αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου
Διδάκτορος Θεολογίας
Η παρούσα διάλεξη έγινε από τον π. Γρ. Κων/νου στις 05.12.2016 προσκληθείς από το Σωματείο «Μακεδονικός Παρατηρητής», στη Θεσσαλονίκη σε στελέχη προετοιμαζόμενα για τον αντιαιρετικό αγώνα. Κατόπιν λοιπόν παρακλήσεως προς τον π. Γρηγόριο μας παραχώρησε την άδεια να το αναρτήσουμε στο Ιστολόγιο μας προς ενημέρωση των αναγνωστών μας. Λόγω λοιπόν του μήκους του κειμένου θα αναρτηθεί σε δυο μέρη.
Στο πρώτο μέρος της διάλεξής μας για «την προσευχή και τον διαλογισμό» που μπορείτε να βρείτε στο ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟασχοληθήκαμε με 1. Τι είναι προσευχή 2. Προϋποθέσεις προσευχής 3. Τα είδη της προσευχής 4. Τι είναι διαλογισμός Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με 1. Τις Κατηγορίες διαλογισμού και 2. Το κριτικό ερώτημα, Διαλογισμός ή προσευχή;
2.2. Κατηγορίες διαλογισμού
Υπάρχουν πολλές πνευματικές σχολές και πάρα πολλά είδη διαλογισμών. Πολύ απλοϊκά θα μπορούσαμε να τους διαχωρίσουμε σε δύο μεγάλες βασικές κατηγορίες: Τον διαλογισμό μέσα στον οποίο αποκλειστικά γίνεται προσπάθεια επίτευξης εσωτερικής γαλήνης και σιωπής, όπου η ενεργητική ενασχόληση του διαλογιζόμενου αφορά το συνειδητό έλεγχο του νου και της ευθυγράμμισης με τον Ανώτερο Εαυτό και την Ψυχή (δηλ. το θείο). Αυτό βέβαια θα μπορεί να συνδυαστεί με τη χρήση ήχου ή ήχων, μάντρας, οπτικών ερεθισμάτων όπως σύμβολα, φλόγες, μάνταλες κ.ά.
Ο Νατζέμυ, ένας διαλογιστής γράφει: «Με την προσευχή και την ειλικρινή προσήλωση μπορούμε να γίνουμε μετασχηματιστές πνευματικής ενέργειας σε υλική αρμονία. Σαν τα φυτά που παίρνουν την ηλιακή ενέργεια από τον ήλιο και τη χρησιμοποιούν για να ενώσουν τούς υδατάνθρακες με το οξυγόνο και να φτιάξουν ζάχαρη, άμυλα και άλλα θρεπτικά συστατικά, έτσι κι εμείς θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε πνευματική ενέργεια για να δημιουργήσουμε σκέψεις, ιδέες, λόγια και πράξεις που θα κάναν τον κόσμο καλύτερο. Με τον καθημερινό διαλογισμό μπορούμε να αφομοιώνουμε πνευματική ενέργεια και εσωτερική ηρεμία και να τη διοχετεύουμε στους άλλους γύρω μας με τη μορφή αγάπης, συμπόνιας, κατανόησης και εξυπηρέτησης, ώστε αυτό θα μάς δώσει ευτυχία και εσωτερική αγαλλίαση», (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 276).
Ο Νάτζεμυ προσθέτει ότι δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσει κανείς παραδοσιακές προσευχές. Μπορούμε να προτιμήσουμε κάτι πιο αυθόρμητο. Κάθε σκέψη έχει μέσα της μια πνευματική δύναμη. Η διαφορά έγκειται στην ένταση της «δόνησης»: Μπορούμε ακόμη να δημιουργήσουμε τη δικιά μας αυθόρμητη επικοινωνία, ανάλογα με τα αισθήματα εκείνης της στιγμής. Και τα δύο είναι πολύτιμα. Οι παραδοσιακές προσευχές έχουν δημιουργηθεί από φωτισμένα άτομα, όπως (το Πάτερ ημών από τον ίδιο τον Χριστό) ώστε να έχουν μια ιδιαίτερη πνευματική δόνηση. Επίσης, με τη συνεχή επανάληψη για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα, από δισεκατομμύρια ανθρώπους, τα λόγια αυτά απέκτησαν μια δική τους πνευματική δύναμη. Κάθε ανθρώπινη σκέψη και λόγος εμπεριέχει κάποια πνευματική δύναμη.
Όταν τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων έχουν προσευχηθεί με τα ίδια τους τα λόγια, στον ίδιο θεό για χιλιάδες χρόνια, δημιουργείται μια τεράστια συγκέντρωση πνευματικής δύναμης, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, όπως υποστηρίζουν όλοι αυτοί που ασχολούνται με τον διαλογισμό. (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 223-224).
Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο των λόγων, αλλά η «φόρτισή» της που επιτυγχάνεται με την «πνευματική δύναμη», εξαιτίας της χρησιμοποίησής τους από «δισεκατομμύρια ανθρώπους». Αυτή η συγκέντρωση «πνευματικής δύναμης» που αποκτά ο άνθρωπος δημιουργείται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα.
Δεν έχει σημασία το περιεχόμενο των λόγων, αλλά η «φόρτισή» της που επιτυγχάνεται με την «πνευματική δύναμη», εξαιτίας της χρησιμοποίησής τους από «δισεκατομμύρια ανθρώπους». Αυτή η συγκέντρωση «πνευματικής δύναμης» που αποκτά ο άνθρωπος δημιουργείται ανεξάρτητα από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα.
Και δεν έχει καμιά σημασία αν πούμε το «πάτερ ημών ο εν τοίς ουρανοίς» ή «Σατανά βοήθησέ με, είμαι δικός σου, γεννηθήτω το θέλημά σου»! Άλλωστε στον απόλυτο μονισμό δεν υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στον Υιό τού Θεού και στον Εωσφόρο, στον Χριστό και στον Διάβολο. Και οι δύο είναι «διαφορετικές όψεις του ίδιου πράγματος». Ο Νάτζεμυ μιλάει για «ενέργεια». Βέβαια εδώ σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για τίς Θείες ενέργειες τού Τριαδικού Θεού ως αποτέλεσμα της αγάπης και της ελευθερίας. Δεν πρόκειται για τη Θεία Χάρη αλλά για την ενέργεια που προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, με αυτόματες, μηχανιστικές διαδικασίες, μέσω των τεχνικών που προσφέρει ο διαλογισμός.
Διευκρινιστικά παρατηρούμε εδώ πώς ο Νάτζεμυ αναφέρεται στη δοξασία του κάρμα και τής μετενσάρκωσης, που αποτελεί το θεμέλιο τού διαλογισμού. Ο κάθε άνθρωπος, με βάση τίς καρμικές σχέσεις από προηγούμενες ζωές, «διαλέγει» τους γονείς του, τον τόπο που θα γεννηθεί, τη θρησκεία πού θα έχει, το επάγγελμα κ.ο.κ. Ολόκληρη η ζωή του αποτελεί είδος κινηματογραφικής ταινίας, που είναι γραμμένη και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αλλάξει. Πρέπει να «παιχθεί».
Ο καθένας έχει τη δυνατότητα να παίξει το ρόλο του «χωρίς προσκόλληση» και «ταύτιση», σαν να μην τον αφορά το τί του συμβαίνει ή θα του συμβεί. Όλες οι πράξεις του, ανεξάρτητα από το αν εμείς τίς θεωρούμε καλές ή κακές, αν διαπραχθούν «χωρίς ταύτιση», είναι εξίσου άγιες, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Και το ένα και το άλλο είναι προσδιορισμένα από το «κάρμα» και αναπόφευκτα. Έτσι ο καθένας που έχει «διαλέξει» το «θρησκευτικό περιβάλλον» με τίς «καρμικές σχέσεις» του από προηγούμενες ζωές, μπορεί να χρησιμοποιήσει σύμβολα, ονόματα, προσευχές από το περιβάλλον αυτό. Το αποτέλεσμα είναι πάντοτε το ίδιο! (για το θέμα αυτό μπορεί κανείς να πληροφορηθεί περισσότερα διαβάζοντας τον π. Αντώνιο Αλεβιζόπουλο, Μετενσάρκωση ή ανάσταση; Ορθόδοξη θεώρηση του κακού, Πρέβεζα 1992).
3. Το κριτικό ερώτημα, Διαλογισμός ή προσευχή;
Όποιος συγχέει το διαλογισμό με την προσευχή, εισάγει εξωχριστιανική αντίληψη για την προσευχή και βγαίνει έξω από τον πνευματικό χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Μετατρέπει την προσευχή σε «τεχνική», πού δραστηριοποιεί δήθεν εσωτερικές δυνάμεις με αυτόματες διαδικασίες, που σε τελική φάση δε βρίσκονται σε σχέση ή σε αναφορά με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ας το δούμε αυτό με βάση τα κείμενα της «Οικουμενικής θρησκείας» τής «Αρμονικής Ζωής» ή της «Οικουμενικής Φιλοσοφίας», όπως αναφέρει ο Νάτζεμυ: «Η προσευχή προσδιορίζεται ως επικοινωνία με το “Οικουμενικό Πνεύμα”, που όμως είναι “μέσα μας”. Οπότε επικοινωνία σημαίνει απλώς να σταματάμε προσωρινά το ατέρμονο τρέξιμο του νου προς εξωτερικά γεγονότα, επιθυμίες, προσκολλήσεις, φόβους και προσδοκίες. Σημαίνει να κατευθύνουμε την προσοχή μας στην εσωτερική ηρεμία, για να μπορούμε να σκεφτούμε καθαρά γι’ αυτά πού συμβαίνουν μέσα μας λέγοντάς τα στο φίλο, την αληθινή μητέρα ή τον αληθινό πατέρα. Ακριβώς όπως αναφέρουμε στους κοντινούς μας αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας, έτσι μιλάμε για τα βαθύτερα συναισθήματά μας, τα ερωτήματά μας, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μας και την ανάγκη μας στον Οικουμενικό Εαυτό» (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 23).
3. Το κριτικό ερώτημα, Διαλογισμός ή προσευχή;
Όποιος συγχέει το διαλογισμό με την προσευχή, εισάγει εξωχριστιανική αντίληψη για την προσευχή και βγαίνει έξω από τον πνευματικό χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Μετατρέπει την προσευχή σε «τεχνική», πού δραστηριοποιεί δήθεν εσωτερικές δυνάμεις με αυτόματες διαδικασίες, που σε τελική φάση δε βρίσκονται σε σχέση ή σε αναφορά με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ας το δούμε αυτό με βάση τα κείμενα της «Οικουμενικής θρησκείας» τής «Αρμονικής Ζωής» ή της «Οικουμενικής Φιλοσοφίας», όπως αναφέρει ο Νάτζεμυ: «Η προσευχή προσδιορίζεται ως επικοινωνία με το “Οικουμενικό Πνεύμα”, που όμως είναι “μέσα μας”. Οπότε επικοινωνία σημαίνει απλώς να σταματάμε προσωρινά το ατέρμονο τρέξιμο του νου προς εξωτερικά γεγονότα, επιθυμίες, προσκολλήσεις, φόβους και προσδοκίες. Σημαίνει να κατευθύνουμε την προσοχή μας στην εσωτερική ηρεμία, για να μπορούμε να σκεφτούμε καθαρά γι’ αυτά πού συμβαίνουν μέσα μας λέγοντάς τα στο φίλο, την αληθινή μητέρα ή τον αληθινό πατέρα. Ακριβώς όπως αναφέρουμε στους κοντινούς μας αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μας, έτσι μιλάμε για τα βαθύτερα συναισθήματά μας, τα ερωτήματά μας, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη μας και την ανάγκη μας στον Οικουμενικό Εαυτό» (Οικουμενική φιλοσοφία, σ. 23).
Όταν λοιπόν οι οπαδοί των γκουρού «προσεύχονται», δεν τρέχει ο νους τους «προς τα έξω», αλλά διαλογίζονται τα γεγονότα «μέσα τους». Ο «φίλος», ο «πατέρας», ο «αδελφός», δεν είναι ο Χριστός, αλλά ο «Οικουμενικός Εαυτός». Ακόμη κι αν χρησιμοποιούν την προσευχή τού Χριστού, το «Πάτερ ημών», δεν στρέφονται προς κάποιο Θεό έξω από τον εαυτό τους. Ενώ «προσεύχονται», μένουν εντελώς μόνοι και βυθισμένοι σε απέραντη μοναξιά, χωρίς να έχουν τη συναίσθηση πως υπάρχει εκεί και κάποιος άλλος, που μπορεί να τούς προσφέρει το έλεός Του, την βοήθεια, την αγάπη ή τη στοργή Του. Η λεγόμενη προσευχή είναι «άνοιγμα» προς τον «εαυτό», όχι προς κάποιον Θεό έξω από τον άνθρωπο. Ο Νάτζεμυ υπογραμμίζει ιδιαίτερα: «Αυτό ονομάζεται προσευχή. Πολύ απλά, ν’ ανοίγουμε την καρδιά μας στο οικουμενικό ον. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό με τη βοήθεια παραδοσιακών προσευχών, όπως είναι το Πάτερ Ημών ή άλλες προσευχές που μας έχουν δοθεί από το θρησκευτικό μας περιβάλλον, που εμείς έχουμε διαλέξει, όταν διαλέξαμε τον τόπο που θα γεννηθούμε και τούς γονείς μας».
Ο όρος προσευχή αποκτά στις γκουρουϊστικές ομάδες διαφορετικό περιεχόμενο, που προσδιορίζει μια εξωχριστιανική αντίληψη για την προσευχή. Πρόκειται για μια «τεχνική», που, όπως διακηρύσσεται, φέρνει σε κάθε περίπτωση αποτελέσματα, με τρόπο μηχανιστικό. Αυτή η ενέργεια, ως καρπός μιας τέτοιας τεχνικής, αντλείται μέσα από τον άνθρωπο, με μια συνοπτική διαδικασία του «μετασχηματισμού», χωρίς να υπάρχει τίποτε το υπερβατικό. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με την έννοια του διαλογισμού. Ο διαλογιζόμενος δηλ. ο «προσευχόμενος» γίνεται μετασχηματιστής της ενέργειας. Είναι ο δημιουργός των σκέψεων, των ιδεών, που μεταβάλλονται σε πράξεις, προκαλώντας «εκπληκτικά φαινόμενα», υποστηρίζουν οι οπαδοί του διαλογισμού και τής «θετικής σκέψης». Με τον διαλογισμό «μετασχηματίζουμε» την πνευματική ενέργεια «μέσα μας», εσωτερικά για να τη διοχετεύσουμε στη συνέχεια προς τα έξω. Στη περίπτωση αυτή δεν μεσολαβεί τίποτε εκτός από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος μένει εντελώς μόνος και έρημος.
Όμως για την χριστιανική προσευχή όπως γνωρίζουμε είναι ανάγκη να υπάρχουν δύο στοιχεία: Αυτός που προσεύχεται, και Εκείνος που γίνεται αποδέκτης τής προσευχής μας. Αυτός πού παρακαλεί με το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» και Εκείνος που απαντά κατά το πλούσιο έλεός Του.
Η χριστιανική προσευχή δεν είναι «στροφή προς τα έσω», αλλά απευθύνεται πάντοτε προς τον «αντικριστό του ανθρώπου», που είναι ο Θεός επικαλούμενος την αγάπη και το έλεός Του. Η προσευχή είναι ένα «άνοιγμα» του ανθρώπου στη θεία αγάπη, που αισθάνεται πως από μόνος του είναι αδύναμος και ανίκανος να υψωθεί πέρα από την κτιστή πραγματικότητα. Γι’ αυτό επικαλείται την αγάπη και τη δωρεά τού Θεού. Η απάντηση στην προσευχή δεν προέρχεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά από τον Θεό. Όποιος δεν κάνει τη διάκριση ανάμεσα στον Θεό και στον εαυτό του, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ούτε να γίνει δέκτης της θεϊκής απάντησης. Η απάντηση αυτή δεν είναι κάποια ενέργεια τυφλής τάξεως, αλλά είναι η χάρις, η δωρεά τού Θεού, μετά του οποίου ο άνθρωπος έρχεται σε αγαπητική κοινωνία μέσω τής προσευχής.
Ο χριστιανός δεν καλείται σε μια καθαρά νοητική προσευχή. Συμμετέχει σ’ αυτήν και σωματικά προσεύχεται καθολικά, με όλη την ύπαρξή του. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί συνηθίζουν να κάνουν στην προσευχή τους και μετάνοιες ή ακόμη να προσεύχονται γονατιστοί. Αυτό είναι ασφαλώς για το σώμα μας μια δυνατότητα να συμμετάσχει κι αυτό στην προσευχή. Το ίδιο παρατηρούμε και για τη νηστεία. Με αυτές τις ασκήσεις ο χριστιανός ταπεινώνει το σώμα του. Αυτή η ταπείνωση προστίθεται στην ταπείνωση του νου. Γιατί με την προσευχή ο άνθρωπος αποδεικνύει τη διάθεσή του να «ταπεινώσει» το νου, αφού εγκαταλείπει την αυτονομία, αναγνωρίζοντας την ανεπάρκειά του προσβλέποντας στη βοήθεια του Θεού.
Ο άνθρωπος τής ταπείνωσης, όχι μόνο τής διανοητικής αλλά και τής καθολικής, έχει τη διαβεβαίωση από τον Θεό πως θα τού δοθεί η δωρεά, η χάρη Του (Ιακώβου 4:6 και 1 Πέτρου 5:5). Αυτός που δεν δείχνει στάση «αιτούντος», αλλά αισθάνεται επάρκεια πιστεύοντας πως όλα υπάρχουν «μέσα του» ώστε από εκεί να μπορεί να τα αντλήσει «αφυπνίζοντας» τρόπον τινά τίς «εσωτερικές» του δυνάμεις, δεν αισθάνεται σε καμιά περίπτωση την ανάγκη της δωρεάς τού Θεού και ο Θεός δεν του επιβάλλεται εκβιαστικά για να του προσφέρει τις ευλογίες Του.
Πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε το πράγμα: Αυτό που δίνει απάντηση στην προσευχή μας είναι ο Θεός. Αυτή η απάντηση είναι καρπός αγάπης και ελευθερίας του Θεού, δεν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού με ειδικές «τεχνικές» προσευχής, όπως χρησιμοποιεί ο διαλογισμός. Αλλά ένας καρπός της αληθινής προσευχής, που ταυτόχρονα είναι και προϋπόθεση, σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη συμμετοχή, που είναι η ταπείνωση. Ο αληθινά προσευχόμενος άνθρωπος αποκτά την συναίσθηση της ύψιστης τιμής που του δίδεται με την προσευχή και ταυτόχρονα του φόβου μήπως δεν φανεί αντάξιος αυτής τής τιμής. Ο αληθινά προσευχόμενος άνθρωπος παραμένει ταπεινός!
Αντίθετα ο διαλογιζόμενος «φουσκώνει», δεν λέγει «Σύ Κύριε», αλλά «Εγώ είμαι Αυτός», δηλαδή «Εγώ είμαι ο Κύριος», «η θεότητα στην ανεκδήλωτη μορφή». Έτσι ο διαλογιζόμενος αντιστρέφει την εντολή τού Θεού και την εφαρμόζει στον εαυτό του: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός... ούκ έσονταί μοι θεοί έτεροι πλήν εμού»! Αν χαρακτηρίσουμε το διαλογισμό «προσευχή», αν εξισώσουμε το διαλογισμό με την προσευχή, τότε η προσευχή αυτή επιστρέφει στον εαυτό μας, γιατί αυτός είναι ο σκοπός του διαλογισμού, να αντιληφθεί ο διαλογιζόμενος πως αυτός ο ίδιος είναι «Κύριος ο Θεός» και πως δεν υπάρχουν άλλοι θεοί πλην από τον εαυτόν του. Σας ευχαριστώ!
ΠΗΓΗ