(Σημ. δ. Κατόπιν της παρακλήσεως του ιδίου του π.Θεοδώρου, δημοσιεύουμε την παρούσα δήλωση διακοπής του μνημοσύνου του επισκόπου του. Το δημοσιεύουμε και σε μορφή pdf).
Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
18ο χλμ. Θεσσαλονίκης-Περαίας
570 19 Ν. Ἐπιβάται
ΤΗΛ.: 23920.24865 FAX: 23920.27402
Θεσσαλονίκη 03.03.2017
Παναγιώτατον
Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης
κ. Ἄνθιμον
Ἐνταῦθα
Θέμα: Δήλωση Διακοπῆς Μνημοσύνου
Παναγιώτατε,
Μετὰ λύπης, ἀλλὰ καὶ πολλῆς πνευματικῆς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης, ἐπιθυμῶ διὰ τοῦ παρόντος νὰ σᾶς γνωστοποιήσω ὅτι, ἀκολουθώντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, διακόπτω τὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γιατὶ σεῖς καὶ πολλοὶ ἄλλοι συνεπίσκοποί σας ἐγκαταλείψατε αὐτὴν τὴν θεία Παράδοση καὶ εὑρίσκεσθε ἐκτὸς τῆς ὁδοῦ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἡ θεάρεστη καὶ ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἐπαινούμενη αὐτὴ ἐνέργεια συμβολικὰ θὰ γίνει τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας (05.03.2017), ὁπότε ἑορτά-ζουμε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ διαβάζουμε τὸ «Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας» μὲ τὰ ἀναθέματα ἐναντίον ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ὥστε νὰ δηλώσουμε καὶ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Θείας Λατρείας ὅτι καταδικάζουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίπτουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀναγνώρισε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ ἀποδέχθηκε τὸν συγκρητιστικὸ καὶ καταστροφικὸ Οἰκουμενισμό.
1. Εἰκονομαχία καὶ Οἰκουμενισμός
Μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ περίπου χρόνια ποὺ ἐπιτρέψαμε τὸ νέφος τῶν αἱρέσεων νὰ θολώνει καὶ νὰ σκοτεινιάζει τὸν καταγάλανο οὐρανὸ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, νὰ διαιρεῖ καὶ νὰ σχίζει τὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα, νὰ διασπᾶ τὴν ἀδιάσπαστη ἀκολουθία καὶ διαδοχὴ τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων, τώρα μὲ τὴ Χάρη καὶ συνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τῶν θεοδιδάκτων καὶ θεοφωτίστων Ἁγίων Πατέρων θὰ συντελέσουμε μὲ τὴν θερμὴ ὀρθόδοξη Ὁμολογία μας, νὰ διαλυθεῖ τὸ νέφος τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως διαλύθηκε τὸ νέφος τῆς Εἰκο-νομαχίας, ἡ ὁποία ταλαιπώρησε καὶ τότε τὴν Ἐκκλησία περισσότερο ἀπὸ ἕνα αἰώνα. Ἐμεῖς κάνουμε τὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρες, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν ἄντεξαν τὴν σκοτεινιὰ καὶ βγῆκαν ἤδη στὸ ξέφωτο, ὅπως ἔκαναν γιὰ τὴν Εἰκονομαχία καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, καὶ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἀναστήσει καὶ θὰ ἀναδείξει ὁ Θεός, ὅπως καὶ τότε, πατριάρχας καὶ ἐπισκόπους, γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸν νέον θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῶν νέων κρυφῶν καὶ ἐπικίνδυνων δυνάμεων τοῦ σκότους.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἄστοχη ἡ σύγκριση Εἰκονομαχίας καὶ Οἰκουμε-νισμοῦ προλαβαίνουμε ἐδῶ νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι χειρότερος κατὰ πολὺ τῆς Εἰκονομαχίας, διότι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαρῶν δογματικῶν παρεκκλίσεων, ἀπορρίπτει τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων στὸν χῶρο τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ προσβάλλει καὶ ὑποτιμᾶ τὸ ὑπέρτιμο καὶ μοναδικὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὴν τιμὴ τῶν λοιπῶν Ἁγίων. Μὲ αὐτοὺς τοὺς εἰκονομάχους καὶ ἁγιομάχους, τοὺς ἐχθροὺς τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, συναγελαζόμαστε καὶ συνυπάρχουμε μέσα στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἐξευτελίζοντες τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ μεταβάλλοντάς την ἀπὸ «στύλο καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἀληθείας»[1], ἀπὸ Νύμφη Χριστοῦ καὶ Σῶμα Χριστοῦ[2], σὲ ἰσάξια καὶ ἰσότιμη μὲ τὴν πιὸ μικρὴ καὶ ἄθλια προτεσταντικὴ αἵρεση[3]. Καὶ μόνο αὐτὸ ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀπορρίψουμε τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἐπαινεῖ τὸ προτεσταντικὸ αὐτὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων καὶ συνιστᾶ νὰ ἐξακολουθήσουμε τὴν συμμετοχή μας σ᾽ αὐτὸ καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ τῆς Ἐκκλησίας.
2. Ἐπὶ δεκαετίες ἀποδοκιμάζεται ὁ Οἰκουμενισμός
Δὲν πρόκειται ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε ὅσα ἀντικανονικά, ἀντορθόδοξα, ἀντιπατερικά, ἀντισυνοδικὰ συνέβησαν καὶ συμβαίνουν στὶς σχέσεις μας μὲ τὶς παλαιὲς καὶ τὶς νέες αἱρέσεις, τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ εἶχαν ὁδηγήσει σὲ καθαιρέσεις τοὺς παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ Παραδόσεων καὶ σὲ συνοδικὴ καταδίκη τους. Ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες Ἅγιοι Γέροντες, ὁμολογητές, ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοί, σοφοὶ καὶ νουνεχεῖς καθηγηταὶ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος, ζητοῦσαν καὶ ζητοῦν νὰ ἀποχωρήσουμε ἀπὸ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων, καὶ νὰ καταδικά-σουμε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως ἀξιεπαίνως τὸ ἔπραξαν οἱ ἐκκλησίες Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Ἀκόμη καὶ πρόσφατα τὸ θέμα αὐτὸ ταράσσει τὶς συνειδήσεις ὅσων γνωρίζουν τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς ἐκκλησιο-λογικῆς ἐκτροπῆς.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» ἐκφράζοντας αὐτὴν τὴν μακροχρόνια ἀνησυχία καὶ ἀγωνία, συνέταξε καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 2009 τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἕνα ἱστορικὸ ὄντως κείμενο, ποὺ τὸ ὑπέγραψαν εὐάριθμοι ἀρχιερεῖς, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες πιστῶν, στὸ ὁποῖο οἱ τίτλοι τῶν σχετικῶν ἑνοτήτων λέγουν τὰ ἑξῆς: 1) Φυλάττουμε ἀμετακίνη-τα καὶ ἀπαραχάρακτα ὅσα οἱ Σύνοδοι καὶ οἱ Πατέρες θέσπισαν. 2) Διακηρύσσουμε ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι μήτρα αἱρέσεων καὶ πλανῶν. 3) Τὰ ἴδια ἰσχύουν, σὲ μεγαλύτερο βαθμό, γιὰ τὸν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ὡς τέκνο τοῦ Παπισμοῦ κληρονόμησε πολλὲς αἱρέσεις, προσέ-θεσε δὲ πολὺ περισσότερες. 4) Ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι ἡ ἐκ μέρους τους ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καὶ ἡ μετάνοια, ὥστε νὰ ὑπάρξει ἀληθινὴ ἕνωση καὶ εἰρήνη· ἕνωση μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ὄχι μὲ τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεση. 5) Ἐφ᾽ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παραμένουν στὴν πλάνη, ἀποφεύγουμε τὴν μετ᾽ αὐτῶν κοινωνία, ἰδιαίτερα τὶς συμπροσευχές. 6) Μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία εἶχε σταθερὰ καὶ ἀμετάβλητα ἀπορριπτικὴ καὶ καταδικαστικὴ στάση ἔναντι ὅλων τῶν αἱρέσεων. 7) Ὁ διαχριστιανικὸς συγκρητισμὸς ποὺ υἱοθέτησε καὶ ἐνεθάρρυνε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο πρῶτο, διευρύνθηκε τώρα καὶ σὲ διαθρη-σκειακὸ συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες μὲ τὴν μοναδικὴ θεόθεν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν Χριστὸ θεοσέβεια καὶ ζωή. 8) Ἐμεῖς πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ ὑπάρχει ἡ δυνατότης σωτηρίας. Οἱ θρησκεῖες τοῦ κόσμου καὶ οἱ αἱρέσεις ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια. 9) Ὑπάρχουν βέβαια καὶ συλλογικὲς εὐθύνες, καὶ κυρίως τῶν οἰκουμενιστικῶν φρονημάτων Ἱεραρχῶν καὶ Θεολόγων μας, ἀπέ-ναντι στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ στὸ ποίμνιό τους[4].
3. Γιατί ἐπιταχύνθηκε ἡ σύγκληση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης;
Ἡ ἀντιοικουμενιστικὴ αὐτὴ καὶ ἀντιαιρετικὴ ἐνέργεια συνετάραξε τοὺς κατευθύνοντες τὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἔβλεπαν νὰ ἀφυπνίζονται οἱ ὀρθόδοξες συνειδήσεις καὶ νὰ κινδυνεύει τὸ ἀντίχριστο ὅραμά τους «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», ὄχι μὲ τὴν Ἀλήθεια ἀλλὰ μὲ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνη. Ἔπρεπε ἀπέναντι τοῦ πλήθους τῶν Ὀρθοδόξων, τὸ ὁποῖο αὐτοὶ δὲν διέθε-ταν, νὰ ἀντιτάξουν, ὡς κατέχοντες τοὺς θρόνους, τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, μία τυπικὰ καὶ ἐξωτερικὰ νομιμοφανῆ σύνοδο ἐπισκόπων, ἡ ὁποία θὰ θε-σμοθετοῦσε καὶ θὰ ἐπικύρωνε, θὰ νομιμοποιοῦσε τὸν Οἰκουμενισμό. Ἔτσι προέκυψε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἔντεχνα καὶ κρυφὰ μετήλ-λαξε τὴν καλὴ καὶ ἀπαραίτητη πορεία πρὸς μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, σὲ μία οἰκουμενιστικὴ καὶ αἱρετίζουσα ψευδοσύνοδο. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ὑπενθυμίζουμε τὴν αἰφνίδια ἐπιτάχυνση στὴν προετοιμασία τῆς «Συνόδου» ἀπὸ τὸ 2009 καὶ τὸν ὁρισμὸ «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς» γιὰ νὰ ἀναθεωρήσει δῆθεν καὶ ἐπικαιροποιήσει τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, στὴν οὐσία ὅμως νὰ τὰ ἀλλοιώσει καὶ νὰ τὰ μεταλλάξει πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν προσδο-κώμενη καὶ προετοιμαζόμενη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῶν Ὀρθοδόξων. Εἶναι μία μεταλλαγμένη οἰκουμενιστικὴ καὶ αἱρετίζουσα ψευδοσύνοδος[5].
Προσπαθήσαμε πολλοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, νὰ ἀποτρέψουμε τὴν σύγκλησή της, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν κατορθώθηκε. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀνάγκη νὰ στηριχθεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ τόσο ἀποφασισμένοι οἱ ἐμπλεκόμενοι, ὥστε δὲν ἐλογάριασαν τὶς ἀγωνίες καὶ ἀνησυχίες ποὺ ἐκφράζονταν πολλαχόθεν, ὅπως π.χ. στὴν μεγάλη Ἡμερίδα ποὺ συνδιοργάνωσαν στὸν Πειραιᾶ, τὴν Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στὴν κατάμεστη αἴθουσα «Μελίνα Μερκούρη» τοῦ Σταδίου Εἰρήνης καὶ Φιλίας, οἱ Ἱερὲς Μητροπόλεις Πειραιῶς, Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως, Γλυφάδας, Κυθήρων καὶ ἡ Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν. Δὲν τοὺς συνεκράτησε οὔτε ἡ ἀπουσία τοῦ μεγαλυτέρου μέρους τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὴν ἀπουσία τεσσάρων ἐκκλησιῶν (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ἡ ὁποία ἀκύρωνε τόν πανορθόδοξο χαρακτήρα τῆς «Συνόδου» καὶ προεμήνυε ἀναστατώσεις καὶ διαιρέσεις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος. Ἔσχιζαν καὶ διαιροῦσαν τὴν Ἐκκλησία πρὸς χάριν τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση. Ἦταν τόσο καλὰ ὀργανωμένη ἡ συνοδικὴ κατοχύ-ρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε ὅλες οἱ προσπάθειες ποὺ κατέβαλαν οἱ ἐκπρόσωποι κάποιων ἐκκλησιῶν νὰ διορθωθοῦν καὶ νὰ βελτιωθοῦν τὰ κείμενα ἔπεφταν στὸ κενό. Ἐκπλήσσεται κανείς, ὅταν διαβάσει τὰ «Πρακτι-κὰ - Κείμενα» τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζὺ 10-17 Ὀκτωβρίου 2015), ἡ ὁποία τελικῶς ἐνέκρινε τὰ κείμενα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπικυρώσει ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης. Ἕνα ἀόρατο διευθυντήριο εἶχε φροντίσει μὲ ἕνα ἀπαράδεκτο καὶ πρωτοφανῆ κανονισμὸ λειτουργίας νὰ ἑτοιμάσει προσυνοδικὰ κείμενα οἰκουμενιστικά, τῶν ὁποίων ἡ ἔγκριση ἦταν ἐξασφαλισμένη. Καὶ αὐτὸ διότι, ἔστω καὶ ἕνας μόνον ἐκπρόσωπος τῆς οἰκουμενιστικῆς παρέας νὰ διαφωνοῦσε, ὅταν μὲ κάποια πρόταση διορθώσεως ἐθίγοντο τὰ οἰκουμενιστικὰ δόγματα, ἡ πρόταση δὲν γινόταν δεκτή, καὶ τὸ οἰκουμενιστικὸ κείμενο παρέμενε ἀλώβητο καὶ ἄθικτο. Μήπως τὸ ἴδιο δὲν ἔγινε καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λειτουργίας τῆς «Συνόδου» στὴν Κρήτη; Τί ἀπέγιναν οἱ περισσότερες καὶ οὐσιώδεις προτάσεις βελτιώσεως ποὺ ὑπέβαλαν ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἄλλες ἐκκλησίες, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μεμονωμένοι ἀρχιερεῖς; Κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἡρακλεῖς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαφωνοῦσε καὶ ἡ πρόταση ἡ ὀρθόδοξη πεταγόταν στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων.
4. Ὁ Οἰκουμενισμὸς νομιμοποιεῖται καὶ εἰσάγεται στὴν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ὁ πολεμούμενος προηγουμένως Οἰκουμενισμὸς καὶ καταδικαζόμε-νος ἀπὸ τὴν ἀγρυπνοῦσα ὀρθόδοξη συνείδηση, ἔχει ἀποκτήσει γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικὴ κατοχύρωση, ἡ ὁποία βέβαια ἀλλάσσει ὁλοκληρωτικά τὸ ἐκκλησιολογικὸ τοπίο καὶ θέτει ὅλους πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας. Δὲν εἶναι ἴδια ἡ κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. «Δὲν εἶναι ὁ περσινὸς καιρὸς ὁ φετεινὸς χειμώνας», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 μπροστὰ στὴν ἐπικίνδυνη στρατιὰ τοῦ Δράμαλη. Μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια προσπαθοῦν οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου» νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιο-λόγητα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαθέτουν θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ καλύ-ψουν τὰ θεολογικὰ καὶ κανονικὰ ἀτοπήματα, ὑβρίζουν, συκοφαντοῦν καὶ διώκουν ὅσους ἀντιδροῦμε, ἐξωτερικεύοντας τὴν ἐσωτερική τους σύγχυση καὶ ἐμπάθεια.
Ἔτσι ὁ πολεμούμενος προηγουμένως Οἰκουμενισμὸς καὶ καταδικαζόμε-νος ἀπὸ τὴν ἀγρυπνοῦσα ὀρθόδοξη συνείδηση, ἔχει ἀποκτήσει γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικὴ κατοχύρωση, ἡ ὁποία βέβαια ἀλλάσσει ὁλοκληρωτικά τὸ ἐκκλησιολογικὸ τοπίο καὶ θέτει ὅλους πρὸ τῶν εὐθυνῶν μας. Δὲν εἶναι ἴδια ἡ κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν. «Δὲν εἶναι ὁ περσινὸς καιρὸς ὁ φετεινὸς χειμώνας», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821 μπροστὰ στὴν ἐπικίνδυνη στρατιὰ τοῦ Δράμαλη. Μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια προσπαθοῦν οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς «Συνόδου» νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιο-λόγητα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαθέτουν θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ καλύ-ψουν τὰ θεολογικὰ καὶ κανονικὰ ἀτοπήματα, ὑβρίζουν, συκοφαντοῦν καὶ διώκουν ὅσους ἀντιδροῦμε, ἐξωτερικεύοντας τὴν ἐσωτερική τους σύγχυση καὶ ἐμπάθεια.
Ἐμεῖς, ἐκτὸς ἀπὸ προσωπικὰ κείμενα κριτικῆς καὶ ἀπορρίψεως τῆς «Συνόδου» μετὰ τὴν πραγματοποίησή της, συμμετείχαμε ὡς μέλη τῆς «Συνάξεως Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» στὴν σύνταξη καὶ κυκλο-φόρηση ἐνημερωτικῶν κειμένων, ὥστε νὰ ἐνημερωθεῖ τὸ συνήθως ἀπληρο-φόρητο καὶ ἀκατήχητο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἀμέσως μετὰ τὴν λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» κυκλοφορήσαμε τὸ κείμενο «Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης καὶ ἡ σύμπλευσή της μὲ τὸν Οἰκουμενισμό», στὸ ὁποῖο καὶ μόνο ἀπὸ τὸν τίτλο φαίνεται ὅτι θεωροῦμε τὴν «Σύνοδο» ὄχι ὡς ὀρθόδοξη ἀλλὰ ὡς οἰκουμενιστική[6]. Λίγο ἀργότερα κυκλοφορήσαμε ἐκτενέ-στερο κείμενο μὲ τίτλο «Ἀνοικτὴ Ἐπιστολὴ - Ὁμολογία γιὰ τὴν “Σύνοδο” τῆς Κρήτης», τὸ ὁποῖο ὑπεγράφη ἀπὸ χιλιάδες κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, καὶ τὸ ὁποῖο διαιρεῖται στὶς ἑξῆς ἑνότητες: 1. Ἡ «Σύνοδος» καταστρέφει τὴν ἑνότητα καὶ προκαλεῖ διαιρέσεις. 2. Τίποτε κοινὸ μὲ τὶς ὀρθόδοξες συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκουμενιστικὴ σύνοδος· 3. Εἰσάγει αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία. 4. Θὰ ἐπικυρωθεῖ ἡ «Σύνοδος» ἀπὸ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἱεραρχία; Διακοπὴ μνημοσύνου 5. Ὁ Οἰκουμενισμὸς τῆς Πανθρησκείας εἰσάγεται καὶ στὰ σχολεῖα[7].
Ἐπισκεφθήκαμε ἐπίσης, κάποια μέλη τῆς Συνάξεως, μετὰ ἀπὸ πρόσ-κληση τῶν τοπικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, τὶς ὀρθόδοξες χῶρες τῆς Βουλ-γαρίας, Ρουμανίας, Μολδαβίας, Γεωργίας, συμπροβληματισθήκαμε γιὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης καὶ παρουσιάσαμε τὶς δικές μας ἐκτιμήσεις. Στὴν Μολδαβία μάλιστα σὲ ὀργανωθεῖσα «στρογγυλὴ τράπεζα» στὶς 29 Ἰουνίου 2016, ἀμέσως μετὰ τὴν λήξη τῆς «Συνόδου» καταθέσαμε κοινὸ κείμενο ποὺ ἑτοιμάσθηκε μὲ συμβολὲς τοῦ γράφοντος, τοῦ καθηγητοῦ Δημ. Τσελεγγίδη καὶ τοῦ μοναχοῦ π. Σεραφεὶμ μὲ τίτλο «Ἀποτίμηση τῶν ἀποφάσεων τῆς “Συνόδου” τῆς Κρήτης», στὸ ὁποῖο λέγαμε ὅτι ἡ «Σύνοδος» διέψευσε τὶς προσδοκίες τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος, δὲν ἐπέλυσε σπουδαῖα ποιμαντικὰ προβλήμα-τα, ὅπως τὸ τοῦ Ἡμερολογίου, οὔτε κατεδίκασε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκου-μενισμοῦ· ἀντίθετα τὴν νομιμοποίησε καὶ τὴν ὑποστήριξε καὶ προέβη σὲ ἄμικτη μείξη Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεων.
Διετύπωσε ἐπίσης αἱρετικὴ ἐκκλη-σιολογία καὶ διέσπασε τὴν διαχρονικὴ στὴν Πίστη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς «Συνόδου» μεταφέρει τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὴν Ἐκκλη-σία καὶ δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀποσιώπηση ἢ ἡ ἀπόκρυψη τῶν ἀποφάσεών της, ἀλλὰ ἀπαιτεῖται ἡ συνοδικὴ καταδίκη τους. Σημειώναμε ἐπίσης ὅτι ἡ μνημόνευση τῶν ἐπισκόπων «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη, ἀλλὰ συναρτᾶται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ δείχνει ὅτι ὁ μνημονευόμενος καὶ οἱ μνημονεύοντες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη[8].
5. Ἐλπίζαμε νὰ ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ διαψευσθή-καμε. Ἄλλη Φερράρα-Φλωρεντία.
Ὅσοι ἀνήκουμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐλπίζαμε ὅτι ἡ εἰκοσιπενταμελὴς (25) ἀντιπροσωπία της, ἔχουσα ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, θὰ τηροῦσε τὶς ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, οἱ ὁποῖες ἔδιδαν ὀρθόδοξη κατεύθυνση στὸ βασικὸ κείμενο τῆς «Συνόδου», «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», καὶ θὰ ἀνέπαυαν τὶς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
5. Ἐλπίζαμε νὰ ἀντιδράσει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ διαψευσθή-καμε. Ἄλλη Φερράρα-Φλωρεντία.
Ὅσοι ἀνήκουμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐλπίζαμε ὅτι ἡ εἰκοσιπενταμελὴς (25) ἀντιπροσωπία της, ἔχουσα ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἀρχιεπίσκοπο κ. Ἱερώνυμο, θὰ τηροῦσε τὶς ὁμόφωνες ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου τοῦ 2016, οἱ ὁποῖες ἔδιδαν ὀρθόδοξη κατεύθυνση στὸ βασικὸ κείμενο τῆς «Συνόδου», «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», καὶ θὰ ἀνέπαυαν τὶς συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν.
Δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ ἀσκηθεῖσες πιέσεις, ὅπως κατήγγειλε ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος, μέλος τῆς ἀντιπροσωπίας, ἐγκαταλείφθηκαν οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας, ὑπανεχώρησαν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ τὸ σύνολο τῆς ἀντιπροσωπίας, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου, καὶ ὄχι μόνο κατέστησαν ὑπεύθυνοι ἀ-νυπακοῆς καὶ ἀπειθαρχίας σὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις, καὶ γι᾽ αὐτὸ ὑπόλογοι, ἀλλὰ ἐπανέλαβαν τὴν δουλοπρέπεια καὶ δειλία ὅσων ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῶν πιέσεων ὑπέγρα-ψαν τὰ φιλοπαπικὰ κείμενα τότε, ὅπως τώρα στὴν Κρήτη τὰ φιλοοικουμε-νιστικά. Τουλάχιστον τότε, ὅταν ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐλεύθεροι ἀπὸ πιέσεις, ὡμολόγησαν τὴν ἐνοχή τους μπροστὰ στὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ποὺ τοὺς ἀποδοκίμαζε καὶ εἶπαν τὰ γνωστά: «Τὸ χέρι αὐτὸ ὑπέγραψε, ἂς κοπεῖ· ἡ γλώσσα ὡμολόγησε, ἂς ἐκριζωθεῖ»[9].
Τώρα ὄχι μόνον δὲν ἔδειξαν παρόμοια μεταμέλεια ὅσοι ἔλαβαν μέρος στήν «Σύνοδο», ἀλλὰ κατάφεραν νὰ πείσουν ὅλα σχεδὸν τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας, ὄχι μόνο νὰ μὴ τοὺς ἐγκαλέσουν γιὰ τὴν φιλοαιρετικὴ στάση τους στὴν Κρήτη, ἀλλὰ νὰ θεωρήσουν οἱ περισσότεροι ὡς καλῶς καὶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ληφθεῖσες τὶς ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις, καὶ ἁπλῶς στὴν τελευταία Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (23-24 Νοεμβρίου 2016) νὰ γίνει μία συζήτηση καὶ ἐνημέρωση γιὰ τὴν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μὲ δεδομένη, ὄχι ἀμφισβητούμενη, τὴν ἀποδοχή της.
Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα ὅλης αὐτῆς τῆς ἀντιπατερικῆς στάσεως τῆς Ἱεραρχίας, στὴν πλειονότητα τῶν μελῶν της, ποὺ δείχνει ὁλοφάνερα τὴν θετικὴ ἀποτίμηση τῆς ψευδοσυνόδου καὶ γκρεμίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες καὶ τερματίζει τὴν ἀναβολὴ καὶ ἀναμονὴ γιὰ τὶς δικές μας ἱεροκανονικὲς καὶ ὀρθόδοξες ἀποφάσεις, ἦταν τὸ κείμενο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου «Πρὸς τὸν Λαό», ποὺ ἀποσκοποῦσε δῆθεν στὴν ἐνημέρωση τοῦ λαοῦ.
Εἶναι ἕνα κείμενο ντροπῆς καὶ ψεύδους, μνημεῖο παραπληροφόρησης καὶ παραπλάνησης τοῦ λαοῦ, πρὸς τὸν ὁποῖο τολμοῦν καὶ λέγουν ὁλοφάνερα ψεύδη, διότι γνωρίζουν ὅτι, ὅπως τὸν ἄφησαν ἀδίδακτο καὶ ἀκατήχητο, θὰ τοὺς πιστεύσει ὡς ποιμένες ὅτι λέγουν τὴν ἀλήθεια. Εἶναι νὰ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς ὅλα ξαφνικὰ ἔγιναν ὡραῖα καὶ καλά. Ποιό μαγικὸ χέρι ἄγγιξε τὰ ἀμφισβητούμενα πρὸ τῆς Συνόδου κείμενα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ ὀρθόδοξα καὶ πατερικά; Μήπως ἔγινε λόγος στὴν «Σύνοδο» γιὰ τὴν παλαιὰ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ τὶς νέες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; Ὑπάρχει κάπου στὰ κείμενα ἡ λέξη αἵρεση; Ἀποτιμῶνται καὶ κρίνονται τὰ κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ αἱρέσεις καὶ πλάνες; Προβληματίζονται γιὰ τὴ συμμετοχή μας στὸ λεγόμενο «Παγκό-σμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλαδὴ αἱρέσεων; Ἀντιμετωπίζεται τὸ φλέγον θέμα τοῦ Παλαιοῦ καὶ Νέου Ἡμερολογίου, ποὺ τραυματίζει ἀπὸ τὸ 1924 τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας;
Γιατί δὲν ἔλαβαν μέρος οἱ τέσσερις ἐκκλησίες, Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν; Ὑπῆρξε στὴν ἱστορία ἄλλο παράδειγμα συνόδου, ποὺ νὰ μὴν ὑπογράφουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι παρὰ μόνον οἱ προκαθήμενοι, ποὺ νὰ μὴ μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ νὰ καταστρέφεται ἔτσι ἡ βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι μόνον πρὸς τοὺς ἱεραρχικὰ κατωτέρους τους προβάλλουν τὰ προνόμια τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ, ἐνῶ τὰ λησμονοῦν πρὸ τῶν ἰσοβάθμων τους ἀξιωματούχων;
Ἀκόμη καὶ στὸ κείμενο τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀπορριπτικὸ καὶ καταδικαστικὸ τῆς «Συνόδου», διατηρεῖται κάποιο ἴχνος ἀξιοπρεπείας καὶ συνεπείας πρὸς τὰ πρὸ τῆς «Συνόδου» ὑποστηριζόμενα, διότι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ θετικὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου», βλέπουν καὶ πολλὰ ἀρνητικά. Στὸ κείμενο «Πρὸς τὸν Λαό» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅλα εἶναι ὡραῖα καὶ καλά· τίποτε ἀρνητικό. Σημειώνουμε βέβαια γιὰ τὴν ἁγιορειτικὴ θέση, ποὺ δὲν ἐκφράζει τὸ σύνολο τῶν Ἁγιορειτῶν, ὅτι σὲ συνοδικὰ κείμενα ὅλα πρέπει νὰ εἶναι θετικά· καὶ τὸ πιὸ μικρὸ ἀρνητικὸ καταστρέφει ὅλο τὸ κείμενο, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συνυπάρχουν ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ψεῦδος· μικρὴ σταγόνα δηλητηρίου καθιστᾶ ἐπικίνδυνο ὅλο τὸ νερὸ ποὺ ὑπάρχει σὲ ἕνα ποτήρι. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Ἁγιορείτης Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, «ἐν τοῖς περὶ Θεοῦ οὐκ ἔστι μικρὸν τὸ παραμικρόν»[10]. Ἴσως γι᾽ αὐτὸ ὁ συντάκτης ἢ οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου «Πρὸς τὸν Λαό» τὰ εἶδαν ὅλα ὄμορφα καὶ ὡραῖα, ψευδόμενοι ὅμως, πλα-νῶντες καὶ πλανώμενοι.
Δὲν μποροῦμε ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε τὰ θεολογι-κὰ καὶ ἱεροκανονικὰ ἀτοπήματα τῆς ψευδοσυνόδου· ἁπλῶς τὰ ὑπαινιχθή-καμε· καλὴ καὶ ἀντικειμενικὴ εἰκόνα βλέπει κανεὶς στὸ νέο διπλὸ τεῦχος τῆς «Θεοδρομίας» (Ἰούλιος – Δεκέμβριος 2016), στὸ ὁποῖο σὲ τέσσερις ἑνότη-τες παρουσιάζουμε μεγάλο μέρος, ὄχι τὸ σύνολο, τῶν κειμένων ποὺ καταδι-κάζουν τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης: Α´ Κείμενα Ἐκκλησιῶν. Β´ Κείμενα Ἀρχιερέων. Γ´ Κείμενα λοιπῶν Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν καὶ Δ´ Κείμενα Λαϊκῶν.
6. Τί δέον γενέσθαι; Διακοπὴ Μνημοσύνου.
Καὶ τώρα ποῦ βρισκόμαστε; Τί δέον γενέσθαι; Θὰ ἀφήσουμε τὴν ἀσθένεια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ λυμαίνεται τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἤδη ἔχει προσβάλει ἀπὸ καιρὸ μεγάλο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καὶ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης μὲ πρωταγωνιστὴ στὴ διάδοση τῆς νόσου τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Δικαιολογημένα οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ κάποιοι ἀρχιε-ρεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀθηναγόρα κατὰ τὰ ἔτη 1969-1972, τὸ ὁποῖο καλῇ τῇ πίστει ἐπανέλαβαν τὸ 1973 μὲ τὴν ἄνοδο στὸ θρόνο τοῦ σεμνοῦ καὶ ταπεινοῦ Δημητρίου, διαψευσθέντες ὅμως, διότι καὶ αὐτὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ προκατό-χου του. Ὁ σημερινὸς οἰκουμενικὸς πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ξεπέρασε τοὺς προκατόχους του σὲ αἱρετικὰ καὶ ἀντορθόδοξα τολμήματα. Φρίττει καὶ ἰλιγγιᾶ κανείς, ὅταν ἀναγινώσκει αἱρετικὲς δηλώσεις του ἢ στὴν πράξη ἱεροκανονικὲς παραβάσεις μὲ συμπροσευχὲς καὶ ἄλλα. Δὲν παραλείψαμε ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» νὰ ἐπισημάνουμε κάποιες ἐκκλησιολογικὲς πλάνες του σὲ εἰδικὸ τεῦχος ποὺ κυκλοφορήσαμε μὲ τίτλο «Ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ προεδρεῖο καὶ τὰ μέλη τῆς «Συνάξεως», τὸ ὑπέ-γραψαν καὶ οἱ σεβασμιώτατοι ἀρχιερεῖς, Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς, Γόρτυνος Ἱερεμίας, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες Ὀρθοδόξων πιστῶν[11].
6. Τί δέον γενέσθαι; Διακοπὴ Μνημοσύνου.
Καὶ τώρα ποῦ βρισκόμαστε; Τί δέον γενέσθαι; Θὰ ἀφήσουμε τὴν ἀσθένεια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ λυμαίνεται τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας; Ἤδη ἔχει προσβάλει ἀπὸ καιρὸ μεγάλο μέρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας καὶ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης μὲ πρωταγωνιστὴ στὴ διάδοση τῆς νόσου τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Δικαιολογημένα οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ κάποιοι ἀρχιε-ρεῖς τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀθηναγόρα κατὰ τὰ ἔτη 1969-1972, τὸ ὁποῖο καλῇ τῇ πίστει ἐπανέλαβαν τὸ 1973 μὲ τὴν ἄνοδο στὸ θρόνο τοῦ σεμνοῦ καὶ ταπεινοῦ Δημητρίου, διαψευσθέντες ὅμως, διότι καὶ αὐτὸς ἀκολούθησε τὰ βήματα τοῦ προκατό-χου του. Ὁ σημερινὸς οἰκουμενικὸς πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ξεπέρασε τοὺς προκατόχους του σὲ αἱρετικὰ καὶ ἀντορθόδοξα τολμήματα. Φρίττει καὶ ἰλιγγιᾶ κανείς, ὅταν ἀναγινώσκει αἱρετικὲς δηλώσεις του ἢ στὴν πράξη ἱεροκανονικὲς παραβάσεις μὲ συμπροσευχὲς καὶ ἄλλα. Δὲν παραλείψαμε ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν» νὰ ἐπισημάνουμε κάποιες ἐκκλησιολογικὲς πλάνες του σὲ εἰδικὸ τεῦχος ποὺ κυκλοφορήσαμε μὲ τίτλο «Ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου». Τὸ κείμενο αὐτὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ προεδρεῖο καὶ τὰ μέλη τῆς «Συνάξεως», τὸ ὑπέ-γραψαν καὶ οἱ σεβασμιώτατοι ἀρχιερεῖς, Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Ἀμβρόσιος, Δρυϊνουπόλεως Ἀνδρέας, Ζιχνῶν καί Νευροκοπίου Ἱερόθεος, Πειραιῶς Σεραφείμ, Γλυφάδας Παῦλος, Κυθήρων Σεραφείμ, Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς, Γόρτυνος Ἱερεμίας, ἑκατοντάδες κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ χιλιάδες Ὀρθοδόξων πιστῶν[11].
Ὅ,τι ὅμως καὶ ἂν ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν ὁ πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν προσωπικές τους γνῶμες, δὲν εἶχαν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικύρωση. Ἀδυ-νατοῦσαν νὰ τὶς παρουσιάσουν ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὴν ψευ-δοσύνοδο τῆς Κρήτης αὐτὸ ἔχει ἀνατραπῆ. Στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο αὐθεν-τίας καὶ περιφανείας, ἐπ᾽ ὄρους ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου, στὸ συνοδικὸ ἐπίπε-δο, οἱ αἱρέσεις γαυριοῦν καὶ καυχῶνται ὅτι εἶναι ἐκκλησίες, ὁ διαχριστια-νικὸς καὶ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμὸς τοῦ Ἀντιχρίστου, τὸ μυστήριο τῆς ἀνομίας θρονιάστηκε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὰ κελεύσματα τῆς συνόδου δια-βάστηκαν μέσα στοὺς ναοὺς καὶ διανεμήθηκαν ἀπὸ χέρια ἐπισκόπων καὶ ἱερέων.
Ἁγιορεῖτες μοναχοὶ στὶς σκῆτες καὶ στὰ κελλιά, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ἡ ἐπίσημη Ἁγιορειτικὴ Κοινότητα σιωπᾶ καὶ συμπορεύεται, διέκοψαν ἤδη τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἀκολουθοῦντες τὴν σταθερὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Δὲν ἄντεχε ἡ συνείδησή τους νὰ μνημονεύουν τὸ ὄνομα τοῦ Βαρθολομαίου ὡς ἀρχιεπι-σκόπου στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ νὰ δηλώνουν μὲ αὐτὸ ὅτι ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ὅτι συμφωνοῦν μὲ τὰ αἱρετικά του φρονήματα καὶ μὲ τὴν ψευδο-σύνοδο τῆς Κρήτης.
7. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου εἶναι νὰ ὀρθοδοξεῖ, νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Ἀσφαλῶς εἶναι σημαντικὴ καὶ ἐπιφανὴς ἡ θέση τοῦ ἐπισκόπου στὴν Ἐκκλησία, καὶ ὅλοι τὴν σεβόμεθα καὶ τὴν ἀναγνωρίζουμε, καὶ δὲν χρειά-ζεται νὰ μᾶς ἀραδιάζουν οἱ οἰκουμενιστὲς γνωστὰ κείμενα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ὅλα αὐτὰ ἰσχύουν ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ, ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀλη-θείας, ὅτι δὲν κηρύσσει αἵρεση. Ὅταν κηρύσσει αἵρεση, διακόπτουμε κάθε σχέση μαζί του καὶ κοινωνία καὶ δὲν τὸν μνημονεύουμε στὶς ἱερὲς ἀκολου-θίες. Ἂς ξεκολλήσουν κάποιοι ἀπὸ τὴν καινοτομία τοῦ ἐπισκοποκεντρι-σμοῦ· τὰ μυστήρια τελοῦνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ ὄχι στὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου, κατὰ τὴν ἀμάρτυρη καὶ βλάσφημη ζηζιούλια ἐκκλησιολογία. Δὲν ὑπάρχει ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ὑπακοῆς στὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο· ὑπάρχει κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως δείξαμε μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, στὸ ὁμώνυμο βιβλίο μας ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια[12].
Ἂν συνέβαινε τὸ ἀντίθετο, δὲν θὰ ὑπῆρ-χε σήμερα ἡ Ἐκκλησία, διότι οἱ κατὰ καιροὺς αἱρετικοὶ πατριάρχες, ἐπίσκο-ποι καὶ λοιποὶ κληρικοὶ θὰ εἶχαν ἐπιβάλει μὲ τόσες αἱρετικὲς συνόδους ποὺ συνεκάλεσαν, μὲ τὴν βοήθεια μάλιστα αἱρετικῶν αὐτοκρατόρων, τὴν αἵρε-ση, καὶ θὰ ἐθριάμβευε τὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἐπιθυμοῦν ὅσοι καὶ σήμερα διώκουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐπικρίνουν τοὺς δῆθεν ἀνυπάκουους καὶ ἀπείθαρχους κληρικούς; Ἂς ξαναδιαβάσουν προσε-κτικὰ τοὺς δύο Κανόνες τὸν 31ο Ἀποστολικὸ καὶ τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, καὶ ἂς μὴ ἐπικαλοῦνται ἄσχετους κανόνες, ἀποδεικνύοντες καὶ τὴν θεολογική τους ἀμάθεια. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης καὶ ὅσοι τὴν ὑποστηρίζουν φανερὰ καὶ ἀπροκάλυπτα, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», ἐμπίπτουν στὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας. Σὲ αὐτὸν ἀντὶ νὰ τιμωροῦνται, ἐπαινοῦνταν καὶ τιμῶνται οἱ ἱερεῖς ποὺ διακόπτουν τὸ μνημόσυνο τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου[13].
8. Δὲν πρέπει νὰ λέμε ψέμματα μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ὡς πρὸς τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ πρὸ τῆς «Συνόδου» ἦταν δικαιολογημένη ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, πολὺ περισσότερο μετὰ ἀπὸ αὐ-τήν, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτουργὸς καὶ πρωτεργάτης. Εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἀκαταμάχητο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ψευδοένωση τῆς Λυὼν (1273) τοὺς ἐπίεζε νὰ μνημονεύουν στὴν Θ. Λειτουργία τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. Ἀποκρούοντες αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση ἀντιτείνουν: Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συνιστᾶ οὔτε στὸν δρόμο νὰ χαιρετοῦμε τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε σὲ κοινὲς οἰκίες, ἐμεῖς νὰ τοὺς εἰσάγουμε μέσα στοὺς ναούς, ὅταν στὴν φρικτὴ καὶ μυστικὴ τράπεζα θύεται καὶ σφαγιάζεται ἀθύτως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Μόνον ἀπὸ τὸν Ἅδη θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπορεύεται φωνὴ ποὺ μνημονεύει τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν πάπα. Ἂν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνημόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια; Καὶ ἂν ὁ Χριστός, ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης κείμενος, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς θὰ δεχθεῖ τὸ μεγάλο ψεῦδος, τὸ νὰ συμπαραθέτουμε τὸν πάπα ὡς ὀρθόδοξο πατριάρχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες; Τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν μυστηρίων θὰ παίζουμε θέατρο καὶ θὰ παρουσιάζουμε τὸ ἀνύπαρκτο ὡς ὑπαρκτό, τὴν αἵρεση ὡς Ὀρθοδοξία; Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλλευτὲς τῶν θείων;[14]
8. Δὲν πρέπει νὰ λέμε ψέμματα μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα.
Ὡς πρὸς τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ πρὸ τῆς «Συνόδου» ἦταν δικαιολογημένη ἡ διακοπὴ μνημοσύνου, πολὺ περισσότερο μετὰ ἀπὸ αὐ-τήν, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ πρωτουργὸς καὶ πρωτεργάτης. Εἶναι συγκλονιστικὸ καὶ ἀκαταμάχητο τὸ ἐπιχείρημα τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων στὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλαν πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγο, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ψευδοένωση τῆς Λυὼν (1273) τοὺς ἐπίεζε νὰ μνημονεύουν στὴν Θ. Λειτουργία τὸ ὄνομα τοῦ πάπα. Ἀποκρούοντες αὐτὴν τὴν ἀπαίτηση ἀντιτείνουν: Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐνῶ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς συνιστᾶ οὔτε στὸν δρόμο νὰ χαιρετοῦμε τοὺς αἱρετικούς, οὔτε νὰ τοὺς δεχόμαστε σὲ κοινὲς οἰκίες, ἐμεῖς νὰ τοὺς εἰσάγουμε μέσα στοὺς ναούς, ὅταν στὴν φρικτὴ καὶ μυστικὴ τράπεζα θύεται καὶ σφαγιάζεται ἀθύτως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Μόνον ἀπὸ τὸν Ἅδη θὰ μποροῦσε νὰ ἐκπορεύεται φωνὴ ποὺ μνημονεύει τὸν ἐχθρὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν πάπα. Ἂν ὁ ἁπλὸς χαιρετισμὸς τῶν αἱρετικῶν μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἱρέσεως, πόσο περισσότερο ἰσχύει αὐτὸ γιὰ τὴν φωνητικὰ ἰσχυρὴ μνημόνευσή του, ὅταν τελοῦνται τὰ θεῖα καὶ φρικτὰ μυστήρια; Καὶ ἂν ὁ Χριστός, ὁ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης κείμενος, εἶναι ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς θὰ δεχθεῖ τὸ μεγάλο ψεῦδος, τὸ νὰ συμπαραθέτουμε τὸν πάπα ὡς ὀρθόδοξο πατριάρχη μὲ τοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους πατριάρχες; Τὴν ὥρα τῶν φρικτῶν μυστηρίων θὰ παίζουμε θέατρο καὶ θὰ παρουσιάζουμε τὸ ἀνύπαρκτο ὡς ὑπαρκτό, τὴν αἵρεση ὡς Ὀρθοδοξία; Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλλευτὲς τῶν θείων;[14]
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία», ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομένου. Ἀναφέρουν μάλιστα καὶ τὴν ἐξήγηση τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἱερουργὸς ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως γιὰ νὰ δείξει ὅτι κάνει ὑπακοὴ στὸν προϊστάμενό του, ὅτι ἔχει τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτὸν καὶ ὅτι εἶναι διάδοχος τῶν θείων μυστηρίων[15].
Ὀρθῶς, λοιπόν, καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδο-ση τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἁγιορεῖτες διέκοψαν παλαιὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκό-που τους, τοῦ Ἀθηναγόρα, καὶ οἱ σημερινοὶ κελλιῶτες τὸ μνημόσυνο τοῦ Βαρθολομαίου. Ὀρθῶς ἐπίσης ἔπραξαν τὸ 1970 οἱ τρεῖς ἀρχιερεῖς τῶν «Νέων Χωρῶν», δηλαδὴ οἱ μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιος, Φλωρίνης Αὐγουστῖνος καὶ Παραμυθίας Παῦλος, ποὺ διέκοψαν ἐπίσης τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, χωρὶς νὰ ἐλεγχθοῦν ἢ νὰ ἐπιτιμηθοῦν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τότε. Τώρα τρέμουν καὶ δειλιοῦν καὶ δὲν θέλουν οὔτε νὰ ἀκούσουν τὴν λέξη Διακοπὴ Μνημοσύνου ἢ Ἀποτείχιση, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Βαρθολομαῖος ὑπερέβη ὅλα τὰ ἐκκλησιολογικὰ ὅρια καὶ εἰσήγαγε μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἰσήγαγε τὸν πάπα καὶ ἄλλους αἱρετικοὺς μέσα στὸ θυσιαστήριο τὴν ὥρα τῆς Ἐπιτελέσεως τῆς Θείας Μυσταγωγίας.
9. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Ἑλλάδος.
Μέχρι τώρα ἤμασταν ἐπιφυλακτικοὶ ὡς πρὸς τὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύ-νου τῶν ἐπισκόπων τῶν «Νέων Χωρῶν» ποὺ μνημονεύουν τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο στὴν Θεία Λειτουργία· θὰ ἔπρεπε κανονικὰ νὰ τὸ εἶχαν διακόψει πολὺ πρὸ τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης μὲ βάση τὰ «γυμνῇ τῇ κεφα-λῇ» λεγόμενα καὶ πραττόμενά του. Καὶ ἀνεχόμασταν νὰ ψεύδεται ὁ ἐπίσκοπός μας πρὸ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ πατριάρχης ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας λέγοντας στὴν ἐκφώνηση: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Τουλάχιστον κατὰ τὸ ἥμισυ ἡ ἐκφώνηση ἦταν ἀληθής, διότι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Ἑλλάδος ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες ἀντιδροῦσε στὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τοῦ Φαναρίου, καὶ οἱ ἱεράρχες στὴν πλειονότητά τους ἦσαν ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέχρι καὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστὴ ἡ κατηγορηματικὴ ρήση ὅτι «ὁ παπισμὸς δὲν εἶναι ἐκκλησία».
Τώρα ὅμως μετὰ τὴν θετικὴ ἀποτί-μηση καὶ ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀπὸ τὴν Διαρκῆ Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, μὲ τὸ ψευδέστατο κείμενο «Πρὸς τὸ Λαό», ἡ ἐκφώνηση ψεύδεται καὶ γιὰ τὸν πατριάρχη καὶ γιὰ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, διότι πλέον ἀμφότεροι δὲν ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀκόμη καὶ οἱ ἱερεῖς τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος, ὅπου οἱ ἀρχιερεῖς μνημονεύουν μόνο τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἔχουν τὸ κανονικὸ δικαίωμα νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, διότι δὲν ἀντέχει ἡ ἱερατική τους συνείδηση νὰ τὸν ἀκούουν νὰ ψεύδεται μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ λέγει, «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Πολὺ περισσότερο δικαιοῦνται νὰ διακόψουν τὸ μνημόσυνο ὅσων ἐπισκόπων ἔχουν οἱ ἴδιοι αἱρετικὰ - οἰκουμενιστικὰ φρονήματα, καὶ στὴν παλαιὰ Ἑλλάδα καὶ στὶς λεγόμενες «Νέες Χῶρες», καὶ διδάσκουν, λόγου χάριν, ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι Ἐκκλησία μὲ Χάρη, Μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή.
Τοὺς ἐπισκόπους ποὺ ἔχουν ἐμφανῶς ὀρθόδοξο φρόνημα καί δὲν συμφωνοῦν μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ἀλλὰ γιὰ λόγους ποὺ αὐτοὶ θεωροῦν σοβαροὺς ἐξακολουθοῦν νὰ μνημονεύουν τὸν πατριάρχη καὶ τὴν σύνοδο δέν τοὺς κατακρίνουμε. Τοὺς παρακαλοῦμε νὰ σκεφθοῦν τὴν ἐξάπλωση καὶ κυριαρχία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ποιμαντικό τους χρέος· περιμένουμε καὶ τὴν δική τους ἐπαινετὴ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ Πατέρες ἀντίδραση. Ἡ ὁποιαδήποτε οἰκονομία δὲν παραβλάπτει τὴν ἀκρίβεια καί ἔχει προσωρινὸ χαρακτήρα[16].
10. Ὁλοφάνερα οἰκουμενιστὴς ὁ μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἐμπίπτει στὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας.
Στὴν κατηγορία τῶν οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων ἀνήκετε ὁλοφάνερα καὶ σεῖς, Παναγιώτατε μητροπολίτα Θεσσαλονίκης κ. Ἄνθιμε, ὅπως σᾶς ἐξήγησα πρὸ ἡμερῶν στὴν ἐπιστολὴ ποὺ σᾶς ἔστειλα, ἀπαντώντας στὴν «πατρική» καὶ «νουθετήρια» ἐπιστολή σας, μὲ τὴν ὁποία μοῦ συνιστούσατε νὰ παύσω νὰ ὁμιλῶ γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ γιὰ τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης, γιατὶ ἀναστατώνω δῆθεν τὶς συνειδήσεις τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιβεβαιώσατε ὁλοφάνερα «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν οἰκουμενιστική σας ταυτότητα μὲ τὴν ἐγκωμιαστικὴ ἀποδοχὴ τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης κατὰ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στὶς 23-24 Νοεμβρίου τοῦ 2016, καὶ μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ διαβασθεῖ καὶ νὰ διανεμηθεῖ στοὺς Ἱεροὺς Ναούς τῆς Μητροπόλεώς σας τὸ ψευδέστατο κείμενο «Πρὸς τὸν Λαό». Ὅση προσπάθεια καὶ ἂν καταβάλλετε, σεῖς καὶ οἱ ἄλλοι οἰκουμενισταὶ ἐπίσκοποι, νὰ ἐξωραΐσετε τὴν ψευδοσύνοδο, δὲν πρόκειται νὰ τὸ ἐπιτύχετε, διότι αὐτὴ δὲν εἶναι οὔτε ἁγία, οὔτε μεγάλη, οὔτε σύνοδος, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀληθῆ μαρτυρία τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται μὲ πλῆθος κειμένων στὸ τελευταῖο διπλὸ τεῦχος τῆς Θεοδρομίας (Ἰούλιος – Δεκέμβριος 2016), τὸ ὁποῖο σᾶς ἀποστείλαμε.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐμπίπτετε σὲ ὅσα περὶ ἐπισκόπων ποὺ κηρύσσουν αἵρε-ση διαλαμβάνει ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου (861), συνοψίζοντας τὴν Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση, γι᾽ αὐτὸ δια-κόπτω τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας κατὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες συμβο-λικὰ ἀπὸ σήμερα Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἀνέχεται ἡ ἱερατική μου συνείδηση ἡ μὲν Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Συνόδων νὰ καταδικάζει σήμερα ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς εἰκονομάχους, σεῖς ὅμως νὰ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ νὰ συναποτελεῖτε μὲ τοὺς εἰκονομάχους Προτεστάντες τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
Μνημονεύοντας τὸ ὄνομά σας δηλώνω ὅτι εἶμαι καὶ ἐγὼ οἰκουμενιστής, ὅτι ἔχω τὴν ἴδια πίστη μὲ σᾶς καὶ ψεύδομαι ἐνώπιον τῆς Ἀληθείας, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ θύοντος καὶ θυομένου ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπως ψεύδεσθε τώρα καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ ἐπίσκοποι παλαιᾶς καὶ νέας Ἑλλάδος ἰσχυριζόμενοι ἐκφώνως ὅτι ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὀρθοτομοῦν τὸν λόγο τῆς ἀληθείας.
Θὰ χαρῶ πολύ, ἄν, ἐφαρμόζοντας καὶ σεῖς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἰδιαίτερα τὸν 15ο τῆς Πρωτοδευτέρας, ἐπαινέσετε ἀγῶνες ὑπὲρ τῆς εὐσε-βείας ἢ τουλάχιστον μὲ ἀφήσετε νὰ ἐπιτελῶ τὸ λειτουργικὸ καὶ διδακτικό μου ἔργο στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἔτσι ἔπραξε ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅταν οἱ Ἁγιορεῖτες τοῦ ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο, καὶ ἔτσι ἔπραξε καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τοὺς τρεῖς μνημο-νευθέντες μητροπολίτες.
Δὲν ἔλαβαν κανένα μέτρο ἐναντίον τους, καὶ ἔτσι ἀποφεύχθηκαν οἱ διαιρέσεις, ποὺ θὰ εἶχαν ἀποφευχθῆ ἄν, μετὰ τὴν μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου, ἡ Ἐκκλησία ἄφηνε ὅσους ἤθελαν νὰ ἀκολουθοῦν τὸ παλαιὸ Ἡμερολόγιο μέσα στοὺς κόλπους της, ὅπως ἄφησε καὶ πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἂν ἀρχίσετε τὶς διώξεις, σεῖς θὰ εἶσθε παραβάτης τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ δημιουργὸς σχισματικῶν καταστάσεων.
Ἐγὼ δὲν θὰ προκαλέσω σχίσμα, διότι δὲν θὰ προσχωρήσω σὲ σχισματικὴ ὁμάδα, οὔτε θὰ μνημονεύω ἄλλον ἐπίσκοπο. Θὰ ἀναμένω μετὰ καλῶν ἐλπίδων νὰ ἐπαναλάβω τὸ μνημόσυνό σας, ὅταν δημοσίως καὶ «ἐπ᾽ ἐκκλησίαις» καταδικάσετε τὶς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀπορρίψετε τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης. Ἂν παραμείνετε στὰ φιλοπαπικὰ καὶ οἰκουμενιστικά σας φρονήματα, δὲν θέλω τοῦ λοιποῦ νὰ ἔχω καμμία κοινωνία μαζί σας, ἀκολουθώντας τὸν ἄτλαντα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος συνοψίζοντας τὴν συνοδικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔλεγε ὅτι «ὅλοι οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ σύνοδοι καὶ ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς ἑτεροδόξους καὶ νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί τους»[17].
Συνιστοῦσε νὰ ἀποφεύγουμε τοὺς λατινόφρονες, ἀντίστοιχους τῶν σημερινῶν οἰκουμε-νιστῶν, ὅπως φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ φίδια[18]. Εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι ὅσο ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν λατινόφρονα πατριάρχη καὶ τοὺς ὁμοίους του τόσο προσεγγίζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, καὶ ὅταν χωρίζεται ἀπὸ αὐτούς, ἑνώνεται μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ Θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας[19].
Ἐγὼ ὡς μικρὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος ἔπραξα τὸ καθῆκον μου. Εὔχομαι καὶ σεῖς ὡς μεγαλοποιμένας νὰ πράξετε ὅ,τι σᾶς φωτίσει ὁ Θεός.
[4]. Συναξη Ορθοδοξων Κληρικων και Μοναχων, Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009.
[5]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», Θεοδρομία 17 (2015) 3-9. Τοῦ αὐτοῦ, «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸν χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», Θεοδρομία 17 (2015) 602-628. Τὰ ἴδια ἄρθρα καὶ στὸ βιβλίο τοῦ ἰδίου, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 49-94.
[6]. Βλ. τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 474-477.
[7]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 478-487.
[8]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 495-502.
[9]. Δουκα, Ἱστορία Βυζαντινὴ 31, PG 157, 1013: «Ἀλλὰ πῶς ἡ δεξιὰ αὕτη ὑπέγραψεν; ἔλεγον. Κοπήτω· ἡ γλῶττα ὡμολόγησεν ἐκριζούσθω».
[10]. Ἁγίου Γρηγοριου Παλαμα, Λόγος Α´, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Πρόλογος, ἐν Π. Χρηστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμος Α´, σελ. 24.
[11]. Τὸ κείμενο καὶ εἰς Θεοδρομία 16 (2014) 557-570.
[12]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλο-νίκη 2006.
[13]. Κανὼν 31ος Ἁγίων Ἀποστόλων: Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲν καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω». Κανὼν 15ος Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττον-τος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανο-νικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδα-σκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[14]. Ἐπιστολὴ ὁμολογητικὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 397-399.
[15]. Αὐτόθι, σελ. 399: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο· γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, “δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν καὶ ὅτι κοινωνὸς αὐτοῦ τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος”». Θεοδωρου ἐπισκόπου Ἀνδίδων, Προθεωρία κεφαλαι-ώδης περὶ τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων 32, PG 140, 460-461: «Εἶτα ἡ ἐκφώνησις· Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾽ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον καὶ ὅτι τούτου μνημονευομένου τοῦ ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν μυστηρίων διάδοχος, ἀλλ᾽ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἢ εὑρετὴς τῶν παρ᾽ αὐτοῦ προσφερομένων συμβόλων».
[16] Βλ. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Θεοκτίστῳ Μαγίστρω, Ἐπιστολὴ Ι. ΚΔ, PG 99, 984: «Καὶ τοῦτο δεδιδάγμεθα, ἐν μὲν τοῖς Ἀποστόλοις παρὰ τοῦ Παύλου ἁγνισαμένου καὶ περιτεμόντος τὸν Τιμόθεον· ἐν δὲ τοῖς Πατράσι παρὰ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου προσηκαμένου τὸ λῆμμα τοῦ Οὐάλεντος καὶ ὑποσιωπήσαντος πρὸς καιρὸν τὴν Θεὸς φωνὴν γυμνὴν ἐπὶ τοῦ Πνεύματος. Ἀλλ᾽ οὔτε ὁ Παῦλος ἔμεινεν ἁγνιζόμενος, οὔτε Βασίλειος προσηκάμενος ἔτι τὸ τοῦ Οὐάλεντος δῶρον καὶ μὴ κηρύττων Θεὸν τὸ Πνεῦμα. Τοὐναντίον μὲν οὖν ἀμφότεροι ὑπὲρ ἑκατέρων θανάτους αἱρησάμενοι φαίνονται. Οὕτω τις ἐκ τοῦ αἰῶνος οἰκονομῶν οὐ διέσφαλται τοῦ καλοῦ· θᾶττον γὰρ ἐπεδράξαντο ὃ μικρὸν ἐνέλιπον. Ὡς ἐπὶ τοῦ οἰακοστρόφου, ὑπανέντος μικρὸν τὸ πηδάλιον, διὰ τὴν ἀντιπνεύσασαν καταιγίδα. Ἑτέρως δὲ διενεχθεὶς διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· ἀντὶ οἰκονομίας παράβασιν τελέσας». Ναυκρατίῳ τέκνῳ, Ἐπιστολὴ Ι, ΜΘ, PG 99, 1088: «Ἃ μέχρι τινὸς καιροῦ γινόμενα, οὐδὲν ἔχει τὸ μεπτόν, οὐδὲ τὸ κατὰ τι ἀπηχὲς καὶ ἔκνομον· ὑφειμένον δ᾽ οὖν ὅμως καὶ οὐκ ἄγαν ἀκριβές. Τοῦτο γὰρ οἰκονομία ἡ πρὸς καιρόν».
[17]. Μαρκου Ευγενικου, Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντίᾳ 5, Patrolo-gia Orientalis 17, 442: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστα-σθαι».
[18]. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐγκύκλιος τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Χριστια-νοῖς 6, ἐν Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολι-κῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 19602, τόμος Α´, σελ. 427: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἢ κακείνων πολλῷ χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμ-πόρους».
[19]. Τοῦ αὐτοῦ, Λόγοι ἐν τῇ τελευτῇ αὐτοῦ, Patrologia Orientalis 17, 485: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καί, ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας»
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η δήλωση διακοπής Μνημοσύνου του επισκόπου του (Ιστορικό κείμενο).pdf by katihisis on Scribd
Δείτε σχετικά:Ἐγὼ ὡς μικρὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος ἔπραξα τὸ καθῆκον μου. Εὔχομαι καὶ σεῖς ὡς μεγαλοποιμένας νὰ πράξετε ὅ,τι σᾶς φωτίσει ὁ Θεός.
Μὲ σεβασμὸ στὴν ἀρχιερωσύνη σας
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
[1]. Α´ Τιμ. 3, 15.
[2]. Α´ Κορ. 12, 27. Ἐφ. 1, 23 καὶ Ἐφ. κεφ. 4 καὶ 5.
[3]. Βλ. Ἀπολογία πατριάρχου Ἰωσὴφ πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η´ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union de Lyon 1273-1277), Paris 1976, σ. 289: «Διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς, ἡ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία, ἣν ἑαυτῷ νύμφην “ἄμωμον” καὶ ἀμίαντον ἐμνηστεύσατο, φυλάξασθε ἀπὸ τοῦ μιάσματος τούτου, παρακαλῶ, τοῦ τῶν Ἰταλῶν· μὴ προσάψωμεν ἑαυτοῖς τὸν ἐκ τούτου μιασμόν, καὶ ἀποστραφῆ ἡμᾶς ὁ τῶν ψυχῶν νυμφίος καὶ αἰωνίως καταισχυνώμεθα. “Μὴ δῶμεν τόπον τῷ διαβόλῳ”». Ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑορτάζει στὶς 30 Ὀκτωβρίου.[4]. Συναξη Ορθοδοξων Κληρικων και Μοναχων, Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009.
[5]. Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», Θεοδρομία 17 (2015) 3-9. Τοῦ αὐτοῦ, «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸν χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», Θεοδρομία 17 (2015) 602-628. Τὰ ἴδια ἄρθρα καὶ στὸ βιβλίο τοῦ ἰδίου, Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἢ νὰ ἀνησυχοῦμε; ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 49-94.
[6]. Βλ. τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 474-477.
[7]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 478-487.
[8]. Τὸ κείμενο εἰς Θεοδρομία 18 (2016) 495-502.
[9]. Δουκα, Ἱστορία Βυζαντινὴ 31, PG 157, 1013: «Ἀλλὰ πῶς ἡ δεξιὰ αὕτη ὑπέγραψεν; ἔλεγον. Κοπήτω· ἡ γλῶττα ὡμολόγησεν ἐκριζούσθω».
[10]. Ἁγίου Γρηγοριου Παλαμα, Λόγος Α´, Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Πρόλογος, ἐν Π. Χρηστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1962, τόμος Α´, σελ. 24.
[11]. Τὸ κείμενο καὶ εἰς Θεοδρομία 16 (2014) 557-570.
[12]. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, Θεσσαλο-νίκη 2006.
[13]. Κανὼν 31ος Ἁγίων Ἀποστόλων: Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου, χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω, ὡς φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲν καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω». Κανὼν 15ος Πρωτοδευτέρας Συνόδου: «Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ἐσφράγισταί τε καὶ ὥρισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καὶ σχίσμα ποιούντων, καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾽ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττον-τος, καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾽ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανο-νικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδα-σκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι».
[14]. Ἐπιστολὴ ὁμολογητικὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 397-399.
[15]. Αὐτόθι, σελ. 399: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο· γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, “δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν καὶ ὅτι κοινωνὸς αὐτοῦ τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος”». Θεοδωρου ἐπισκόπου Ἀνδίδων, Προθεωρία κεφαλαι-ώδης περὶ τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων 32, PG 140, 460-461: «Εἶτα ἡ ἐκφώνησις· Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾽ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον καὶ ὅτι τούτου μνημονευομένου τοῦ ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν μυστηρίων διάδοχος, ἀλλ᾽ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἢ εὑρετὴς τῶν παρ᾽ αὐτοῦ προσφερομένων συμβόλων».
[16] Βλ. Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Θεοκτίστῳ Μαγίστρω, Ἐπιστολὴ Ι. ΚΔ, PG 99, 984: «Καὶ τοῦτο δεδιδάγμεθα, ἐν μὲν τοῖς Ἀποστόλοις παρὰ τοῦ Παύλου ἁγνισαμένου καὶ περιτεμόντος τὸν Τιμόθεον· ἐν δὲ τοῖς Πατράσι παρὰ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου προσηκαμένου τὸ λῆμμα τοῦ Οὐάλεντος καὶ ὑποσιωπήσαντος πρὸς καιρὸν τὴν Θεὸς φωνὴν γυμνὴν ἐπὶ τοῦ Πνεύματος. Ἀλλ᾽ οὔτε ὁ Παῦλος ἔμεινεν ἁγνιζόμενος, οὔτε Βασίλειος προσηκάμενος ἔτι τὸ τοῦ Οὐάλεντος δῶρον καὶ μὴ κηρύττων Θεὸν τὸ Πνεῦμα. Τοὐναντίον μὲν οὖν ἀμφότεροι ὑπὲρ ἑκατέρων θανάτους αἱρησάμενοι φαίνονται. Οὕτω τις ἐκ τοῦ αἰῶνος οἰκονομῶν οὐ διέσφαλται τοῦ καλοῦ· θᾶττον γὰρ ἐπεδράξαντο ὃ μικρὸν ἐνέλιπον. Ὡς ἐπὶ τοῦ οἰακοστρόφου, ὑπανέντος μικρὸν τὸ πηδάλιον, διὰ τὴν ἀντιπνεύσασαν καταιγίδα. Ἑτέρως δὲ διενεχθεὶς διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· ἀντὶ οἰκονομίας παράβασιν τελέσας». Ναυκρατίῳ τέκνῳ, Ἐπιστολὴ Ι, ΜΘ, PG 99, 1088: «Ἃ μέχρι τινὸς καιροῦ γινόμενα, οὐδὲν ἔχει τὸ μεπτόν, οὐδὲ τὸ κατὰ τι ἀπηχὲς καὶ ἔκνομον· ὑφειμένον δ᾽ οὖν ὅμως καὶ οὐκ ἄγαν ἀκριβές. Τοῦτο γὰρ οἰκονομία ἡ πρὸς καιρόν».
[17]. Μαρκου Ευγενικου, Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντίᾳ 5, Patrolo-gia Orientalis 17, 442: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστα-σθαι».
[18]. Τοῦ αὐτοῦ, Ἐγκύκλιος τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Χριστια-νοῖς 6, ἐν Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολι-κῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 19602, τόμος Α´, σελ. 427: «Φευκτέον αὐτούς, ὡς φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως, ὡς αὐτοὺς ἐκείνους ἢ κακείνων πολλῷ χείρονας, ὡς χριστοκαπήλους καὶ χριστεμ-πόρους».
[19]. Τοῦ αὐτοῦ, Λόγοι ἐν τῇ τελευτῇ αὐτοῦ, Patrologia Orientalis 17, 485: «Πέπεισμαι γὰρ ἀκριβῶς ὅτι ὅσον ἀποδιίσταμαι τούτου καὶ τῶν τοιούτων ἐγγίζω τῷ Θεῷ καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, καί, ὥσπερ τούτων χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῇ ἀληθείᾳ καὶ τοῖς Ἁγίοις Πατράσι καὶ Θεολόγοις τῆς Ἐκκλησίας»
Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η δήλωση διακοπής Μνημοσύνου του επισκόπου του (Ιστορικό κείμενο).pdf by katihisis on Scribd
-Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Η διακοπή του μνημοσύνου του μητρ. Θεσσαλονίκης κ.Ανθίμου [mp3 - 2017]
-Η στιγμή της διακοπής μνημοσύνου του μητρ. Θεσ/νίκης κ.Ανθίμου από τον π.Θεόδωρο Ζήση [ΒΙΝΤΕΟ 2017]