Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

~ Μετά από χρόνια, η ιστορία του ίσως μοιάζει με παραμύθι. Ένα παλικάρι γεμάτο αγάπη, που δε φοβόταν να μιλάει στους άλλους για το Χριστό, αν και είχε δεχτεί πολλές απειλές...+ π. Δανιήλ Σισόεφ.-

Φωτογραφία της Κατερινα Μωραϊτη.

Όμως προχωρούσε μπροστά, μεταδίδοντας σε Ρώσους νεοπαγανιστές, μουσουλμάνους, εθνικιστές, προτεστάντες και άλλες ομάδες την αλήθεια της Ορθοδοξίας, αφού πίστευε πως «αν δεν κηρύξουμε σ’ αυτούς το λόγο της σωτηρίας, θα είμαστε άσπλαχνοι». 

Αυτό το παλικάρι ήταν ένας ορθόδοξος ιερέας – και, από τις 19 Νοεμβρίου 2009, ένας νεομάρτυρας.
Ο π. Δανιήλ Σισόεφ γεννήθηκε το 1974. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και δάσκαλος και η μητέρα του δασκάλα.
Τον μεγάλωσαν με αγάπη και πίστη στο Χριστό. Από μικρός ήταν κοντά στην Εκκλησία. Εργάστηκε μάλιστα εθελοντικά, σε εφηβική ηλικία, για την ανακατασκευή του ιστορικού μοναστηριού της Όπτινα, ενός από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της Ορθοδοξίας, όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά σε όλο τον κόσμο. Συνεπώς, είχε κάποια επαφή με τη μεγάλη πνευματική παράδοση των Ρώσων αγίων και γερόντων.

Αν ποτέ έχασε την πίστη του ή τι αμφιβολίες μπορεί να τον συντάραξαν όταν ήταν έφηβος π.χ., δεν το ξέρουμε.
Πάντως απ’ όποιες αναζητήσεις κι αν πέρασε ή δεν πέρασε, ως ενήλικας ήταν γεμάτος αγάπη για το Χριστό και τους συνανθρώπους του, για όλο τον κόσμο.
Μεγαλώνοντας σπούδασε στο Θεολογικό Σεμινάριο της Μόσχας και κατόπιν στη Θεολογική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 2001.

Παντρεύτηκε σε ηλικία 21 ετών την Ιουλία Μιχαΐλοβνα Μπρίκινα, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Ιουστίνα, τη Δωροθέα και την Αγγελίνα.
Το 1996, σε ηλικία 22 ετών και ενώ είχε χειροτονηθεί διάκονος, η Εκκλησία της Ρωσίας ανέθεσε στον π. Δανιήλ να συζητά με ανθρώπους μπλεγμένους σε αιρετικές ομάδες και παραθρησκευτικές σέχτες. 

Η ιεραποστολική φλόγα έκαιγε ακατάπαυστα στην καρδιά του π. Δανιήλ. Στεναχωριόταν πολύ, όταν έβλεπε ανθρώπους που δεν πίστευαν στο Θεό και ζούσαν μέσα σ’ ένα ψέμα.
Τους θεωρούσε κι αυτούς παιδιά του Θεού και έκανε πολλές προσπάθειες για να τους μεταπείσει και να τους φέρει στην αληθινή πίστη.
Όταν αργότερα έγινε ιερέας και καθώς περνούσαν τα χρόνια, η ιεραποστολική του δράση έγινε πιο έντονη. 

Άρχισε να συζητάει με όλους. Να τονίζει ότι η Ορθοδοξία είναι ο δρόμος της σωτηρίας και να προσεγγίζει προτεστάντες, μάρτυρες του Ιεχωβά, ειδωλολάτρες (από εκείνους που αναβίωναν τη λατρεία των αρχαίων ρωσικών θεών), ακραίους εθνικιστές, νεοναζί, ακραίους αθεϊστές σταλινικής νοοτροπίας, και τελικά μουσουλμάνους, αν και αρχικά το Ισλάμ ήταν η θρησκεία που τον ενδιέφερε λιγότερο απ’ όλες – όμως τελικά ασχολήθηκε με αυτήν και έδωσε τη ζωή του για να μεταφέρει στους πιστούς του Ισλάμ την αλήθεια του Χριστού.

Έγραψε πολλά άρθρα και μερικά βιβλία, παρουσιάστηκε σε τηλεοπτικές εκπομπές, έκανε ομιλίες, δημιούργησε ιστολόγιο στο Διαδίκτυο και κανάλι με βίντεο στο YouTube, αλλά συμμετείχε και σε ανοιχτές συζητήσεις με ανθρώπους εκτός Εκκλησίας, όπως ειδωλολάτρες, μουσουλμάνους και προτεστάντες. Στους προτεστάντες πήγαινε και μόνος του, αλλά στις δημόσιες συζητήσεις, πολλές φορές (αν όχι πάντα) πήγαινε προσκαλεσμένος, δεν προκαλούσε ο ίδιος στη συζήτηση. 


Θεωρούσε όμως ότι έπρεπε να πάει παντού, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του.
Σε μία από τις συζητήσεις του με μουσουλμάνους, ένας από τους διοργανωτές της συζήτησης έγινε ορθόδοξος χριστιανός. Πεποίθησή του, αλλά και αιτία της ιεραποστολικής του αγωνίας ήταν:
«Μόνο στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ο άνθρωπος πλησιάζει τόσο πολύ τη Θεϊκή ζωή, που βλέπει τη μυστηριώδη φλόγα της τριαδικής αγάπης».
Κάποια στιγμή πήγε στην επαρχία του Κιργιστάν και κήρυξε σε συνάξεις προτεσταντών με μεγάλη επιτυχία, αφού ακόμη και μερικοί πάστορες έγιναν ορθόδοξοι.
Τόση ήταν η επιτυχία του, που η ηγεσία των τοπικών αιρέσεων απαγόρευσε τις συνάξεις όσον καιρό θα βρισκόταν εκεί ο π. Δανιήλ.

Η δράση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην Ορθοδοξία περίπου 80 μουσουλμάνοι και 500 προτεστάντες, καθώς και άνθρωποι που είχαν εμπλακεί με τον αποκρυφισμό, τη μαγεία, την ειδωλολατρία κ.τ.λ. Εκτός αυτού, βοηθούσε ανθρώπους όχι μόνο στην περιοχή του, αλλά συγκεντρώνοντας και στέλνοντας οικονομική βοήθεια και σε όλο τον κόσμο: στην Ινδονησία, στη Ζιμπάμπουε κ.λ.π., ενώ είχε ταξιδέψει στα Σκόπια για να μιλήσει με σχισματικούς εθνικιστές χριστιανούς, είχε φιλοξενήσει στη Ρωσία ορθόδοξους από την Ταϊλάνδη, την Κίνα και την Ινδία και έψαχνε ευκαιρία να μιλήσει με ρωμαιοκαθολικούς από τη Δυτική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική.

Επειδή ήταν κατά το ήμισυ Τάταρος (φυλή στη Ρωσία, κατά βάσιν μουσουλμανική, η οποία στο παρελθόν είχε κατακτήσει τη Ρωσία όπως εμάς εδώ οι Τούρκοι), ο π. Δανιήλ είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τους Τάταρους και πολλούς είχε φέρει στην Ορθοδοξία.
Πίστευε και δίδασκε ότι η Ορθοδοξία είναι μια πίστη για όλους τους ανθρώπους, μια πίστη που ενώνει όλους τους ανθρώπους και ότι αν δεν τη μεταδώσουμε, με αγάπη και τιμιότητα, σε όλους τους ανθρώπους, είμαστε απάνθρωποι.

Σε κάποια συνέντευξη, τονίζει ότι, αν πεις σε ένα νέο να πιστέψει (αληθινά βέβαια) στο Χριστό, ουσιαστικά του λες να πάει κόντρα στην κοινωνία και μάλλον και στην ίδια την παρέα του. Και λέει:

«Είναι δύσκολο για έναν νέο να πάει κόντρα στην παρέα του, να γίνει το μαύρο πρόβατο. Το ουσιώδες είναι να έχει θάρρος. Όταν ήμουν εγώ νέος θεωρούσαμε ότι σου ανεβάζει το πρεστίζ το να είσαι διαφορετικός από τους άλλους. Πιστεύω ότι πρέπει να επιστρέψουμε σ’ αυτήν την παράδοση. Το μαύρο πρόβατο είναι ένα ευγενές ζώο, από καλή ράτσα. Ένας αληθινός χριστιανός πρέπει να το θυμάται αυτό. Αν δεν έχει τη δύναμη, να ζητάει τη βοήθεια του Θεού. Ένας νεαρός ιεραπόστολος θα πρέπει να ετοιμαστεί: τα λόγια του θα προκαλέσουν σκάνδαλο και αγανάκτηση. Αλλά δεν πρέπει να φοβάται. Η αποστολή μας έγκειται στο να λέμε πράγματα δυσάρεστα».
Στην ίδια συνέντευξη έφερε ως παράδειγμα μια κοπέλα, που μεταστράφηκε από το Ισλάμ στον αποκρυφισμό και τελικά στην Ορθοδοξία. 

Οι μουσουλμάνοι γονείς της την πολέμησαν εξουθενωτικά, την καταράστηκαν, της πέταξαν τις εικόνες (πάντως δεν τη σκότωσαν, ενώ έχουμε και παρόμοιες περιπτώσεις αλλού), κι όμως αυτή έμεινε σταθερή και τελικά έγινε και βοηθός και συνεργάτης του π. Δανιήλ στην εκκλησία.
Εδώ αντίσταση στο κατεστημένο θεωρείται το να μην πηγαίνουμε στην Εκκλησία. 

Όμως στην πραγματικότητα αντίσταση είναι να πηγαίνουμε στην Εκκλησία και να ζούμε χριστιανικά, με αγάπη και συγχώρεση για όλο τον κόσμο (και για τους ξένους και τους μετανάστες, και για τους βιαστές και τους παιδεραστές – όχι βέβαια να αγαπάμε τις εγκληματικές πράξεις, αλλά τους ανθρώπους που έχουν πέσει θύματα του σατανά και κατέληξαν εγκληματίες). 

Αυτό ήταν και είναι πάντα ενάντιο στην κοινωνία, ακόμη και στους υποτιθέμενους πιστούς χριστιανούς.

Και λέει ο π. Δανιήλ:

«Συχνά αυτοί που δεν συμμετέχουν στις ακολουθίες της εκκλησίας βαριούνται εύκολα. Αυτοί που νομίζουν ότι κοιμώμενοι την Κυριακή αναπληρώνουν τον ύπνο που έχασαν την υπόλοιπη εβδομάδα και δεν πηγαίνουν στη Θεία Λειτουργία, σύντομα θα καταλάβουν ότι ο κυριακάτικος ύπνος δεν προκαλεί ευχαρίστηση. Μπορείς να φας και να αισθάνεσαι πεινασμένος ή να κοιμηθείς 25 ώρες και να νυστάζεις. ΑΝ Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ ΣΟΥ ΔΩΣΕΙ ΔΥΝΑΜΗ, ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΒΡΕΙΣ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΛΟΥ. Αν είσαι ερωτευμένος με κάποιον, θέλεις να τον βλέπεις συνέχεια, να επικοινωνείς μαζί του. Δεν πρέπει να σε καταναγκάσει κανένας να πας στη συνάντηση, έτσι δεν είναι; Ο χριστιανισμός ανυψώνεται πάνω σ’ αυτήν την αγάπη μεταξύ Θεού και ανθρώπου».

Το 2006 ο π. Δανιήλ οικοδόμησε έναν ξύλινο ναό προς τιμήν του αγίου αποστόλου Θωμά, του αποστόλου που, από τη μεγάλη λαχτάρα του να βεβαιωθεί για την αλήθεια της ανάστασης του Χριστού, ζήτησε να βάλει τα χέρια του στις πληγές Του και ο Χριστός ανταποκρίθηκε. 

Μέσα σ’ αυτή την εκκλησία ο π. Δανιήλ δολοφονήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2009.
Είχε απειληθεί 14 φορές, ενώ είχε προληφθεί από την αστυνομία (εν αγνοία του) μια απόπειρα δολοφονίας του.
Του είχε ανακοινωθεί ότι το Ισλάμ τον καταδικάζει σε θάνατο.
 

Μετά το μαρτύριό του, όπως γράφτηκε, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις μουσουλμάνων που βρήκαν το θάρρος να βαφτιστούν ορθόδοξοι χριστιανοί, επηρεασμένοι από το έργο και τη ζωή του.

Λέει ο φίλος του και στενός συνεργάτης του π. Γιούρι Μαξίμωφ:

«Γνωρίζω πολλούς καλούς ιερείς στη Ρωσία, αλλά ποτέ δεν συνάντησα έναν άνθρωπο που ν’ αγαπά τόσο πολύ και με τόση αφοσίωση το Θεό όπως ο π. Δανιήλ».
«Ποτέ του δεν επέβαλε τη γνώμη του δικτατορικά και πάντα άκουγε την αντίθετη γνώμη… Εάν καταλάβαινε ότι έχει κάνει λάθος, υποχωρούσε. Ήταν ένας άνθρωπος τίμιος και ήξερες από πριν ότι, εάν του ζητήσεις μια βοήθεια, θα σου τη δώσει. Για μένα ήταν ένας ιερέας-παράδειγμα».

Η τελευταία μέρα της επίγειας ζωής του ξεκίνησε με τη Θεία Λειτουργία.
Την ίδια μέρα βάπτισε ένα παιδί και έφερε στην αγκαλιά της εκκλησίας έναν νέο τον οποίο γλύτωσε από τον αποκρυφισμό. 

Λίγες ώρες πιο αργά άρχισε – ως συνήθως – τις ομιλίες του με βάση την Αγ. Γραφή και έμεινε έως αργά στον ναό συζητώντας με τους ενορίτες διάφορα προβλήματα. 

Όταν πια έμεινε μόνος, πήγε στο Άγιο Βήμα να προσευχηθεί.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο ναό ο δολοφόνος ο οποίος άρχισε να πυροβολεί και να φωνάζει:“Πού είναι ο Sisoev;”.

Ο π. Δανιήλ βγήκε από το Άγιο Βήμα με θάρρος και κατευθύνθηκε προς το δολοφόνο λαμβάνοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο.

Λόγια της πρεσβυτέρας Ιουλίας, της συζύγου του π. Δανιήλ, μετά τη δολοφονία του (μεταξύ άλλων):


«Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, σας ευχαριστώ για την υποστήριξη και τις προσευχές σας. Αυτός είναι ο πόνος που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Αυτός είναι ο πόνος που βιώνουν εκείνοι που στάθηκαν στο Σταυρό του Σωτήρα. Αυτή είναι η χαρά που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια, αυτή είναι η χαρά που βιώνουν εκείνοι που ήρθαν στον κενό Τάφο.

Ο π. Δανιήλ είχε προβλέψει ήδη το θάνατό του αρκετά χρόνια προτού συμβεί… Ανέβηκε στο Γολγοθά του στην ίδια εκκλησία που είχε χτίσει, στην εκκλησία στην οποία αφιέρωσε όλο το χρόνο και τη δύναμή του. Τον σκότωσαν, όπως τον προφήτη του παλιού καιρού, μεταξύ του ναού και του ιερού, και βρέθηκε πράγματι αντάξιος της κλήσης ενός μάρτυρα…

… Πολλές φορές είχε πει ότι θα τον σκότωναν. Εγώ τον ρωτούσα ποιος θα φρόντιζε εμένα και τα τρία παιδιά μας, κι αυτός μου απαντούσε ότι μας άφηνε σε ασφαλή χέρια. 

“Θα σας αφήσω την Παναγία. Αυτή θα σας φροντίσει”.
Μας είπε με ποια άμφια να τον θάψουμε.
Κι εγώ αστειεύτηκα ότι δεν υπήρχε λόγος να μιλάει γι’ αυτό, γιατί δεν ξέραμε ποιος θα έθαβε ποιον. Είπε ότι εγώ θα τον έθαβα. 

Μόλις γύρισε η κουβέντα στις κηδείες, δε θυμάμαι λεπτομέρειες, αλλά του είπα ότι δεν είχα πάει ποτέ σε κηδεία ενός ιερέα. Και μου απάντησε ότι δεν πειράζει, επειδή θα ήμουν στη δική του…

Δεν είμαι διαλυμένη. Με υποστηρίζει. Τον αισθάνομαι δίπλα μου. Είχαμε πει ο ένας στον άλλο τόσα τρυφερά λόγια το τελευταίο διάστημα, που δεν είχαμε πει ποτέ στη ζωή μας . Μόνο τώρα καταλαβαίνω πόσο αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο».

(Αποσπάσματα από ομιλία του Θ. Ρηγινιώτη για τον π. Δανιήλ Σισόεφ)

Κατερινα Μωραϊτη

ΠΗΓΗ