Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2195
Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως
6 Ἰουνίου 2019
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ κ᾽ ἐμεῖς!
«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.)
Ἑορτὴ δεσποτική, ἀγαπητοί μου· ἔτσι ὀνομάζεται ἡ σημερινὴ ἑορτή, γιατὶ ἑορτάζει ὁ δεσπότης Χριστός. Στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία τὸ Χριστὸ τὸν ἔλεγαν «Ἀφέντη» ποὺ διαφεντεύει· «ἀφέντης» εἶνε αὐτὸς ποὺ δεσπόζει παντοῦ, ἐξουσιάζει τὰ πάντα.
Οἱ ἅγιοι ἑορτάζουν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ὁ Χριστὸς ἑορτάζει πολλές. Δεσποτικὲς ἑορτὲς εἶνε τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, ἡ Ὑπαπαντή, ἡ Μεταμόρφωσις, καὶ πρὸ παντὸς τὸ Πάσχα. Μετὰ τὴν Ἀνάστασι λοιπὸν ἔρχεται σήμερα ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως.
Τί ἑορτάζουμε σήμερα; Σύντομα καὶ ἁπλᾶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε.
* * *
Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἀνάστασί του ἔμεινε σαράντα μέρες ἐπάνω στὴ Γῆ· καὶ ἐμφανιζόταν σὲ πολλούς. Τὸν εἶδαν οἱ μυροφόρες, οἱ ἀπόστολοι, ὁ Θωμᾶς ποὺ εἶπε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28). Τελευταία ἐμφάνισί του εἶνε ἡ σημερινή. Ἀφοῦ βεβαιώθηκαν ὅλοι γιὰ τὴν ἀνάστασί του, ὁ Χριστὸς βγῆκε μαζί τους ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα μέχρι τὴ Βηθανία, σ᾽ ἕνα βουναλάκι, στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν (βλ. Λουκ. 24,50).Ἐκεῖ στάθηκε. Γύρω του ἦταν ἡ Παναγία, ὅλοι οἱ μαθηταὶ πλὴν τοῦ Ἰούδα, καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Τοὺς εἶχε μιλήσει γιὰ τελευταία φορά, ὅπως ὁ πατέρας μιλάει στὰ παιδιά του· εἶπε λόγια χρυσᾶ, ἀνεκτίμητα, γιατὶ αὐτοὶ θὰ ἔμεναν στὸν κόσμο. Τοὺς εἶπε νὰ μὴ φύγουν ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, ἕως ὅτου ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ τότε πάνοπλοι νὰ βγοῦν νὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιο σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ρώτησε· Πότε, Κύριε, θὰ ἐγκαταστήσῃς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Καὶ ὁ Χριστὸς ἀπήντησε –ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ καὶ οἱ χιλιασταί–, ὅτι δὲν εἶνε στὴν ἁρμοδιότητά τους νὰ γνωρίζουν «χρόνους καὶ καιροὺς» ποὺ ἔχει στὴν ἐξουσία του ὁ οὐράνιος Πατέρας (Πράξ. 1,6-7). Εἶνε ἄγνωστη ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔρθῃ ὁ Κύριος. Μπορεῖ ἡ δευτέρα παρουσία νὰ γίνῃ καὶ σήμερα, μπορεῖ καὶ αὔριο, ἢ καὶ μετὰ δέκα, ἑκατό, χίλια καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Θὰ ἔρθῃ ξαφνικά, ὅπως ὁ κλέφτης μέσ᾽ στὴ νύχτα (βλ. Ματθ. 24,43. Ἀπ. 3,3· 16,15· πρβλ. Α΄ Θεσ. 5,2. Β΄ Πέτρ. 3,10). Ὅπως δὲν γνωρίζουμε πότε θὰ πεθάνουμε, ἔτσι δὲν ξέρουμε καὶ πότε θὰ γίνῃ ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου.
Ἀφοῦ τοὺς παρηγόρησε, σήκωσε τὰ χέρια καὶ τοὺς εὐλόγησε. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας! Μπορεῖ ὁ παπᾶς στὴν ἰδιωτική του ζωὴ νὰ μὴν εἶνε ὅπως πρέπει· φόρεσε ὅμως τὸ πετραχήλι καὶ ὕψωσε τὰ χέρια; τὰ χέρια του δὲν εἶνε πλέον χέρια ἀνθρώπου, εἶνε χέρια τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὸ πιστεύῃς, ἔλα στὴν ἐκκλησία· ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι. Εὐλογεῖ ὁ παπᾶς· εὐλογεῖ τὰ στέφανα τοῦ γάμου, τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος στὴν κολυμβήθρα, τὰ χωράφια, τὰ ζῷα, τὰ πάντα. Ἔτσι ὁ Χριστὸς «εὐλόγησεν αὐτούς» (Λουκ. 24,50).
Καὶ μετά; Ἔγινε κάτι ἐκπληκτικό. Τὰ ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ περπάτησαν βουνὰ – λαγκάδια ὣς τὸ μικρότερο χωριό, τὰ πόδια ποὺ καρφώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ μάτωσαν, ἀποσπάσθηκαν καὶ δὲν ἄγγιζαν πιὰ τὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς ἄρχισε νὰ ὑψώνεται, ν᾽ ἀνεβαίνῃ! «Ἀνεφέρετο», λέει, «εἰς τὸν οὐρανόν» (Λουκ. 24,51)· κι αὐτοὶ τὸν κοίταζαν μέχρι ποὺ τὸν ἔχασαν.
–Ἄ, ἀπίστευτα πράγματα, θὰ πῇ ὁ ἄπιστος.
Ἀλλὰ τί τὸ παράξενο; Δὲν βλέπεις; Ὁ καπνὸς πάει πρὸς τὰ πάνω, ὁ ἀετὸς πετάει ψηλά, ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται μὲ ἀερόστατα καὶ ἀεροπλάνα, βγαίνει καὶ μὲ πυραύλους στὸ διάστημα. Ἂν λοιπὸν συμβαίνουν αὐτὰ ἐντὸς τῶν φυσικῶν ὅρων, πόσο μᾶλλον ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἔχει τὴ δύναμι ν᾽ ἀνυψώνεται στὸν φυσικὸ καὶ τὸν πνευματικὸ οὐρανό, πάνω ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, στὸν θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος;
Πῶς πῆγε ἐκεῖ, ὡς Θεός; Ὄχι· διότι ὡς Θεὸς δὲν ἔλειψε ποτέ ἀπ᾽ ἐκεῖ· ἐκεῖ ἦταν πάντοτε μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τώρα πῆγε ἐκεῖ καὶ ὡς ἄνθρωπος.
* * *
Τί μᾶς διδάσκει, ἀγαπητοί μου, μὲ ὅλο τὸ περιεχόμενό της ἡ σημερινὴ ἑορτή;
Ὁ ἄνθρωπος προτοῦ νὰ βαπτισθῇ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἕνα ἀδύναμο πλάσμα, ἕνα βεβαρημένο ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὄν, μία ἀφώτιστη ὕπαρξι. Μετὰ τὸ βάπτισμα γίνεται ἄγγελος. Τὸ νεοφώτιστο παιδάκι ἀστράφτει. Πολλὲς μανάδες στὸν Πόντο, ἅγιες γυναῖκες, ἔβλεπαν τὸ παιδί τους ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα νὰ λάμπῃ· δὲν εἶνε πλέον τότε παιδὶ τοῦ ἄλφα ἢ τοῦ βῆτα, εἶνε παιδὶ τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἑνωμένο μὲ τὸ Χριστό.
Ὅπως τὸ κεφάλι μας εἶνε ἑνωμένο μὲ τὸ κορμί μας, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ἑνωμένος μὲ ὅλους τοὺς βαπτισμένους. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ κεφαλή μας, κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε σῶμα του. «Ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 12,27). Κι ὅπως τὸ κεφάλι δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν του.
Ἔχετε δεῖ νὰ κολυμπᾷ κάποιος στὴ θάλασσα; Ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερὸ βλέπεις μόνο τὸ κεφάλι, τὸ κορμί του εἶνε μέσα στὸ νερό. Κ᾽ ἐμεῖς λοιπόν, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρος καὶ λαός, εἴμαστε μέσα στὴ θάλασσα, βυθισμένοι σὲ ἀκάθαρτα νερά, καὶ παλεύουμε. Ἀλλὰ ἡ κεφαλή μας, ὁ Χριστός, εἶνε ἔξω ἀπὸ τὰ νερά, πάνω ἀπὸ τὴ διαφθορὰ τοῦ κόσμου· γι᾽ αὐτὸ δὲν φοβόμαστε. Ὅσο ὁ κολυμβητὴς ἔχει ἔξω τὸ κεφάλι του, δὲν φοβᾶται· ἂν βυθιστῇ, κινδυνεύει νὰ πνιγῇ. Κ᾽ ἐμεῖς, ὅσο εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν κεφαλή μας, τὸ Χριστό, δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ καταποντιστοῦμε. Κεφαλή μας δὲν εἶνε ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα ἄνθρωπος, ποὺ πεθαίνει· εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἡ Ἀνάληψις λοιπὸν μᾶς διδάσκει ὅτι, ὅπου εἶν᾽ ὁ Χριστός, ἐκεῖ πρέπει νά ᾽μαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὸν οὐρανό, στὸν κόσμο τῶν ἀθανάτων πνευμάτων. Κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν ἐκεῖ νὰ στρέφουμε νοῦ καὶ ψυχή. Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι μιὰ μάνα καὶ ἔκλαιγε· Τὸ παιδί μου πῆγε στὴν Αὐστραλία, δουλεύει στὸ Σίδνεϋ· τὸ σκέπτομαι μέρα – νύχτα· στὴ Φλώρινα εἶνε τὸ κορμί μου, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου εἶνε ἐκεῖ… Ἀκοῦτε τί εἶπε ἡ μάνα αὐτή; Ὅποιος ἀγαπάει, ταξιδεύει μὲ τὸ νοῦ του ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ ἀγαπητοί του. Κ᾽ ἐμεῖς, ἂν πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαποῦμε τὸ Χριστό, ἡ καρδιά μας θὰ πετάῃ κοντά του. Ὁ Χριστὸς εἶνε στὰ οὐράνια· κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας», ψηλὰ οἱ καρδιές μας! (θ. Λειτ.).
Τὸ κάνουμε αὐτό; Δὲν τὸ κάνουμε. Τὰ ζῷα ἔχουν τὸ κεφάλι κάτω, ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὰ πάνω, γιὰ νὰ νὰ κοιτάζῃ τὸν οὐρανό, ὅπου εἶνε ὁ προορισμός του. Ἀλλὰ ἐμεῖς παθαίνουμε ὅ,τι ἔπαθε ἕνας ἀετός, ποὺ τὸν ἔπιασαν, τοῦ ἔδεσαν βαρίδια στὰ πόδια, χτυποῦσε τὰ φτερά του, μὰ ἀπ᾽ τὸ βάρος δὲν μποροῦσε νὰ πετάξῃ· ὥσπου ἔσκασε. Θέλουμε κ᾽ ἐμεῖς, νὰ πετάξουμε (νὰ γίνουμε δίκαιοι, φιλάνθρωποι, εὐεργέτες, εὐσεβεῖς, ἅγιοι)· δὲν μᾶς ἀφήνουν ὅμως τὰ βαρίδια, τὰ ἐλαττώματα, οἱ ἀδυναμίες· κι ὁ ἀετός, ἀντὶ νὰ πετάῃ ψηλά, κυλιέται στὰ κόπρια.
Ἄνθρωπος θὰ πῇ, αὐτὸς ποὺ βλέπει ἄνω, τὸν οὐρανό. Ἀλλὰ μέσα σὲ χίλιους ζήτημα νὰ βρῇς ἕναν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Διογένης γύριζε μέρα-μεσημέρι μὲ τὸ φανάρι καὶ ἔλεγε «Ἄνθρωπον ζητῶ»· ἄνθρωπο μὲ καλωσύνη, ἀγάπη, εὐσέβεια, ἀλήθεια, τιμιότητα, εἰλικρίνεια, φόβο Θεοῦ! Ποῦ νὰ βρεθῇ τώρα; Σπάνιο πρᾶγμα.
Γίναμε σὰν τὰ ζῷα· μᾶς ταιριάζει τὸ ῥητὸ τοῦ ψαλμῳδοῦ «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο; λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν εἶσαι πονηρὸς σὰν τὴν ἀλεποῦ, ἁρπακτικὸς σὰν γεράκι, σκληρὸς σὰν τὸ λύκο, αἱμοβόρος σὰν τὴν τίγρι, μνησίκακος σὰν τὴν καμήλα, φαρμακερὸς σὰν τὸ φίδι; Ἤξερα μιὰ νιόπαντρη κοπέλλα, ποὺ κάποιος τὴ συκοφάντησε μὲ ἀνώνυμο γράμμα, κι αὐτὴ ἔλειωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ πέθανε· δὲν σκοτώνει κανεὶς μόνο μὲ μαχαίρι ἢ πιστόλι, σκοτώνει καὶ μὲ τὴ γλῶσσα. Χειρότεροι κι ἀπ᾽ τὰ θηρία γίναμε. Ἕνα λιοντάρι τρώει πέντε – δέκα ἀρνιὰ ἢ ἀνθρώπους καὶ τελείωσε. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε φοβερώτερο θηρίο, θηρίο ἐπιστημονικό· πατάει κουμπιά, ῥίχνει πυρηνικὲς βόμβες σὰν νταμιτζάνες καὶ θερίζει πόλεις ὁλόκληρες σὰν τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν Ἀθήνα, τὸ Βελιγράδι, τὴ Σόφια, τὴ Μόσχα. Ζούγκλα ἔγινε ὁ κόσμος. Ἂς φοράῃ ὁ ἄλλος κουστούμι, ἂς μιλάῃ μὲ διπλωματία, ἂς ζῇ μὲ ὅλα τὰ σύγχρονα μέσα, ἂς ἔχῃ αὐτοκίνητα, τηλεοράσεις κ.τ.λ.· καλύτερα νὰ ἔλειπαν αὐτά. Στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία φωτίζονταν μὲ δᾳδιά, ἀλλὰ εἶχαν καρδιά, ἀγάπη, ὁμόνοια, πολιτισμό. Τώρα καταντήσαμε χειρότερα κι ἀπ᾽ τὴ ζούγκλα.
* * *
Τί θὰ γίνῃ λοιπόν; ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι· μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»! Πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ γονεῖς καὶ οἱ παπποῦδες μας, πρὸς τὴν αἰώνια πατρίδα μας. Ἐκεῖ ἡ καρδιά μας πάντοτε, γιὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος