Ὀφειλομένη δευτερολογία σχετικὰ μὲ τὸ κείμενο τοῦ Πρωτοπρ. Πέτρου Χίρς
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Κλασσικὸς φιλόλογος Ἱστορικός
Εἶχα γράψει, ὅτι θὰ περίμενα τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἀπάντησης τοῦ π. Πέτρου Χίρς γιὰ νὰ ἀπαντήσω. Ἐπειδὴ ὅμως πολλοὶ πιστοὶ ρωτοῦν, πότε θὰ ἐμφανιστεῖ ἡ ἀπάντησή μου καὶ μπορεῖ μὲ τὴν ἀναμονή μου - ἰδίως σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς ποὺ τὰ γεγονότα τρέχουν - νὰ σκανδαλίζω ἀκουσίως τοὺς ἀδελφούς μας, ἀποφάσισα νὰ ἀπαντήσω τώρα, ἐλπίζοντας μάλιστα, ὅτι μὲ τὸ κείμενό μου καὶ μὲ τὰ νέα στοιχεῖα ποὺ παραθέτω, ὁ καλοπροαίρετος διάλογος θὰ συνεχιστεῖ. Καταρχήν θέλω νὰ ξεκαθαρίσω, ὅτι εἶμαι εὐγνώμων γιὰ τὴν ἀπάντηση τοῦ σεβαστοῦ π. Πέτρου. Εἶναι ὡραῖο νὰ γίνεται διάλογος μὲ ὀρθόδοξο ἦθος, μὲ ἐπίπεδο χωρὶς ὕβρεις καὶ ἀκρότητες καὶ μὲ βάση πάντα τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἡ ἀπάντησή μου περιλαμβάνει δύο μέρη: Τὶς θέσεις τοῦ πατρὸς Πέτρου γιὰ τὸν π. Σεραφεὶμ καὶ τὴν ὑπονοούμενη ἢ σημαινόμενη ἀπὸ αὐτὲς γνώμη του περὶ ζηλωτισμοῦ.
Πρῶτο μέρος:
Θέσεις τοῦ πατρὸς Πέτρου γιὰ τὸν π. Σεραφείμ
Στὴν ἀπάντησή του ὁ π. Χίρς δὲν ἀποδεικνύει, ὅτι ἔχει βάση τὸ σχόλιο του γιὰ τὸ πρόσωπό μου, «ωστόσο αστόχησε δυστυχώς, παρεξηγώντας προφανώς τόσο την τοποθέτηση του μακαριστού ασκητού, όσο και τη δική μου ανάλυση». Καὶ οἱ πηγὲς ποὺ ἀναφέρονται στὸ κείμενο τοῦ π. Πέτρου εἶναι μεμονωμένες καὶ στεροῦνται συνολικῆς ἐγκυρότητας, ὁπότε ὁ χαρακτηρισμὸς γιὰ τὸν τρόπο γραφῆς μου «κατά τρόπο πρόχειρο και αποσπασματικό, υπεραπλουστεύοντας...» ἢ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς δύο μας ἢ γιὰ κανένα.
Γράφει: «Ὁ κ. Τσακίρογλου δεν παραθέτει κάποια αυτούσια αποσπάσματα του ίδιου του μακαριστού πατρός». Ναί, δὲν τὸ ἔκανα γιατὶ δὲν χρειαζόταν. Τώρα, ποὺ ὁ π. Χίρς παραθέτει συγκεκριμένα κείμενα, ὡς ἀποδεικτικὰ τῶν θέσεών του, χρησιμοποιῶ κι ἐγὼ τὰ κείμενα ποὺ ζητᾶ κι ἀποδεικνύουν ὅτι, ἐνῶ συμφωνοῦμε σὲ μερικὰ σημεία, ἡ ὅλη τοποθέτησή του, ἂν κάποιος δεῖ ὄχι μόνο τὸ σημαῖνον ἀλλὰ καὶ τὸ σημαινόμενον, πάσχει. Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς θὰ δώσω μερικὰ παραδείγματα:
Γράφει ὁ π. Πέτρος: «Παρόλο που ο π. Σεραφείμ δεν άλλαξε ποτέ τη βασική του στάση έναντι του οικουμενισμού, «εντούτοις, όταν είδε κάποιους ανθρώπους να αποκαλούν άλλους, υπαγομένoυς σε άλλες δικαιοδοσίες, [και διαπλεκόμενες με τον οικουμενισμό] «αιρετικούς», έγραψε τα εξής: «Ο οικουμενισμός είναι αίρεση, μόνον αν πραγματικά εμπεριέχει την άρνηση, ότι η Ορθοδοξία είναι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού. . . .Ασφαλώς, πρέπει κανείς να επικρίνει τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση - κάτι που πράγματι είναι παραπλανητικό, στην καλύτερη περίπτωση, αλλά και ασαφές σε ο,τι αφορά τη φύση της Εκκλησίας του Χριστού.
Όμως, σήμερα, δεν μπορεί κανείς να αποκαλέσει αυτούς τους ανθρώπους «αιρετικούς», ούτε μπορεί να επιβεβαιώσει ότι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι – πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων – έχουν διδάξει πραγματικά τον οικουμενισμό ως αίρεση. Η μάχη για την αληθινή Ορθοδοξία στην εποχή μας δεν υποστηρίζεται από τέτοιες υπερβολές». Πράγματι τὸ ἔγραψε αὐτὸ ὁ π. Σεραφείμ, ἀλλὰ ἔγραψε στὸ βιβλίο του «Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ἡ θρησκεία τοῦ μέλλοντος»[1] καὶ τὰ ἀκόλουθα: «Ἡ ἰδεολογία πίσω ἀπό τὸν Οἰκουμενισμό, ἡ ὁποία ἔχει ἐμπνεύσει οἰκουμενιστικὲς πράξεις καὶ διακηρύξεις ..εἶναι μία καλὰ προσδιορισμένη αἵρεση (σελ. 27).....Ὁ «χριστιανικός» οἰκουμενισμός... εἶναι τὸ προϊόν, ὄχι ἁπλῶς ἀνθρωπίνων «καλῶν σχέσεων» ἀλλὰ μᾶλλον μιᾶς διαβολικῆς εἰσήγησης (σελ. 30).... (καὶ μιλῶντας γιὰ τὰ λόγια τοῦ Μητροπολίτη τοῦ ὄρους Λιβάνου Γεωργίου Κὸντρ στὴν Ἀντὶς Ἀμπέμπα) Ὅλα αὐτὰ φυσικὰ συνιστοῦν αἵρεση, ποὺ ἀρνεῖται τὴν Ἁγία Τριάδα» (σελ. 32). Ἐδῶ λοιπὸν συμφωνῶ μὲ τὸν π. Πέτρο ὡς πρὸς τὸ γεγονὸς, ὅτι ὁ π. Σεραφεὶμ θεωροῦσε τὸν Οἰκουμενισμό ὡς αἵρεση ἀλλά, ἀντίθετα πρὸς τὰ ἀποδεικτικὰ του π. Πέτρου, ἀποδεικνύεται καὶ ἐπιβεβαιώνεται, ὅτι ὀνόμαζε αἱρετικοὺς ἢ πλανεμένους τοὺς συνειδητοὺς οἰκουμενιστές, ὅπως τὸν ΜητροπολίτηΓεώργιο Κόντρ (βλέπε καὶ τὶς ἀναφορὲς τοῦ π. Σεραφείμ, γιὰ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς Ἰάκωβο, τὸν π. Εὐσέβιο Στεφάνου κ.α.). Τὰ λόγια καὶ οἱ θέσεις ἑνὸς προσώπου πρέπει νὰ λαμβάνονται ὑπόψη σὲ σχέση μὲ τὸ συνολικὸ του ἔργο καὶ ὄχι ἀπομονωμένα. Ὅσον ἀφορᾶ αὐτό, θὰ ἐπανέρθω παρακάτω.
Γιὰ αὐτοὺς μάλιστα, ποὺ συμμετέχουν στοὺς «διαλόγους» ἢ γνωρίζουν καὶ σιωποῦν γράφει ὁ π. Σεραφείμ στὸ ἴδιο βιβλίο: «ἀλλὰ σωπαίνουν, γιατὶ «τὸ πνεῦμα τῶν καιρῶν» σήμερα εἶναι συχνὰ δυνατότερο ἀπὸ τὴν φωνὴ τῆς Ὀρθόδοξης συνείδησης» (σελ. 25) «οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ καὶ ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ σώσουν τὶς ψυχὲς τους στὴν αἰωνιότητα, ἂς φυλαχτοῦν καὶ ἂς δράσουν (σελ. 36). Οἱ λέξεις «ἂς φυλαχτοῦν καὶ ἂς δράσουν» μποροῦν νὰ ἐρμηνευτοῦν μόνο μέσω τῆς πατερικῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἵρεσης καὶ τῶν αἱρετιζόντων, ἀλλιῶς θὰ ἦταν κενὲς περιεχομένου.
Ὁ π. Πέτρος θέτει ὡς ἀπόδειξη τοῦ ἰσχυρισμοῦ του, ὅτι ὁ π. Σεραφεὶμ ἄλλαξε τὴν στάση του στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του καὶ καταδίκασε τὸν ζηλωτισμό, ἕνα γραπτό του ἀπὸ τὸ κεφ. «Ἐλπίδα» τοῦ 3ου τόμου τῆς βιογραφίας του. Σὲ αὐτὸ τὸ μέρος συμφωνοῦμε μερικῶς. Γιατὶ στὸ ἴδιο κεφ. (ἑλλην. Β΄ ἔκδοση, 2009) γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Σεραφεὶμ καὶ τὰ ἑξῆς: «Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχουμε μιὰ αἴσθηση... πὼς ἡκαλύτερη ἐλπίδα γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἀληθινῆς Ὀρθοδοξίας στὰ προσεχῆ χρόνια θὰ ὑπάρξει σὲ τέτοιες μικρὲς συναθροίσεις πιστῶν, ὅσον τὸ δυνατὸν «ἑνὸς νοῦ καὶ μιᾶς ψυχῆς». Ἡ ἱστορία τοῦ 20ου αἰῶνα μᾶς ἔχει ἤδη φανερώσει ὅτιδὲν μποροῦμε νὰ περιμένουμε πολλὰ ἀπὸ τὸν «ἐκκλησιαστικὸ ὀργανισμό».
Ἐκεῖ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς αἱρέσεις ὑπάρχει ἔντονη ἐκκοσμίκευση»(σελ. 431). Καὶ ἐπειδὴ ὁ π. Πέτρος λέει, ὅτι τὸ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν Ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο γιὰ τὶς θέσεις τοῦ π. Σεραφείμ εἶναι μέθοδος «όχι μόνο μη πειστική, αλλά και παραπλανητική» γράφει ὁ π. Σεραφείμ στὴν ἴδια σελίδα (431) πάλι γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο: «Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀβέρκιος καὶ ἐπίσης ὁ ἐπίσκοπός μας Νεκτάριος, μᾶς ἔχουν προειδοποιήσει νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴν ἐποχὴ τῶν κατακομβῶν ποὺ ἔρχεται» (καὶ πάλι στὴν σελ. 447 καὶ 448): «Αἰσθανόμαστε, ὅλο καὶ περισσότερο τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν γιὰ μιὰ ἐπερχόμενη ἐποχὴ τῶν κατακομβῶν...Κάθε τέτοιο μοναστήρι ἢ κοινότητα ἂς τὸ βλέπουμε σὰν μέρος τοῦ μελλοντικοῦ δικτύου κατακομβῶν τῶν ἀγωνιστῶν γιὰ τὴν ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο εἶναι παραπλανητικὴ καὶ μὴ πειστική; Ὁ δὲ Γ’ τόμος τῆς βιογραφίας τοῦ πατρὸς εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ τέτοιες ἀναφορές.
Στὴν σελ. 431 (πάλι τοῦ ἰδίου κεφ. ποὺ ἀναφέρει ὁ π. Πέτρος ὡς ἀπόδειξη τοῦ ἀντιζηλωτισμοῦ τοῦ π. Σεραφείμ, ὅσο γιὰ τὸ ἐπίθετο «ἀδιάκριτος» θὰ μιλήσω παρακάτω) ἀναφέρονται τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Ἐπισκόπου Δαμασκηνοῦ Τσέντρικ τοῦ Σταροντοὺμπ καὶ μέσα σὲ αὐτὰ τὰ ἑξῆς: «Ἡ ἱστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ μᾶς φανερώνει πώς, σὲ ὅλες τὶς περιόδους ποὺ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ αἱρέσεις ταράζουν τὴν Ἐκκλησία, οἱ φορεῖς τῆς Ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἐκφραστές Της ἦταν λίγοι, ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ λίγοι μὲ τὴ φλόγα τῆς πίστης τους καὶ τὸν ζῆλο τους νὰ παραμείνουν στὴν Ἀλήθεια, φλόγισαν σταδιακὰ ὅλους».
Στὸ δὲ προαναφερθὲν πόνημα του[2] «Τεκνία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί» (Α’ Ἰω. 2,18) γράφει ὁ π. Σεραφείμ: «Ὁ Κύριος ὁ Θεός...ἔχει διατηρήσει στὸν κόσμο, ὅπως στοὺς καιροὺς τοῦ Προφήτη Ἠλία, ἑπτὰ χιλιάδες ἄνδρες ποὺ δὲν ἔχουν κλίνει γόνυ στὸν Βάαλ (Ρωμ. 11, 4) - ἕναν ἄγνωστο ἀριθμὸ πραγματικῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν... Δὲν παρασύρονται ἀπὸ τὸ κίνημα τῆς ἀποστασίας... ἀλλὰ συνεχίζουν ριζωμένοι στὴν ἱερὴ καὶ σωτήρια πίστη τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίαςμέσα στὴν παράδοση ποὺ τοὺς μεταβίβασαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, προσέχοντας τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν καὶ προχωρώντας στὴ στενὴ ὁδὸ πρὸς τὴν σωτηρία.Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκολουθοῦν τοὺς Ἐπισκόπους τῶν λίγων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ποὺ ἔχουν προβάλλει ἰσχυρὴ ἀντίσταση (σημ. ὄχι τοὺς σημερινοὺς χλιαροὺς χαρτοπολεμιστές, ἀλλὰ τοὺς ζηλωτές) ἐνάντια στὴν ἀποστασία τῶν καιρῶν μας.
Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ποὺ ἔχουν μείνει καὶ στὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πικραμένοι γιὰ τὴν ὅλο καὶ πιὸ φανερὴ ἀποστασία τῶν ἱεραρχῶν τους καὶ πασχίζουν νὰ κρατήσουν τὴ δική τους Ὀρθοδοξία ἀνέπαφη. Αὐτοὶ οἱ ἑπτὰ χιλιάδες εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς μελλοντικῆς καὶ μοναδικῆς ὡς Ὀρθοδοξίας τῶν ἐσχάτων καιρῶν... Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος συνεχίζει τὴν προειδοποίηση γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἀντιχρίστου μὲ αὐτὴν τὴν ἐντολή: «Ὥστε λοιπόν, ἀδελφοί, σταθεῖτε σταθεροί, καὶ κρατᾶτε τὶς διδασκαλίες ποὺ διδαχθήκατε ἀπὸ μᾶς, εἴτε διὰ λόγου, εἴτε δι’ ἐπιστολῆς (Β’ Θεσ. 2, 15)». «Ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ σᾶς ταράζουν καὶ θέλουν νὰ διαστρέψουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ κι ἂν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἢ κάποιος ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ σὰς κηρύξει διαφορετικὸ εὐαγγέλιο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ σᾶς κηρύξαμε αὐτὸς ἂς εἶναι ἀνάθεμα... (Γαλ. 1, 8-9)».
Καί συνεχίζει ὁ μακαριστός π. Σεραφείμ (σελ. 232) διηγούμενος τὴν ἱστορία τοῦ ἁγ. Παϊσίου τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ του, ὁ ὁποῖος σὲ μία συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ ἕναν Ἑβραῖο, ὅταν τὸν ἔστειλε ὁ Ἅγιος νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του, εἶπε ὁ δυστυχὴς τὸ ἀκόλουθο: «Ἴσως αὐτὰ ποὺ λὲς νὰ εἶναι σωστά». Ὅταν γύρισε ὁ Ὑποτακτικὸς ὁ Ἅγιος δὲ τοῦ μιλοῦσε. Μετὰ ὅμως ἀπὸ πολλὲς παρακλήσεις τοῦ εἶπε, ὅτι δὲν τὸν γνωρίζει, γιατὶ μὲ τὴν ἀπάντησή του στὸν Ἑβραῖο ἡ χάρη τοῦ Βαπτίσματος τὸν ἐγκατέλειψε καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστιανοῦ ποὺ εἶχε, χάθηκε. Ἡ ἱστορία τελειώνει μὲ τὴν εἰλικρινὴ μετάνοια τοῦ ὑποτακτικοῦ, τὴν φυγὴ τοῦ βλασφήμου πνεύματος καὶ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς Θείας Χάριτος. Ὁ π. Σεραφεὶμ καταδεικνύει μὲ αὐτὴν τὴν ἱστορία τὸν κίνδυνο ποὺ ἐπιφέρει ἡ αἵρεση τοῦ οἰκουμενισμοῦ, βάζει τοὺς ὀρθοδόξους, ποὺ συμμετέχουν ἢ σιγοῦν στὴν οἰκουμενιστικὴ αἵρεση στὴν ἴδια θέση μὲ τὸν ὑποτακτικὸ τοῦ Μεγάλου Παϊσίου καὶ καταλήγει: «Δὲν χρειάζεται τίποτα ἄλλο γιὰ νὰ χάσει ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανὸς τὴ χάρη του Θεοῦ καὶ πόσο κόπο θὰ τοῦ στοιχίσει γιὰ νὰ τὴν ξανακερδίσει!»
Καὶ ἂς μὴν μποῦμε πάλι στὴν συζήτηση, ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀνάφερα, τὰ ἔγραψε ὁ π. Σεραφεὶμ πρὶν ἀλλάξει. Γιατὶ μὲ τὰ παραπάνω κείμενα ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν ἄλλαξε τὸν εὐλογημένο ὑγιῆ ζῆλο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἰδάλλως αὐτὸ θὰ σήμαινε, ὅτι ὁ π. Σεραφείμ ἀναίρεσε τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ πιστεύω του, ποὺ βοήθησαν τόσους πιστούς στὸν πρώην σοβιετικὸ χῶρο καὶ μή. Δὲν μπορεῖ νὰ μιλάει γιὰ ἕναν μικρὸ ἀριθμὸ πιστῶν (τὸ μικρὸ ποίμνιο τοῦ Εὐαγγελίου), γιὰ τὸν μονόδρομο πρὸς τὴν σωτηρία μέσω τῆς ὑπακοῆς στὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων, γιὰ τὸ ἀνάθεμα τοῦ ἀπ. Παύλου, γιὰ τὴν παραλίγο ἀπώλεια τῆς ψυχῆς τοῦ ὑποτακτικοῦ, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἔδειξε μία ἀμφιβολία τῆς στιγμῆς - τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ καθαρὴ καταδίκη τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ ὅσων κοινωνοῦν μὲ αὐτούς - καὶ μετὰ νὰ ἀλλάζει συλλήβδην τὰ πάντα.
Αὐτὸ ποὺ ἄλλαξε, ἦταν ἡ γνώμη του γιὰ τὶς ἔριδες γιὰ ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες, καὶ τὸ ὅτι γέμισε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του μὲ ἔλεος καὶ ἀγάπη, σημάδι ὄχι ἀλλαγῆς, ἀλλὰ πνευματικῆς καὶ ψυχικῆς ὁλοκλήρωσης (Ἐδῶ νὰ θυμίσουμε ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ π. Σεραφεὶμ δὲν ὑπῆρχαν ἀγιοπατερικῶς ἀποτειχισμένοι - ὅπως οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ ὅσοι τῆς ἰδίας γραμμῆς - οὔτε ὁ π. Ζήσης ποὺ δήλωσε ὅτι θὰ ἀποτειχιστεῖ – καὶ αὐτός ζηλωτής- παρά μόνο παλαιοημερολογίτικες παρατάξεις). Ἂν διαβάσουμε τὰ λόγια τοῦ π. Ἀλεξίου Γιάνγκ, ποὺ ἐλλιπῶς παραθέτει ὁ π. Πέτρος, λίγο παρακάτω (σελ. 444 ἑλλην. ἔκδοση) διαβάζουμε γιὰ τὸν π. Σεραφείμ: «Ἦταν ὁ ἴδιος ἕνας «ζηλωτής»ἀλλὰ ὄχι στὸν ἐξοβελισμὸ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς φιλανθρωπίας».
Δεύτερο μέρος:
Δεύτερο μέρος:
Περὶ ζηλωτισμοῦ
Στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὰ λειτουργικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα συναντοῦμε τὸν ὅρο πάντα ὡς εὔσημο σὲ διάφορα σημεῖα ὅπως π.χ.:
Στὸν Ψαλμὸ 68,10 «ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου (ἡ φλογερὴ ἀγάπη γιὰ τὸν ναό σου) κατέφαγέ με».
Στὸν προφήτη Ἡσαΐα 26, 11 «ζῆλος λήψεται λαὸν ἀπαίδευτον (ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ θὰ καταλάβει τὸν ἀπαιδαγώγητο λαό)».
Ὁ Προφήτης Ἠλίας χαρακτηρίστηκε ζηλωτής. Στὸ πρῶτο κάθισμα τῆς Λιτῆς τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Ἑορτῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία ψάλλουμε: «Ἠλίας ὁ ζηλωτὴς καὶ τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ». Ὁ ζηλωτὴς δηλ. εδώ θεωρεῖται αὐτὸς ποὺ κυριαρχεῖ στὰ πάθη του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ καταφέρεις νὰ κυριαρχήσεις στὰ πάθη σου πρέπει νὰ ἔχεις ἔνθερμο πίστη, νὰ εἶσαι λάτρης, χωρὶς συμβιβασμούς, τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος Σίμων, ὁ μαθητὴς καὶ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Σίμωνας, ἀποκαλεῖται στὰ Εὐαγγέλια (Λουκ. 6, 15, Μάρκ. 3, 8, Mατθ. 10,4) Ζηλωτής, ἀλλὰ καὶ Κανανίτης ἢ Καναναῖος. Ἡ λέξη Καναναῖος ἢ Κανανίτης παράγεται ἀπὸ τὴ ἀραμαϊκὴ λέξη Kananau, ποὺ σημαίνει ζῆλος, ζέση· ἐδῶ βλέπουμε τὸ κύριο εὔσημο χαρακτηριστικὸ τοῦ Ἀποστόλου, ὡς Κανανίτης δηλ. Ζηλωτὴς ἕνεκα τῆς θέρμης καὶ τοῦ ζήλου ποὺ ἐπιδείκνυε ὡς μαθητής, ὡς ἔνθερμος ἀκόλουθος.[5]
Γιὰ τὸν ἴδιο ζῆλο διαβάζουμε καὶ στὸ ἀπολυτίκιο τοῦ Ἱερομάρτυρος Παγκρατίου:
«Κράτος ἔνθεον, ἠμφιεσμένος, ἐκ τῆς χάριτος, τοῦ κορυφαίου, Ἀποστόλωνζηλωτὴς ἐχρημάτισας».
Στὴν Ἔξοδο 20, 5 «ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής».
Στὸ Δευτ. 4,24 «ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί, Θεὸς ζηλωτής».
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου σχολιάζει σ’ ἕνα κείμενό του, τί σημαίνει «ὁ Θεὸς ζηλωτής»: «Ἀγάπης τοίνυν ὁ ζῆλος δηλωτικός»[6]. Καὶ καταλήγει στὸ σχόλιο του, ὅτι ὁ ζῆλος δηλώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ… Γι’ αὐτὴν τὴν ἀγάπη ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γράφει καὶ ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ: «Ἐξαρθήσεται ὁ ζῆλος μου ἐκ σοῦ»[7]
δηλ. θὰ ἐξαφανιστεῖ παντελῶς ἡ ἀγάπη (ὁ ζῆλος μου) γιὰ σένα καὶ δὲν θὰ σὲ προσέχω πλέον, ἐπειδὴ ἁμάρτησες ἐνώπιόν μου. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ἀγαποῦσαν περισσότερο τὰ εἴδωλα, καὶ Ἐκεῖνος τοὺς ἐγκατέλειψε.Μία ὑπέροχη ἐξηγηματικὴ ἑρμηνεία γιὰ τὸν ζῆλο μᾶς δίνει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στὸ βιβλίο του «Τὸ Γνῶθι Σαὐτὸν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ»[8]:
«Ζῆλος εἶναι ἡ θέρμη τῆς ψυχῆς... Ὁ ἀγαθὸς ζῆλος ζητᾶ τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ... Ὁ χαρακτῆρας τοῦ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῆ εἶναι αὐτὸς ποὺ λατρεύει, γεμᾶτος ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν πίστη του, τὸν Θεό... Ἀκολουθεῖ εὐλαβικὰ τὶς πατρικὲς παραδόσεις καὶ ἐργάζεται μὲ πολλὴ θέρμη γιὰ τὴ δόξα τοῦ ὀνόματός Του... Διακαίεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ διαδώσει τὸν Θεῖο Λόγο, μὲ σκοπὸ τὴ στερέωση τῆς πίστης, τὴν εὐόδωση τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας... τὴν ἀποκατάσταση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ.......
Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής... ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ ἀγάπη καὶ αὐταπάρνηση... Ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτὴς εἶναι ὁ τύπος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ. Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής... ξεγελιέται μέσα στὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειές του, δῆθεν ἐργαζόμενος γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ παραβαίνει τὸν νόμο ποὺ θέλει νὰ ἀγαπάει τὸν συνάνθρωπο... πάνω στὴ θέρμη τοῦ ζήλου του πράττει τὰ ἀντίθετα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ θεῖος νόμος καὶ τὸ θεῖο θέλημα...».
Ὅποιος λοιπὸν φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό, ἀγωνίζεται εἰς δόξαν Θεοῦ ἀκολουθώντας τὸ θεῖο θέλημα καὶ τοὺς Πατέρες, ἀγαπᾶ μὲν τοὺς αἱρετικούς, πολεμᾶ δὲ καὶ καταδικάζει τὴν αἵρεση, ἔχει ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ παρόλα αὐτὰ ζητάει μὲ θέρμη τὴν σωτηρία του καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων εἶναι μὲ τὸν εὔσημο ὅρο ἐπαινετὸς ζηλωτὴς καὶ δὲν πρέπει νὰ κατηγορεῖται. Ὅποιος κάνει τὰ ἀντίθετα εἶναι κατακριτέος ζηλωτὴς καὶ δικαίως πρέπει νὰ καταδικάζεται. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς δίδαξαν τὸν θεάρεστο ζῆλο.
Λέει ὁ Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: «Αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ μισοῦν τὸν Θεὸν πρέπει νὰ τοὺς μισοῦμε καὶ νὰ λυώνουμε κατὰ τῶν ἐχθρῶν Του, ὄχι ὅμως νὰ τοὺς καταδιώκουμε ἢ νὰ βιαιοπραγοῦμε, ὅπως τὰ ἔθνη ποὺ δὲν γνωρίζουν τὸ Θεό, ἀλλὰ νὰ τοὺς θεωροῦμε ἐχθροὺς καὶ νὰ χωριζόμαστε ἀπὸ αὐτούς, παράλληλα ὅμως νὰ τοὺς νουθετοῦμε μήπως καὶ μετανοήσουν»[9].
Καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τρίτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (431 μ.Χ.), ὅταν κατεδίκασε τὸν Νεστόριο παρατήρησε στὴν ἀπόφασή της: «δακρύσαντες πολλάκις ἐπὶ ταύτην τὴν σκυνθρωπὴν κατ’ αὐτοῦ (σημ. τοῦ Νεστορίου) ἐχωρήσαμεν ἀπόφασιν»[10].
Καταλήγουμε λοιπὸν καὶ πάλι στὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ἀλλάξει ὁ π. Σεραφείμ, γιατί ὁ ζηλωτισμός του ἦταν σωστὸς καὶ θεάρεστος. Ὁ π. Σεραφεὶμ τὸν ὁλοκλήρωσε μόνο, ἀφοῦ γέμισε ἔλεος καὶ ἀγάπη. Αὐτὸ ὅμως ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς ὁμολογητές (ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς), οἱ ὁποῖοι κατηγοροῦνται ἀδίκως, ἐπειδὴ διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν, ὡς κακοὶ ζηλωτές. Ποῦ φαίνεται ὅμως κατὰ τὰ παραπάνω, ὅτι ὁ ἀγαθός ζῆλος τους δὲν ζητᾶ τὴν ἐπικράτηση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ, ποῦ, ὅτι δὲν ἔχουν ἀγάπη, ποῦ ὅτι δὲν ἀκολουθοῦν εὐλαβικὰ τὶς πατερικὲς παραδόσεις καὶ δὲν ἐργάζονται μὲ πολλὴ θέρμη γιὰ τὴ δόξα τοῦ ὀνόματός Του, ποῦ ὅτι σχίζουν τὴν Ἐκκλησία;
«Δὲν εἴμαστε ἀποσχιστές, θαυμαστέ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (ποτὲ νὰ μὴ τὸ πάθουμε αὐτό!) μολονότι μὲ ἄλλους τρόπους εἴμαστε μέσα σὲ πολλὲς ἁμαρτίες· ἀλλά εἴμαστε ὁμόσωμοι μὲ Αὐτὴ καὶ τρόφιμοί Της, μαζὶ μὲ τὰ θεῖα δόγματα, καὶ ἐπιθυμοῦμε σφόδρα νὰ φυλάττονται οἱ Κανόνες καὶ οἱ διατυπώσεις Αὐτῆς... Γι’ αὐτὸ γνώριζε, ὅτι δὲν εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας [ὁ ζῆλος μας] ἀλλὰ ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας καὶ ὑπεράσπιση τῶν θείων νόμων· τὸ ἀντίθετο, ..., εἶναι διάσπαση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ παράλυση τῶν Κανόνων. ..».[11]
Ἀκολούθως κακοὶ ζηλωτές εἶναι οἱ ἑκάστοτε σχισματικοὶ καὶ αἱρετικοὶ καὶ a prioriοἱ οἰκουμενιστές. Οἱ οἰκουμενιστὲς σχίζουν τὴν Ἐκκλησία, οἱ οἰκουμενιστὲς ἐργάζονται δῆθεν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ παραβαίνουν τὸν νόμο Του. Οἱ οἰκουμενιστὲς πάνω στὴ θέρμη του ζήλου τους πράττουν τὰ ἀντίθετα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ θεῖος νόμος καὶ τὸ θεῖο θέλημα, οἱ οἰκουμενιστὲς εἶναι αἱρετικοί, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρέπει, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ πρὸς αὐτοὺς νὰ χωρισθοῦμε, μήπως καὶ μετανοήσουν.
Παραμένω λοιπὸν στὸ ἐρώτημά μου: Ἂν δὲν ἐννοεῖ τοὺς οἰκουμενιστές, τί ἐπιδιώκει ὁ σεβαστὸς π. Πέτρος μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀναφορές του περὶ δῆθεν «ζηλωτισμοῦ», ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάδειξη τῶν ὁμολογητῶν Κληρικῶν, Μοναχῶν καὶ λαϊκῶν ὡς «ζηλωτές»; Ἂν τὸ κάνει γιὰ νὰ τοὺς ἀναδείξει καλοὺς ζηλωτές, συμφωνοῦμε καὶ τὸν εὐχαριστοῦμε θερμά, ἂν ὄχι, λυπούμαστε βαθέως, διότι ἐκεῖ σφάλλει. Καὶ ἂν τὸ κάνει καθαρὰ φιλολογικὰ καὶ μόνο, τότε θὰ τὸν παρακαλούσαμε νὰ ἐπανέλθει στὰ ἀγωνιστικὰ καὶ ὁμολογιακὰ κείμενά του τῶν τελευταίων χρόνων, τὰ ὁποῖα χρειαζόμαστε ὡς πιστοί, γιατὶ στὸν καιρὸ τῆς αἵρεσης ἡ φιλολογία δὲν ὠφελεῖ (ἐκτὸς ἂν ὁ π. Χὶρς δὲν θεωρεῖ πιά, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι αἵρεση, ἐκτὸς ἂν θεωρεῖ ὅτι ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι καλὸ καὶ θεάρεστο ἔργο, πρᾶγμα ποὺ μοῦ φαίνεται ἀδύνατο). Τὸν εὐχαριστῶ πάντως «ὅτι μοι παρασκεύασε τὸν ἀγῶνα τουτονί, πρότερον γὰρ οὐκ ἔχων πρόφασιν» καὶ τοῦ (ὅπως καὶ σὲ ὅλους μας) εὔχομαι ἐκ βάθη καρδίας καὶ μὲ εἰλικρινὴ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, καλή χρονιά.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Κλασσικὸς φιλόλογος Ἱστορικός