Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ




του
αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου
Διδάκτορος Θεολογίας


Η παρούσα διάλεξη έγινε από τον π. Γρ. Κων/νου στις 05.12.2016 προσκληθείς από το Σωματείο «Μακεδονικός Παρατηρητής», στη Θεσσαλονίκη σε στελέχη προετοιμαζόμενα για τον αντιαιρετικό αγώνα. Κατόπιν λοιπόν παρακλήσεως προς τον π. Γρηγόριο μας παραχώρησε την άδεια να το αναρτήσουμε στο Ιστολόγιο μας προς ενημέρωση των αναγνωστών μας. Λόγω λοιπόν του μήκους του κειμένου θα αναρτηθεί σε δυο μέρη.

Εισαγωγικά

Ποια σχέση θα μπορούσε να υπάρξει ανάμεσα στην Προσευχή και στον Διαλογισμό; Την απάντηση θα την λάβουμε όταν δούμε αναλυτικά τι είναι και τι προσφέρει η καθεμιά από αυτές χωριστά. Μπορώ να διαλογίζομαι και να προσεύχομαι; είναι το ίδιο; εάν όχι ποιες είναι οι διαφορές; Είναι μερικά ερωτήματα που αναρωτιόμαστε. Στην καθημερινή μας ζωή έχουμε σχέση με την προσευχή και συγχρόνως με την «διαφήμιση» του διαλογισμού, ενός τρόπου προσευχής που μας έρχεται από την Κίνα και την Ινδία. Για την κατανόηση της διαφοράς ανάμεσα στην προσευχή και τον διαλογισμό, πρέπει να δούμε τι είναι οι δύο αυτοί πνευματικοί τρόποι, που ο άνθρωπος αναφέρεται στο Θεό και το πόσο πνευματικά και σωματικά επικίνδυνο είναι για τον καθένα μας.
Ωστόσο αγαπητοί μου, ένα άλλο φαινόμενο ή παρατήρηση που είναι ειδικά άκρως ανησυχητικό, αναφέρομαι στο ότι χριστιανοί ορθόδοξοι, αρκετοί θα έλεγα, έχουν έναν ανεξήγητο ενθουσιασμό και παρορμητισμό, σε τέτοιο σημείο που ενώ πιστεύουν στην Εκκλησία με τα μυστήριά της, αγκαλιάζουν συγχρόνως και τις μεθόδους αυτές με ένα αρρωστημένο χριστιανικό περίβλημα. Θα έχετε ίσως παρατηρήσει πως η οικειοποίηση αυτή των μεθόδων αυτών του διαλογισμού αφαιρούν πολλά στοιχεία της ορθόδοξης πνευματικότητας, ιερές ακολουθίες κ. ά. στοχεύοντας στην αποξένωση του πιστού από την λειτουργική και μυσταγωγική ζωή της Εκκλησίας. Βέβαιο είναι πως όλοι αυτοί που διατηρούν στον διαλογισμό τη σχέση τους με το χριστιανικό περίβλημα, έρχεται ο καιρός και τους διαλύει την προσωπικότητά τους βυθίζοντάς τους σε ένα μεγάλο και απύθμενο κενό.


1.Αρχικά ας δούμε τι είναι η προσευχή
1.1. Τι είναι η προσευχή
Η προσευχή είναι ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στη ζωή του κάθε χριστιανού, που θέλει η πίστη του να μην είναι μια απλή ετικέτα στην πολιτική του ταυτότητα. Η ποιότητα αλλά και η συχνότητα της προσευχής αντανακλούν την ποιότητα της σύνδεσης και επικοινωνίας μας με το Θεό. Τι είναι όμως η προσευχή; Ένας απλός ορισμός που θα μπορούσαμε να δώσουμε, είναι ότι η προσευχή είναι η επικοινωνία μας με το Θεό. Αρχικά θα πρέπει να επισημάνουμε πως η επικοινωνία μας αυτή δια μέσου της προσευχής δεν στοχεύει στο να ενημερώσουμε το Θεό για τις δικές μας ανάγκες και απαιτήσεις ή και τα τυχόν προβλήματά μας. Ο Θεός βέβαια δεν περιμένει από εμάς να του πούμε ή να τον ενημερώσουμε τι χρειαζόμαστε για να ανταποκριθεί στα αιτήματά μας. Αυτός γνωρίζει εκ των προτέρων τις όποιες ανάγκες έχουμε καλλίτερα κι από εμάς.



Η προσευχή δεν είναι μια απλή ενημερωτική επικοινωνία με τον Θεό, αλλά είναι η συνεχής προσπάθειά μας να καλλιεργήσουμε μαζί Του μια σχέση αγάπης παραμένοντας σταθεροί και πιστοί στη σχέση αυτή. Ασφαλώς είναι πολύ σημαντικό και επιβεβλημένο να καθιερώσουμε ένα συγκεκριμένο κανόνα προσευχής. Ωστόσο είναι εξ ίσου σημαντικό ο κανόνας αυτός να έχει πρακτική συνέχεια και συνέπεια στην καθόλου πορεία της ζωή μας. Και επ’ ουδενί δεν αρμόζει αυτή να αποτελεί ένα μέρος της καθημερινότητάς μας. Στη βαθύτερη όμως ουσία της, η προσευχή είναι η επίμονη και επίπονη προσπάθεια να μεταμορφωθεί η καθημερινότητά μας σε μια ευχαριστιακή και αγαπητική σχέση με το Θεό, είναι η προσωπική μεταμόρφωση του καθενός μας.


1.2. Προϋποθέσεις προσευχής
Αν η προσπάθεια μας αποβλέπει δια της προσευχής στη δημιουργία μιας αγαπητικής σχέσης με το Θεό, τότε είναι απαραίτητες κάποιες προϋποθέσεις για να αποδώσει καρπούς η προσπάθεια αυτή. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
α. Η ύπαρξη αμοιβαίας επιθυμίας για τη σχέση αυτή. Βέβαια αν επιζητάμε, να έχουμε μια σχέση αγάπης με το Θεό θα πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι να ασκήσουμε τον εαυτό μας σωστά, θεμελιώνοντας εσωτερικά στο είναι μας την ευλογημένη συνήθεια της προσευχής. Η προσευχή είναι καρπός της συνεχούς άσκησης και μόνο και τίποτα άλλο.
β. Η αληθινή και συνεχής παρουσία μας στην προσπάθεια αυτή. Συχνά πυκνά προσκαλούμε το Θεό, αλλά εμείς στην ουσία είμαστε απόντες. Είτε γιατί η προσήλωση μας βρίσκεται κάπου αλλού, είτε γιατί δεν είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε τη φωνή Του. Επομένως αν εμείς δεν προσέχουμε σ’ αυτά που λέμε στο Θεό, τότε γιατί Εκείνος να προσέξει εμάς;
γ. Να νοιώθουμε την παρουσία του τριαδικού Θεού. Η προσευχή μας δεν απευθύνεται σε μια απρόσωπη δύναμη ούτε σε κάποια άγνωστη παγκόσμια συνείδηση, όπως πιστεύουν πολλές σύγχρονες αιρέσεις. Ο Θεός της Εκκλησίας μας είναι ένας προσωπικός Θεός, γι’ αυτό και η σχέση μας μαζί Του επιβάλλεται να είναι προσωπική, μοναδική και ανεπανάληπτη για τον καθένα μας.
δ. Η επίγνωση των αμαρτιών μας. Σε μια σχέση αγάπης είναι απαραίτητο να υπάρχει η επικοινωνία και κοινωνία των αγαπημένων προσώπων, χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα την γλώσσα της ταπείνωσης, όπως ο ίδιος Θεός χρησιμοποιεί αυτή.


1.3. Τα είδη της προσευχής
Αναφορικά με τα είδη της προσευχής διακρίνουμε δύο τυπικές διακρίσεις. Το ένα είδος αναφέρεται στο εννοιολογικό περιεχόμενό της και το άλλο στην εξωτερική της μορφή. Ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο, η προσευχή διακρίνεται στην Ευχαριστία, ευχαριστούμε το Θεό για τη χάρη Του, που προσφέρει ζωή σε όλους εμάς και τη κτίση, την Ικεσία, παρακαλούμε το Θεό για κάποιες ιδιαίτερες ανάγκες μας, και τη Δοξολογία, αναπέμπουμε δοξολογία στο Πανάγιο Όνομά Του. Είναι προφανές ότι και οι τρεις αυτές διαφοροποιήσεις είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες μεταξύ τους.
Σχετικά με την εξωτερική της μορφή η προσευχή διακρίνεται στην αυτοσχέδια και στην λατρευτική.
α) Η αυτοσχέδια προσευχή είναι εκείνη στην οποία χρησιμοποιούμε λόγια δικά μας, λόγια της καρδιάς μας. Πλεονέκτημα της προσευχής αυτής είναι η αμεσότητα των αισθημάτων που εκφράζει το άτομο. Μειονέκτημά της είναι η πιθανότητα φλυαρίας, όπως και ο μεγάλος κίνδυνος να γίνει τελικά η προσευχή μας προβολή του εγωισμού μας και των κατόρθωμάτων μας όπως συνέβη με τον Φαρισαίο της παραβολής.
β) Η καθιερωμένη λατρευτική προσευχή είναι αυτή που χρησιμοποιείται μέσα από την ιστορία της Εκκλησίας μας και είναι εμποτισμένη από την πνευματική ευωδία των αγίων Πατέρων που την καθιέρωσαν. Πλεονέκτημα αυτού του είδους της προσευχής είναι η βεβαιωμένη αγιότητα που αποπνέει, όπως και η αποδεδειγμένη αλήθεια της πίστεως που αυτή εκφράζει. Μειονέκτημα θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το ότι, μπορεί να μετατραπεί σε στεγνή αποστήθιση ενός κειμένου (παπαγαλία) που απαγγέλλουμε χωρίς να ξέρουμε τι λέμε και δυστυχώς χωρίς να μετέχουμε ουσιαστικά στα λόγια της προσευχής που εκφέρουμε. Γνωστές προσευχές μας είναι το «Πάτερ Ημών» (που μας το δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος), το «Βασιλεύ Ουράνιε», το «Χριστέ το φως το αληθινόν…» κ π ά.
γ) Η νοερά Προσευχή
Πέρα από αυτές τις προσευχές, ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει και στη λεγόμενη νοερά ή καρδιακή ή μονολόγιστη προσευχή, που συνίσταται στην αδιάλειπτη επανάληψη της φράσεως «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Η προσευχή αυτή, είναι απλή, ευκολονόητη, εύχρηστη και περιληπτική. Είναι ταυτόχρονα λατρευτική, γιατί όπως ξέρουμε το έλεος του Θεού είναι το κύριο αίτημά μας σε κάθε λατρευτική σύναξη, αλλά και αυτοσχέδια προσευχή για να επιδιώκουμε καλύτερα το έλεος του Θεού. Για όλα αυτά τα πλεονεκτήματα της, η νοερά προσευχή είναι ιδιαίτερα αγαπητή στους πιστούς χριστιανούς, που πολλοί από αυτούς γεύονται τους γλυκούς πνευματικούς καρπούς της. Φανερό δε είναι πως πολλοί από αυτούς τους Χριστιανούς κληρικοί και λαϊκοί, αξιώθηκαν με την προσευχή αυτή να γίνουν μέτοχοι του άκτιστου θείου φωτός.
Στη συνέχεια αναφέρουμε δυο λόγια για την νοερά προσευχή, όπως αυτά ειπωθήκαν από το στόμα του Μητροπολίτου Κάλλιστου Γουέαρ: «Συνήθως διακρίνονται τρία επίπεδα ή βαθμοί στην εκφώνηση της προσευχής του Ιησού. Αρχίζει σαν προσευχή με τα χείλη, προφορική προσευχή. Έπειτα γίνεται πιο εσωτερική, καταλήγοντας σε προσευχή του νου, νοητική προσευχή. Τελικά ο νους “κατέρχεται” στην καρδιά κι ενώνεται μαζί της κι έτσι η προσευχή γίνεται “προσευχή της καρδιάς”, ή για μεγαλύτερη ακρίβεια, και “προσευχή του νου μέσα στην καρδιά”. Σ’ αυτό το επίπεδο γίνεται προσευχή ολόκληρου του προσώπου - όχι πια κάτι που σκεφτόμαστε ή λέμε αλλά κάτι που είμαστε - γιατί η απώτερη πρόθεση της πνευματικής Οδού δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο που λέει προσευχές, από καιρό σε καιρό, αλλά ένα πρόσωπο που είναι προσευχή όλο τον καιρό».
Οι άνθρωποι που ασκούν την νοερά προσευχή χρησιμοποιούν σαν υποβοηθητικό μέσο σε αυτή τους την προσπάθεια το κομποσκοίνι, που αποτελείται από κόμπους καμωμένους από πολλούς μικρούς σταυρούς. (Υπάρχουν κομποσκοίνια με 12, με 33, με 50, με 100, με 300 και πάνω κόμπους). Κάθε φορά που λέγεται η προσευχή, το χέρι περνά πάνω από ένα κόμπο. Έτσι στη νοερά εκφορά της προσευχής έρχεται να υποβοηθήσει η αίσθηση της αφής στο κομποσκοίνι. Μια αίσθηση που κρατά το μυαλό συγκεντρωμένο στα λόγια που λέμε και την πράξη της προσευχής.


2. Διαλογισμός
2.1. Τι είναι ο διαλογισμός
Η έννοια του διαλογισμού στις ημέρες μας είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη, που πολύ συνάνθρωποι μας παρότι δεν έχουν σαφή εικόνα για το τι είναι διαλογισμός, τι κάμνει και τι προσφέρει στο σύγχρονο και προβληματισμένο άτομο, πάρα ταύτα προσπαθούν να τον ακολουθήσουν. Ο Γκουρού-Διδάσκαλος Paramahansa Yogananda είχε πει για τον διαλογισμό: «Διαλογισμός είναι η επιστήμη του να είσαι ενεργά ήρεμος. Δεν μπορείς να αγοράσεις τη ειρήνη. Πρέπει να ξέρεις πώς μπορείς να τη δημιουργήσεις μέσα σου, μέσα στην ηρεμία του καθημερινού σου διαλογισμού. Διαλογισμός σημαίνει ενεργή ηρεμία. Η παθητική ηρεμία όπως συμβαίνει στον ύπνο ή το οκνηρό ονειροπόλημα, είναι ριζικά διαφορετική από την ενεργή ηρεμία - δηλαδή τη θετική κατάσταση της ειρήνης που υπάρχει στον επιστημονικό διαλογισμό».
Ο διαλογισμός είναι μια κατάσταση σαν τον ύπνο. Η βασική διαφορά όμως είναι πως στον ύπνο, εφόσον φτάνει κανείς σε ανώτερα επίπεδα μύησης ή και δεν έχει ξεκινήσει εντατική και συστηματική εργασία φωτός για γνώση εαυτού, δεν έχει συνείδηση εκείνων που λαμβάνουν χώρα και συνεπώς βιώνει τελείως παθητικά τη χαλάρωση και την ειρήνη χωρίς να μπορεί να επεμβαίνει και να φέρνει μαζί του τις διάφορες εμπειρίες που έχει ζήσει. Στον διαλογισμό όμως ακριβώς αυτό πετυχαίνετε, δηλαδή να έχει συνείδηση των εμπειριών και να τις ενσωματώνει. Με την πρόοδο στον «πνευματικό» λεγόμενο μονοπάτι αυτό αλλάζει και ο διαλογιζόμενος δεν μπορεί να γνωρίζει πως βρίσκεται σε διαλογισμό βιώνοντας ταυτόχρονα εμπειρίες φώτισης και ανάληψης. Ωστόσο όταν πλέον ρέει η ενέργεια της Κουνταλίνι σε μόνιμη βάση μπορεί να μεταφέρει εμπειρίες φώτισης, έκστασης και ανάληψης ακόμα και στην καθημερινή του ζωή όπου με μια ανάσα και μόνο να βρίσκεται τελείως συνειδητά σε τέτοιες εμπειρίες! Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την συνειδητή εμπειρία του ύπνου όταν το άτομο γνωρίζει πως το φυσικό του σώμα κοιμάται αλλά συνεχίζει να έχει πλήρη συνείδηση εκείνων που διαδραματίζονται και βιώνει ψυχικά των λεπτότερων σωμάτων, μέσω των οποίων γίνονται δουλειές ακόμα και ταξίδια ψυχικά σε σχολές εκπαίδευσης εντός και εκτός της εμβέλειας της γης, κ. ά. πολλά.
Ο διαλογισμός λοιπόν μαζί με μια ολοκληρωμένη εργασία για γνώση εαυτού μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σε κατάσταση μόνιμης φαινομενικής χαράς και έκστασης, στην οποία όλα τα προβλήματα και δυσκολίες της ζωής του μετατρέπονται σε ευκαιρίες και σκαλοπάτια για υψηλότερα επίπεδα ύπαρξης. Αυτά είναι τα λεγόμενα «προνόμια» και η «μεγάλη αμοιβή» όλων εκείνων που καταφέρνουν να φτάσουν στο αξίωμα του Δασκάλου.
Ο διαλογισμός, καθώς πετυχαίνει τον έλεγχο του υποσυνείδητου, έρχεται σε αισθητή επαφή με την Ψυχή του Σύμπαντος, μια ανύπαρκτη πνευματική ύπαρξη, από την οποία σταδιακά εισρέουν ολοένα και περισσότερες ψυχικές ενέργειες μέσα στο διαλογιζόμενο άτομο. Βέβαια αυτό φέρνει το πρόσωπο σε μια υγιή αποκέντρωση και από ταύτιση από το φυσικό σώμα και την προσωπικότητα και από όλες τις έννοιες, προβλήματα κ.λπ. της καθημερινότητας, ώστε να εξαφανίζονται και να σταματούν όλες οι αρνητικές επιρροές πάνω στον άνθρωπο.



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …


ΠΗΓΗ