰ κηρύξουν ἢ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἀκροαταὶ ν᾽ ἀκούσουν. Ἀλ­λὰ ἐδῶ ἐλπίζω ὅτι ὑπάρχουν αὐτιὰ γιὰ ν᾽ ἀ­κούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ θὰ σᾶς πῶ λίγα λόγια.

Θέμα τῆς ὁμιλίας μας θὰ εἶνε ὁ ἀπόστολος. Ἡ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε εἶνε ἕνα διαμάντι ἀπὸ τοὺς ἀμυθήτους θησαυροὺς ποὺ λέγον­ται Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἔχουν μερικοὶ μιὰ συνήθεια, νά ᾽χουν στὶς τσέπες τους τὴν λεγομένη Ἁγία Ἐπιστολή· ἀλλ᾽ αὐτὴ δὲν ἔχει τόση ἀξία ὅση ἔχουν οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου. Ὅποιος τὶς διαβάζει καὶ τὶς νιώθει, ἀνεβαίνει μέχρι τὸν οὐρανό, γίνεται ἀετός.

* * *
Σήμερα, ὅταν ἄκουσα τὴν περικοπή, μοῦ φάνηκε ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος κρατάει μιὰ κιθάρα καὶ ψάλλει καὶ ἐγκωμιάζει – ποιόν; Κάποιον ποὺ τὸν ἀγνοοῦμε καὶ δὲν τὸν ἀγαποῦ­με ὅπως θὰ ἔπρεπε· καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος ἡ­­μῶν Ἰησοῦς Χριστός. Πῶς νὰ μὴ τὸν εὐγνωμο­­νῇ ὁ Παῦλος; Αὐτὸς τὸν πῆρε –ποὺ ἦταν ἕ­να σκουλήκι, ἕνα ἀκάθαρτο κουρέλι, ἀφοῦ τὰ χέ­ρια του ἔσταζαν αἷμα–, τὸν ἔπλυνε μέσα στὸ πλυντήριό του, στὸν Νιαγάρα τῆς χάριτός του, στὰ ῥεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὴν ἱερὰ κολυμβή­θρα, καὶ τὸν ἔκανε παιδὶ τοῦ Θεοῦ, πρίγκιπα. Πῆρε ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάτω, ἀ­πὸ τὸ βόρβορο, καὶ τὸν ὕψωσε μέχρι τὸν οὐ­ρανό. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος ψάλλει σήμερα τὸ με­γαλεῖο τοῦ Κυρίου καὶ λέει, ὅτι «ὁ κατα­βὰς» ὁ ἴδιος εἶνε καὶ «ὁ ἀναβάς» (Ἐφ. 4,10).

Ποῦ ἦταν ὁ Χριστός; Ὡς Θεὸς ἦταν «ὑπερ­άνω πάντων τῶν οὐρανῶν» (ἔ.ἀ.).

Γιά προσέ­ξτε· δὲν λέει «εἰς τὸν οὐρανόν»· λέει ὅτι ἀνέβηκε «ὑπεράνω πάντων τῶν οὐ­ρα­νῶν»· καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει ὅτι ἔγινε «ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν» (Ἑβρ. 7,26). Γιατί ἆραγε μιλάει ὄχι γιὰ «οὐρανὸ» ἀλλὰ γιὰ «οὐρανούς»; Ἔχει σημασία αὐτό. Ἐὰν ρωτήσετε ἕνα ἀστρονόμο, δὲν θὰ σᾶς μιλήσῃ γιὰ «οὐρανούς»· θὰ σᾶς πῇ «οὐρανός». Καὶ στὴ γλῶσσα τῆς ἀστρονομίας «οὐρανὸς» εἶνε τὰ ἄστρα, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, τὰ πλανη­τικὰ συστήματα, οἱ γαλαξίες. Αὐτὸς εἶνε ὁ οὐρανὸς τῶν ἀ­στρονόμων. Ἀλλὰ ἡ ἁγία Γραφὴ μιλάει γιὰ «οὐ­ρανούς». Ὑπάρχουν, λέει, τρεῖς οὐρανοί· ὁ ἕνας εἶνε ὁ νεφελοφό­ρος, ὁ δεύτερος εἶνε ὁ ἀστεροφόρος, καὶ ὁ τρίτος εἶνε ὁ ἀγγελοφόρος. Ὁ νεφελοφόρος, ὁ κατώ­τερος, εἶνε ἡ ἀτμοσφαιρικὸς ἀέρας, τὰ σύννεφα ποὺ σκεπάζουν τὴ γῆ. Πάνω ἀπὸ αὐτὸν εἶνε ὁ ἀστερόεις, ὁ ἀστεροφόρος οὐ­ρανός, ποὺ ἔχει τὰ ἀστέρια. Καὶ παραπάνω κι ἀπὸ ᾽κεῖνον –ἂς λένε οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύ­ουμε– εἶνε ὁ ἀγγελοφόρος οὐρανός, ὁ οὐρα­νὸς τῶν ἀύλων πνευμάτων, ἐκεῖ ποὺ κατοικεῖ καὶ λάμπει ὁ Θεός! Ἐκεῖ ἕνας μόνο ἔφθασε· ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος, ποὺ γράφει τὴν ἐπιστολή. Αὐτὸς λέει, ὅτι τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς ν᾽ ἀνεβῇ «ἕ­­ως τρίτου οὐρανοῦ» καὶ ν᾽ ἀκούσῃ «ἄρρητα ῥή­ματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,2-4).

Ἐκεῖ, στὸν τρίτο οὐρανό, λάμπει ἥ­λιος, ἀ­θά­νατος ἥλιος, «φῶς μέγα» ὅπως λέει τὸ εὐ­αγγέ­λιο (Ματθ. 4,16). Λάμπει ὄχι ἁπλῶς ἥ­λιος ἀλ­λὰ ἡ «τρισ­ήλιος Θεότης», Πατὴρ Υἱὸς καὶ ἅ­γιον Πνεῦ­μα· τρεῖς ἥλιοι ἑνωμένοι, ποὺ φωτίζουν τὸν κόσμο. Ἐκεῖ λοιπὸν ἦταν ὁ Χριστὸς ὡς Θεός.

Καὶ ὅμως ἀπὸ τὰ ὕψη ἐκεῖνα κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ. Πῶς νὰ τὸ περιγράψω; Ἔχετε δεῖ ἀετό; Ὡς στρατιωτικὸς ἱερεὺς στὰ ψηλὰ βουνὰ τῶν Γρεβενῶν εἶδα κάποτε στὸν οὐρανὸ ἕνα στίγμα, μιὰ τελεία· ἦταν ἀετός, καὶ σιγὰ – σιγὰ διαγράφοντας κύκλους ἦρθε καὶ κάθισε μεγα­λοπρεπῶς πάνω σ᾽ ἕνα βράχο. Καὶ κάθισα καὶ σκεπτόμουν· ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, ποὺ ἡ Ἀ­ποκάλυψις τὸν ὀνομάζει ἀετὸ μεγαλοπτέρυγα (βλ. Ἀπ. 12,14), κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, σ᾽ αὐτὴ τὴ σκό­νη μέσα στὸ ἄπειρο· ἦρθε μέσα στὸ σπήλαιο.

Γιατί ἦρθε; ποιός τὸν ἔφερε ἐδῶ κάτω; Μία λέξις· ἡ ἀγάπη! Ὅλο τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἴσον ἀγάπη. Ὤ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ! Αὐτὴ τὸν κατέβασε ἀπὸ τὰ οὐράνια στὴ Γῆ ἀνάμεσά μας· αὐτὴ τὸν ἔκανε νὰ μὴν ἡ­συχάζῃ ἀλλὰ νὰ κηρύττῃ μέρα – νύχτα τὸ «Μετα­νοεῖτε» (Ματθ. 4,17)· αὐτὴ τὸν ἔφερε ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ἰορδάνη μέχρι τὸ Γολγοθᾶ, τὸ σταυρὸ καὶ τὸ θάνατο· αὐτὴ τέλος τὸν κατέβα­­σε μέχρι τὸν ᾅδη, ὅπου πάλεψε μὲ τὸ χάρο καὶ τὸ νίκησε. Ἔτσι πῆρε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ὕ­ψωσε. Μέχρι ποῦ τὸν ὕψωσε; μέχρι ἐκεῖ ποὺ εἶ­νε ὁ ἴδιος, μέχρι τὸν οὐρανό. Ἀναλογισθῆτε ποῦ ἦταν, ποῦ κατέβηκε, καὶ ποῦ ἀνέβηκε.

Κι ὅταν πλέον ὡς ἄνθρωπος ἐγκατέλειψε τὸ φλούδι αὐτὸ τῆς Γῆς, δὲν ἄφησε τὸν κόσμο ἔτσι· ὥρισε κάποιον ἄλλον νὰ συνεχίζῃ τὸ ἔρ­γο του. Ἔχει λοιπὸν διάδοχο. Κι ὅποιος δὲν ἀ­­κούει τὸ διάδοχό του, δὲν ἀκούει τὸ Χριστό. Ποιός εἶνε ὁ διάδοχος τοῦ Χριστοῦ; Ἡ Ἐκκλη­σία. Αὐτὴ εἶνε τὸ θεῖο ἵδρυμα, ἡ βασιλεία του, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33. Σύμβ. πίστ. 7) καὶ ποὺ μπροστά της ὅλοι οἱ ἀνθρώπινοι διεθνεῖς ὀρ­γανισμοὶ εἶνε ἕνα πελώριο μηδενικό.

Στὴν Ἐκκλησία, τὸ θεῖο καθίδρυμα ποὺ ὁ Κύ­ριος ἔχτι­σε μὲ τὸ τίμιο αἷμα του, ἔδωσε ὅ­λη τὴ δύναμι νὰ συνεχίζῃ τὸ ἔργο του. Τὴν ἐφωδί­ασε μὲ ὅλα τὰ μέσα, νὰ λειτουργῇ μὲ τάξι καὶ ἁρμονία. Ἔταξε πρόσωπα νὰ διακονοῦν τὸ μεγάλο σκοπό. Ποιά εἶνε τὰ πρόσωπα αὐτά; Τὰ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος. «Καὶ αὐτός», λέει, ὁ Χρι­στός, γιὰ τὴ σωτηρία μας «ἔδωκε τοὺς μὲν ἀ­ποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁ­γίων…» (Ἐφ. 4,11).

⃝ Πρῶτα εἶνε οἱ ἀπόστολοι· οἱ δώδεκα, ὁ στε­νὸς κύκλος, καὶ οἱ ἑβδομήκοντα, ὁ εὐρύτερος, ποὺ μὲ τὴ δύναμί του πέταξαν σ᾽ Ἀνατολὴ καὶ Δύσι, γιὰ ν᾽ ἀκουστῇ παντοῦ τὸ κήρυγμα.

⃝ Εἶνε κατόπιν οἱ προφῆτες. Ὑπάρχει μία ἐ­σφαλμένη ἀντίληψις, ὅτι προφῆτες ἦταν μέχρι τὸ Χριστό· μετὰ Χριστὸν δὲν ὑπάρχει προφήτης, λένε. Ὄχι! τὸ διαψεύδει ὁ ἀπόστο­λος σήμερα· ὁμιλεῖ γιὰ προφῆτες τῆς καινῆς διαθή­κης. Τὸ προφητικὸ χάρισμα ὑ­πάρχει καὶ με­τὰ Χριστόν. Ἀπόδειξις οἱ νεώτεροι προφῆτες, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ὁ Παπουλάκος. Πρὸ Χριστοῦ οἱ προ­φῆ­τες φώναζαν· Ἔρχεται! Τὸν καιρὸ τοῦ Χριστοῦ ἔλεγαν· Ἦλθε! Καὶ με­τὰ Χριστὸν λένε· Θὰ ἔλθῃ πάλι ὁ Βασιλεύς, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρα­νίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φιλ. 2,10). Οἱ προφῆτες τρόπον τινὰ ἀνεβαίνουν στὰ καμ­παναριά, χτυποῦν τὶς καμπάνες καὶ φωνάζουν στὸν κόσμο· «Ξυπνᾶτε, ἁμαρτωλοί!».

Ο Χριστὸς ἔδωσε ἀκόμη στὴν Ἐκκλησία του «εὐαγγελιστάς». Ποιοί εἶνε εὐαγγελισταί; Εἶ­νε αὐτοὶ ποὺ συνέγραψαν τὰ τέσσερα εὐαγγέλια, κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μένουν στάσιμοι σ᾽ ἕ­να μέρος ἀλλὰ περιοδεύουν καὶ κηρύττουν.

Τέλος ἔδωσε, λέει, καὶ «τοὺς ποιμένας καὶ δι­­δασκάλους» ποὺ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τί θὰ πῇ ποιμένας; Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριά, ἔχετε δεῖ βοσκό· πῶς ἀγα­πᾷ καὶ φροντίζει τὰ πρόβατά του καὶ πῶς μόλις φανῇ λύκος τὰ προστατεύει καὶ τὰ ἀσφαλίζει στὸ μαντρί. Καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τί εἶ­νε· τὸ μαντρὶ τοῦ Χριστοῦ. Πρόβατα εἶστε σεῖς. Τσο­πάνηδες πρέπει νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ φορέσα­με τὸ ῥάσο· καὶ πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦ­με γιὰ σᾶς καὶ νά ᾽μαστε ἕτοιμοι νὰ παλέψουμε μὲ τοὺς λύκους. Καὶ μαζεύτηκαν καὶ γυρο­φέρ­νουν πολλοὶ λύκοι. Ἀλλοίμονό μας ἂν ἀπο­κοιμηθοῦμε! θὰ εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ λεγώμαστε ἱερεῖς καὶ ἱεράρχες, θὰ εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ φέρουμε τὴ στολὴ τοῦ ὀρθοδόξου κληρικοῦ.
* * *

Ὑπάρχουν τέτοιοι ποιμένες, ἕτοιμοι νὰ θυσι­άσουν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ ποίμνιο; Δὲν θέλω νὰ εἶμαι ἀπαισιόδοξος, ἀγαπητοί μου· θὰ τελει­ώσω μὲ ἐλπίδα. Ἕνα ἔθνος, ποὺ γέννησε ἥ­ρωες καὶ μάρτυρες, δὲν ἐστείρευσε ἡ πηγή του, ὄχι. Ἡ πατρίδα μας εἶπε πολλὰ τραγούδια, δὲν εἶ­πε ὅμως ἀκόμη τὸ τελευταῖο της τρα­γού­δι· θὰ τὸ πῇ κι αὐτὸ στὸν κόσμο αὐτὸν τῆς ῥαστώνης, τῆς κακοηθεί­ας καὶ διαφθορᾶς. Ὑ­πάρχουν ποιμένες. Ὄχι αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλη­σία, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Νὰ παρακαλέσουμε τὸ Χριστό, ὅσοι εἶ­στε γο­νεῖς νὰ δώσετε στὴν Ἐκ­κλησία νέους Χρυσοστόμους, Βασιλείους καὶ Γρηγορίους. Γιατὶ στὸ ῥάσο καὶ στὴν Ἐκκλησία εἶνε ἡ ἐλπίδα. Νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεός, ὅλοι, στὰ χρόνια ποὺ ζοῦμε, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα νὰ ἔχουμε τὴν πίστι τὴν ὀρθόδοξο, νὰ τὴ φυλάξουμε, καὶ νὰ ὑ­μνοῦμε ἡμέρα καὶ νύχτα Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅ­γιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Κυνοσάργους – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 12-1-1964 πρωί.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 93α΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).