Η δράσις των Αιρέσεων και Παραθρησκειών εν Ευρώπη
ως φαινόμενον επικίνδυνον διά την κοινωνίαν
Γ. Η. Κρίππα
Διδάκτορος Συνταγματικού Δικαίου Καθηγητού Ελευθ. Πανεπιστημίου
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ
ΤΗΣ Ι.Μ.ΚΗΦΙΣΙΑΣ, ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ & ΩΡΩΠΟΥ
ΤΗΝ ΔΕΥΤΕΡΑ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014
Το φαινόμενον των αιρέσεων και των παραθρησκειών δεν είναι μόνον φαινόμενον θρησκευτικόν. Είναι και φαινόμενον κοινωνικόν με επιπτώσεις επίσης κοινωνικάς αρνητικάς και επικινδύνους ενίοτε. Το φαινόμενον τούτον δεν έχει μόνον μελετηθεί από θεολογικής - θρησκευτικής απόψεως, αλλά και από απόψεως νομικής - συνταγματικής αλλά και κοινωνικής, ψυχολογικής και ψυχοπαθολογικής. Άρα αποτελεί κοινωνικόν φαινόμενον πολυδιάστατον και πρέπει να ενδιαφέρη κάθε κράτος εις πολλούς τομείς.
Ήδη προσφάτως είχα την ευκαιρία να αναλύσω και αναπτύξω τας κοινωνικάς και ψυχοπαθολογικάς επιπτώσεις του φαινομένου τούτου «Κρίππα, Νεοφανείς αιρέσεις και θρησκευτικός φονταμενταλισμός στην Ευρώπη, «ΕΘΝΟΣ, ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ», έκδοσις Βουλής των Ελλήνων - Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, 2006 σελ. 207 επ.), όπου και ο αναγνώστης παραπέμπεται. Εντελώς περιληπτικώς επισημαίνω, ότι η διεθνής βιβλιογραφία επί του θέματος θεωρεί τας αιρέσεις ως οργανώσεις χαρακτήρος ολοκληρωτικού, παραπλανητικός, επικινδύνους διά την ζωήν και την υγείαν των οπαδών των και ως πρόσχημα διά την ανάπτυξιν άλλων δραστηριοτήτων, ιδία εμπορικών. Δι’ αυτόν τον λόγον πολλοί αλλοδαποί συγγραφείς αποκαλούν τας δραστηριότητας των αιρέσεων ως «religiobusiness». Ιδιαιτέρως υποστηρίζουν τούτο οι Ελβετοί πανεπιστημιακοί καθηγηταί Belanger, Montini και Pasquier («Vos droits face aux derives sectaries», 2001) κατόπιν επιστημονικών ερευνών, τας οποίας διενήργησαν. Υποστηρίζουν δε περαιτέρω, ότι διά να επιτύχουν τας δραστηριότητάς των αυτάς αι αιρέσεις, χρησιμοποιούν επί των οπαδών των μεθόδους διανοητικού επηρεασμού και διανοητικού χειρισμού (manipulation mentale). Μάλιστα ο Γάλλος ερευνητής Max Bouderlique έχει εκδώσει και ειδικόν σύγγραμμα υπό τον τίτλον αυτόν (Max Bouderlique, Sectes - les manipulations mentales, 1990), όπου και αναλύει διά μακρών τας μεθόδους που χρησιμοποιούν αι αιρέσεις προς ψυχολογικήν αποδιοργάνωσιν και διανοητικόν επηρεασμόν των οπαδών των, με αποτέλεσμα η αποδιοργάνωσις αύτη της προσωπικότητος, να τους καθιστά άβουλα όντα, επεξηγεί δε περαιτέρω, ότι αι αιρέσεις χρησιμοποιούν γλώσσαν «ψευδοσυμβολικήν», η οποία πλην της αποδιοργανώσεως της προσωπικότητος δημουργεί ψυχώσεις, άγχος και ντελίριον και επεξηγεί επιστημονικώς από απόψεως ψυχιατρικής, πως όλα αυτά έχουν διαπιστωθεί και τεκμηριωθεί, τας μεθόδους δε ταύτας τας υπό των αιρέσεων χρησιμοποιουμένας τας ονομάζει «υστεροπαρανοϊκας», αι οποίαι καταλήγουν εις καταστροφήν ψυχών (λεπτομερώς περί τούτου ιδέ εις πραναφερομένην μελέτην μου).
Τα ως άνω δεδομένα (δηλ. οι εκ των αιρέσεων κίνδυνοι διά την κοινωνίαν) έχουν ήδη επισημανθεί και επισήμως και μάλιστα επί πανευρωπαϊκού επιπέδου δι’ ειδικών εγκύρων πράξεων. Εντελώς περιληπτικώς επικαλούμεθα την έκθεσιν Ν° 6535/29.11,1991 της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, την υπ’ αριθ. 1178/1992 Σύστασιν του Συμβουλίου της Ευρώπης, την υπ’ αριθ. 1412/1999 ομοίαν Σύστασιν επίσης του Συμβουλίου της Ευρώπης και το από 29.2.1996 Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και το υπ’ αριθ. Α4/0034/98 όμοιον Ψήφισμα επίσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Διά των εν λόγω Πράξεων καλούνται τα ευρωπαϊκά κράτη, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα περιορισμού της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων, προστασίας των πολιτών εξ αυτών και να προβούν εις ειδικωτέρας μελέτας του παρόντος φαινομένου τα κοινοβούλια των Ευρωπαϊκών κρατών, τέλος η 25η Σύνοδος των Ευρωπαίων Υπουργών επί θεμάτων οικογενείας απεφάσισε την ίδρυσιν «Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Τεκμηριώσεως Αιρέσεων», η οποία θα εδρεύει εις Βιέννην και θα έχει ως σκοπόν την αντιμετώπισιν των αιρέσεων και παραθρησκευτικών οργανώσεων, αι οποίαι εμφανίζονται υπό μορφήν συγκεκαλυμμένην και σκοτεινήν. Η υπηρεσία αύτη θα έχει επίσης ως έργον, το να συμβάλει εις την καταστολήν των δραστηριοτήτων, αι οποίαι υπό μανδύαν θρησκευτικών οργανώσεων οδηγούν ανθρώπους εις ψυχικήν εξάρτησιν και υλικήν εκμετάλλευσιν (λεπτομερώς περί του περιεχομένου των εν λόγω συστάσεων και ψηφισμάτων ιδέ μελέτας μου «Η αντιμετώπιση του επικινδύνου των αφέσεων υπό των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του Συμβουλίου της Ευρώπης» εις τόμον Εκπαιδευτικό Σεμινάριο Καταστροφικές Λατρείες, Νομικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά, οικονομικά προβλήματα και η αντιμετώπισή τους, εκδ. Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημ. Τάξεως Κύπρου και Π.Ε.Γ. 2001 σελ. 143 επ. και «Η αντιμετώπισις του επικινδύνου των αιρέσεων υπό των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών των ευρωπαϊκών χωρών» αυτόθι σελ. 157 επ.).
Υπενθυμίζομεν, ότι συμμορφούμενα προς τας προαναφερομένας διεθνείς πράξεις τα κοινοβούλια των χωρών Γερμανίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ισπανίας προέβησαν εις την μελέτην του φαινομένου της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων και συνέταξαν ειδικάς εκθέσεις. Επισημαίνω επ’ ευκαιρία, ότι η Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας καθ’ όν χρόνον επεξειργάζετο το παρόν θέμα επί σκοπώ συντάξεως της εκθέσεώς της περί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων, είχε καλέσει και τον συγγραφέα της ανά χείρας μελέτης και του είχε ζητήσει να ομιλήσει ενώπιον των Γερμανών Βουλευτών περί των αιρέσεων και περί του προσηλυτισμού (η ομιλία του έχει περιληφθεί εις την έκθεσιν περί αιρέσεων της γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής). Φυσικά ευχής έργον θα ήτο, εάν και το Ελληνικόν Κοινοβούλιον είχε προχωρήσει εις την σύνταξιν τοιαύτης εκθέσεως, ως έπραξαν τα κοινοβούλια των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών. Δι’ αυτού του τρόπου και η κυβέρνησις και η Βουλή και αι λοιπαί κρατικαί υπηρεσίαι θα διηυκολύνοντο, να πράξουν ό,τι δει διά την αντιμετώπισιν του φαινομένου τούτου. Ας μην λησμονάται εξ άλλου, ότι εις την Ελλάδα ορισμένη αίρεσις (σατανισταί) έφθασαν μέχρι διαπράξεως ανθρωποκτονίας. Επομένως το παρόν θέμα και διά την Ελλάδα είναι περισσότερον σοβαρόν, από ό,τι φαίνεται.
Αλλά αρκετά ευρωπαϊκά κράτη δεν αρκέσθησαν εις το να συντάξουν έκθεσιν περί των αιρέσεων τα κοινοβούλιά των. Επροχώρησαν και εις την ίδρυσιν ειδικών κρατικών υπηρεσιών, εις τας οποίας ανέθεσαν το έργον παρακολουθήσεως των αιρέσεων, προειδοποιήσεως του κοινού εκ των εξ αυτών κινδύνων και λήψεως μέτρων προστασίας της κοινωνίας εκ της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων. Τοιαύτας υπηρεσίας έχουν ιδρύσει τα κράτη Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία Αυστρία, Ελβετία.
Εν όψει δε του δεδομένου ότι εις την Ελλάδα ουδέποτε ανελήφθη μία τοιαύτη προσπάθεια (κρατικής προστασίας της κοινωνίας εκ της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων) και προς επισήμανσιν της ανάγκης, ότι τοιούτον τι θα έπρεπε ανυπερθέτως να προωθηθή και μάλιστα το συντομώτερον, αξίζει να υπεισέλθωμεν δι’ ολίγον εις τα ισχύοντα και τεθεσπισμένα εις τας κυριωτέρας ευρωπαϊκός χώρας, ώστε το παρόν θέμα να ευαισθητοποιήση τους αρμοδίους εις τον απαιτούμενον βαθμόν. Ιδού λοιπόν πως και εις ποίον βαθμόν τα κυριώτερα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ήδη ευαισθητοποιηθή επί του προκειμένου και τι έχουν πράξει:
- ΓΑΛΛΙΑ: Εν έτει 1996 ιδρύεται το πρώτον κρατική υπηρεσία υπό τον τίτλον «Διυπουργικόν Παρατηρητήριον επί των Αιρέσεων» (Προεδρικόν Διάταγμα 96- 386/9/5/1996) μετεξελιχθείσα και μετονομασθείσα μεταγενεστέρως εις «Διυπουργικήν Αποστολήν κατά των Αιρέσεων» (Προεδρικόν Διάταγμα 98-890/7- 10/1998) με κεντρικήν διοίκησιν και περιφερειακός υπηρεσίας καθ’ άπασαν την έκτασιν της Γαλλίας. Η εν λόγω κρατική υπηρεσία έχει ως έργον να μελετά το φαινόμενον των αιρέσεων, να συλλέγη πάσαν σχετικήν πληροφορίαν και να ενημερώνη τας λοιπάς κρατικάς υπηρεσίας περί των μέτρων, τα οποία πρέπει να λαμβάνουν εκάστοτε προς προστασίαν του κοινού εκ της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων. Περαιτέρω να ενημερώνη την Αστυνομίαν επί των όσων θα πρέπει να πράξη, να πληροφορή το κοινόν περί των εκ των εκ των αιρέσεων προερχομένων κινδύνων, να συντάσση μελέτας επί του θέματος τούτου και γενικώς να λαμβάνει παν μέτρον ευθαισθητοποιήσεως του κοινού και του κράτους επί του προκειμένου. Οίκοθεν νοείται ότι (ως θα ανέμενέ τις), αι παντοειδείς αιρέσεις και οι ποικίλλοι υποστηρικταί των ανά την χώραν (περί των οποίων και εις την Ελλάδα έχομεν πικράν πείραν) εξιφούλκισαν αγρίως κατά της υπηρεσίας αυτής και προέβαλον τους συνήθεις ισχυρισμούς των (ότι δήθεν η υπηρεσία αυτή δεν είναι δημοκρατική αλλά φασιστική, ότι ο επικεφαλής της ήταν φασίστας καίτοι υπήρξεν Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας κ.λ.π.). Η γαλλική κυβέρνησις όμως ουδέποτε έτεινεν ευήκοον ους προς τους εν προκειμένω «οψίμους δημοκράτας» και τους ηγνόησε παντελώς. Μάλιστα προέβη και εις περαιτέρω ενεργείας πολύ προωθημένας.
Ούτω π.χ. ο Γάλλος Υπουργός Νεότητος και Αθλητισμού διά της από 21.4.1999 εγκυκλίου του εντέλλεται προς όλας τας δημοσίας υπηρεσίας, να επαγρυπνούν επί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων, να συλλέγουν σχετικάς πληροφορίας, να ειδοποιούν τας άλλας αρμοδίας υπηρεσίας και τον Εισαγγελέα κ.ο.κ. Ο ίδιος Υπουργός διά νεωτέρας εγκυκλίου του ζητεί από τους Νομάρχας να ορίσουν υπεύθυνον επί των αιρέσεων εις την περιοχήν των. Αξίζει δεν να επισημάνωμεν, ότι και ο Γάλλος Υπουργός Δικαιοσύνης διά των από 5.3.1996 και 1.12.1998 εγκυκλίων του απευθύνεται προς τους Εισαγγελείς της Γαλλίας και τους ζητεί να ασκούν ποινικάς διώξεις εναντίον των παρανομούντων στελεχών των αιρέσεων.
Περαιτέρω πρέπει να επισημάνωμεν, ότι εις την Γαλλίαν έχει τεθή εν ισχύϊ ο νόμος 2001-504 της 12.6.2001, ο οποίος θεσπίζει ποινικάς κυρώσεις λίαν αυστηράς επί παρανόμων δραστηριοτήτων των αιρέσεων, επιβάλλει δε και την διάλυσιν των οργανώσεων αυτών, εφ’ όσον αποδειχθούν ασκούσαι παράνομον δραστηριότητα, (περί του περιεχομένου και της εννοίας του νόμου τούτου ίδετε Dorsner-Dolivet, «La loi Ν’ 2001-504 relative aux sects» εις περιοδοικόν La semaine Juridique, 28.11.2001 σελ. 2181).
Υπ’ όψιν ότι κατά του νόμου τούτου ησκήθη προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υπό της αιρέσεως των σαηεντολόγων, πλην όμως απερρίφθη (περί τούτου ίδετε Ν. Guillet «Liberte de religion et mouvements a caractere sectaire», 2003 σελ. 178)
Ως δε αναφέρομεν ανωτέρω, η Γαλλική Εθνοσυνέλευσις την 31.1.2001 εξέδωσε έκθεσιν επί της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων υπό τον τίτλον «Rapport au nom de la Commission d' Enquete sur les Sectes». Εις την εν λόγω έκθεσιν επισημαίνονται το επικίνδυνον της δράσεως των αιρέσεων και οι διά την κοινωνίαν κίνδύνοι. Είναι χαρακτηριστικόν, ότι η εν λόγω έκθεσις μεταξύ άλλων επισημαίνει, ότι η τακτική των αιρέσεων είναι δυνατόν, να οδηγήση εις μίαν «κατάστασιν προωθημένης παθολογικής ασθενείας» (επί λέξει «un etat d' asthenie pathologique avancee»).
Αλλά και η νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων καθώς και η πρακτική των δημοσίων υπηρεσιών ηκολούθησε την ιδίαν γραμμήν. Επισημαίνομεν ορισμένας περιπτώσεις λίαν χαρακτηριστικός:
1) Η πανεπιστημιακή καθηγήτρια Caroline Leclerc εις την μελέτην της «La statut d' association cultuelle et le sectes» εις Revue Franchise du Droit Administratif 2005 σελ. 565 επ.) αναφέρει, ότι εις την Γαλλίαν καμμία αίρεσις δεν έχει αναγνωρισθή ποτέ ως θρησκεία. Από τας δημοσίας υπηρεσίας αναγνωρίζονται μόνον αι παραδοσιακαί θρησκείαι, αι δε αιρέσεις το γνωρίζουν αυτό και δεν ζητούν αναγνώρισιν (επί λέξει «aucuns secte n' a ' a ce jour pu acceder au statut de congregation religieuse. La volonte des pouvoirs publics est en effet de reconnaitre ce statut qu' a des religions traditionnelles. Cette position est parfaitement connue des sectes, qui de ce fait ne sollicitent guere la reconnaissance»). Η ιδία συγγραφεύς αναφέρει (αυτόθι σελ. 575), ότι ήδη υπάρχουν αποφάσεις που διατάσσουν την διάλυση οργανώσεων αιρετικών όπως η ένωσις «Διανοητική» (διελύθη το 1982), η αίρεσις «Παιδιά του Θεού» (διελύθη το 1978) κ.ο.κ.
2) Το γαλλικόν Συμβούλιον Επικραστείας διά της από 1.2.1985 αποφάσεώς του (περιοδικόν Revue du Droit Public, 1985 σελ. 483 επ. και εις ελληνικήν μετάφρασιν εις περιοδικόν ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΣΕΛ. 496 επ.) δεν αναγνώρισε ως θρησκείαν τους μάρτυρες του ιεχωβά..
3) Το γαλλικόν Συμβούλιον Επικρατείας διά της από 18.5.2005 αποφάσεώς του (περιοδικόν Actualite Juridique Droit Administratif, 2005 σελ. 1506 επ.) δέχεται, ότι ο Γενικός Εισαγγελεύς έχει κάθε δικαίωμα να διαβιβάζει εις τους υπ’ αυτόν Εισαγγελείς κατάλογον των εν Γαλλία υφισταμένων αιρέσεων.
4) Το Εφετείον της Λυών διά της από 28.7.1997 αποφάσεώς του (περιοδικόν La Semaine Juridique, 18.2.1998 σελ. 337 επ.) δέχεται μεταξύ άλλων, ότι εάν μία θρησκεία προβαίνη εις πρακτικήν απατηλήν εκ μέρους μελών της, τα δικαστήρια πρέπει, να επεμβαίνουν. Της εν λόγω αποφάσεώς ακολουθεί σχόλιον της Marie- Reine Renard (δικηγόρου, διδάκτορος νομικής), εις το οποίον αναφέρει, ότι αι αιρέσεις «κατευθύνουν διανοητικώς τα άτομα, διαλύουν οικογενείας, δεν σέβονται τον νόμον», εν συνεχεία υπενθυμίζει σωρείαν τραγικών περιπτώσεων αιρέσεων, που ωδήγησαν τους οπαδούς των εις ομαδικάς αυτοκτονίας και ζητεί την νομοθέτησιν ενός νέου εγκλήματος ήτοι του εγκλήματος της αιρέσεως (delit de secte), ήτοι του εγκλήματος της διανοτικής κατευθύνσεως/επηρεασμού των οπαδών των αιρέσεων, η οποία οδηγεί εις νοητικήν αποσταθεροποίησιν (destabilisation mentale). Προσθέτει δε ότι αιρέσεις υπό αυτήν την μορφήν ταυτίζονται προς τας ομάδας, αι οποίαι αναπτύσσουν δραστηριότητα διαταράσσουσαν την δημοσίαν τάξιν και είναι φύσεως εγκληματικής (επί λέξει «La notion de secte, dans cette acceptation, devient synonyme de groupement dont les activitis troublent I' ordre public et sont de nature d0lictuelle»). Καταλήγει δε εις μνείαν αποφάσεων του γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας, αι οποίαι απέρριψαν αίτημα ορισμένων αιρέσεων, να αναγνωρισθούν ως θρησκείαι.
Τα ίδια ως άνω δέχεται και η νομική βιβλιογραφία εν Γαλλία, η οποία είναι ανεξάντλητος και θα μακρυγορούσαμε ανεπιτρέπτως, εάν την παρεθέταμε εν τω συνόλω της. Αρκούμεθα επομένως, να μνημονεύσωμεν το ad hoc εν προκειμένω σύγγραμμα περί του νομικού καθεστώτος των αιρέσεων , ήτοι το ογκώδες έργον του Nicolas Guillet «Liberte de religion et mouvements a caractere sectaire», 2003, το οποίον θεωρείται ως το εγκυρώτερον επί του υπ’ όψιν θέματος Το έν λόγω σύγγραμμα προλογίζεται υπό της πανεπιστημιακής καθηγητρίας και εξπαίρ επί θεμάτων θρησκευτικής ελευθερίας Genevieve Koubi και αποτελεί έκδοσιν της Βιβλιοθήκης Δημοσίου Δικαίου, η οποία διευθύνεται υπό του καθηγητού του Πανεπιστημίου της Σορβόνης Yves Gaudemet και η οποία έχει ιδρυθή υπό του Marcel Waline ενός των διαπρεπεστέρων Γάλλων νομοδιδασκάλων, εξεδόθη δε δαπάναις του Κέντρου Μελετών και Ερευνών Δημοσίου Δικαίου. Πρόκειται δηλ. περί του πλέον εγκύρου συγγράμαματος επί του προκειμένου. Εκ του έργου τούτου επισημαίνομεν, εντελώς συνοπτικώς, τα εξής κρίσιμα σημεία:
Α) Αι αιρέσεις αναπτύσσουν δραστηριότητας επικινδύνους (και αξιοποίνους) διά την σωματικήν και ψυχικήν υγείαν και διά την ζωήν των οπαδών των και λοιπών ατόμων και συνιστούν απειλήν διά την κοινωνίαν, επικαλείται δε προς τούτο και σωρείαν δικαστικών αποφάσεων που το διαπιστώνουν (σελ. 112 επ.). Β) Εις την σελ. 152 περιλαμβάνει κεφάλαιον υπό τον τίτλον «Η περίπτωσις των σατανικών αιρέσεων» (le cas des sectes sataniques) και διευκρινίζει, ότι πρόκειται περί αιρέσεων, αι οποίαι εισάγουν εις τας ψυχάς των οπαδών των τον σατανά. Γ) Εις την σελ. 212 επ. αναλύει λεπτομερώς, το πώς καταντούν οι οπαδοί των αιρέσεων και επισημαίνει, ότι τα άτομα αυτά υφίστανται αχρήστευσιν της λογικής και κριτικής των σκέψεως και καταντούν απολύτως εξηρτημένα άτομα. Εις δε την κατάστασιν αυτήν περιέρχονται κατόπιν εντέχνου προσηλυτιστικής τακτικής εκ μέρους των αιρέσεων διά λόγων και δι’ εντύπων.
Προσθέτει δε, ότι ως εξηκριβώθη, οι προσηλυτισταί των αιρέσεων δεν έχουν πανεπιστημιακόν δίπλωμα φιλοσοφίας, θεολογίας κ.λ.π. (διά να δύνανται να αναπτύσσουν τοιαύτα θέματα εγκύρως), εις δε τας σελ. 296 και 440 αναφέρει, ότι οι εν λόγω προσηλυτισταί των αιρέσεων επιχειρούν, να προσηλυτίσουν ακόμη και μαθητάς σχολείων. Επίσης προσθέτει (σελ. 296), ότι τούτο διεπιστώθη και υπό της προαναφερομένης κρατικής υπηρεσίας επαγρυπνήσεως επί των αιρέσεων. Δ) Τέλος εξειδικεύει την αξιόποινον δραστηριότητα των αιρέσεων επισημαίνων, ότι αύται μεταξύ άλλων ασκούν παράνομον ιατρικήν (σελ. 343 επ.), διαπράττουν απάτας και εξαναγκασμούς εις απαλλοτριώσεις περιουσιών υπέρ των αιρέσεων (σελ. 358 και 360 επ.), προβαίνουν εις σαδομαζοχισμούς (σελ. 365) κ.ο.κ.
Αξίζει επίσης να μνημονεύσωμεν και το σύγγραμμα του διαπρεπούς Γάλλου πανεπιστημιακού David Epailly υπό τον τίτλον «Les sects et le Droit Familial» (εκδ. 2000), το οποίον ασχολείται με εξειδικευμένον επί των αιρέσεων θέμα, ήτοι την επίδρασιν των αιρέσεων επί της οικογενείας. Ο εν λόγω συγγραφεύς αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι: α) Την 14.4.1992 το γαλλικόν Συμβούλιον Επικρατείας δεν έδωσε έγκρισιν εις ζεύγος οπαδών των μαρτύρων του ιεχωβά, να υιοθετήσουν τέκνον, διότι τους εθεώρησε επικινδύνους δι’ αυτό (το εν λόγω σύγγραμμα παραθέτει το όλον κείμενον της αποφάσεώς του γαλλικού Συμβουλίου Επικρατείας).
Επίσης αναφέρει περαιτέρω (σελ. 29 επ.) μεταξύ άλλων, ότι ορισμένη αίρεσις διδάσκει, ότι οι γονείς αποτελούν «κακόν» εις βάρος του Θεού και δεν πρέπει, να υποτασσόμεθα εις αυτούς, επίσης ότι ορισμέναι αιρέσεις οδηγούν εις καταστροφήν χωρίς ο οπαδός των, να το γνωρίζη (και κατά τούτο διαφέρει από τον ναρκομανή, ο οποίος γνωρίζει, ότι διά του πάθους του βαδίζει εις την καταστροφήν). Προτείνει δε προς τούτο, ότι το κράτος πρέπει, να επεμβαίνει κατασταλτικώς εν προκειμένω, διότι δεν αναγνωρίζεται «δικαίωμα αυτοκαταστροφής». Ωσαύτως αναφέρει, ότι η οικογένεια κινδυνεύει περισσότερον, οπότε ο δικαστής επί τοιούτων υποθέσεων πρέπει, να εξαντλή την αυστηρότητά του. Το ίδιο πρέπει να πράττη, όταν επιδιώκεται ο προσεταιρισμός ανηλίκου εις αίρεσιν, ιδία, όταν υπαίτιοι είναι οι γονείς του, μνημονεύει δε και σειράν δικαστικών αποφάσεων, αι οποίαι έπραξαν ούτω και μάλιστα κατ’ επανάληψιν εθεώρησαν ως λόγον διαζυγίου την προσχώρησιν του ενός των συζύγων εις αίρεσιν.
Κατ’ ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω (λίαν συνοπτικώς και επιλεκτικώς αναφερομένων λόγω ελλείψεως χώρου), διαπιστούται ότι εις την Γαλλίαν οι εκ των αιρέσεων κίνδυνοι διά την κοινωνίαν έχουν ήδη επισημανθή, μελετηθή και αντιμετωπισθή και μάλιστα εγκύρως και επισήμως, αι δε εν προκειμένω κρατικαί ενέργειαι ευρίσκονται εις πλήρη ανάπτυξιν και δράσιν. Μεταξύ δε της εν λόγω δράσεως περιλαμβάνεται και κρατική χρηματοδότησις ιδιωτικών οργανώσεων, που έχουν ως σκοπόν την προστασίαν της κοινωνίας, των νέων, των οικογενειών κ.λ.π., εκ της επικινδύνου δραστηριότητος των αιρέσεων.
- ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Εις την Γερμανίαν έχουν ιδρυθεί εις τας αποκεντρωμένας περιοχάς της (κρατίδια) κρατικαί υπηρεσίαι ανάλογοι προς την της Γαλλάς, αι οποίαι έχουν ως έργον την μελέτην και αντιμετώπισιν της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων και παραθρησκειών και την πληροφόρησιν του κοινού επί του προκειμένου. Μεταξύ άλλων αι εν λόγω υπηρεσίαι συχνάκις εκδίδουν «προειδοποιήσεις» (αι οποίαι φέρουν τον τίτλον «Wamung») και απευθύνονται προς το κοινόν, το οποίον και πληροφορούν περί της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων. Εννοείται, ότι αι αιρέσεις αντέδρασαν εντόνως εναντίον των εν λόγω προειδοποιήσεων των κρατικών υπηρεσιών και κατ’ επανάληψιν προσέφυγαν εις τα δικαστήρια με αίτημα την ακύρωσιν των πράξεων αυτών και τον χαρακτηρισμόν των ως παρανόμων, πλην όμως αι προσφυγαί των απερρίφθησαν.
Αι ως άνω κρατικαί υπηρεσίαι παρακολουθήσεως της δράσεως των αιρέσεων ιδρύθησαν διά τοπικών νόμων (ανάλυσιν των εν λόγω νόμων ιδέ εις Hellmut Baumler, «Dokumentationsstelle fur Sekten und sektenahnlichen Vereinigungen in Schleswig-Holtstein», εις περιοδικόν Neue Zeitschrift fur Verwaltungsrecht 2000 σε. 462).
Περαιτέρω (ως αναφέρομεν ανωτέρω) και η γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή την 9.9.1998 κατήρτισε έκθεσιν περί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων, η οποία εδημοσιεύθη την 9.9.1998 (υπό τον τίτλον «Endbericht der Enquete Kommission Sogenannten Seken und Psychogruppen»). Υπ’ όψιν ότι η εν λόγω έκθεσις προτείνει ήδη την ίδρυσιν των ως άνω κρατικών υπηρεσιών μελέτης της δράσεως των αιρέσεων και προστασίας των πολιτών εξ αυτής (σελίς 61 επ. της εκθέσεως). Προσθέτει δε ότι η ίδρυσις των ως άνω υπηρεσιών αποτελεί συνταγματικήν επιταγήν διά το γερμανικόν κράτος. Η εν λόγω έκθεσις επισημαίνει περαιτέρω, ότι η από 27.3.1992 απόφασις του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Διοικητικού Δικαστηρίου (Bundesverwaltungsgericht, δημοσιευομένη εις την συλλογήν Entscheidungen des Bundesverwaltungsgerichts, τόμος 90 σελ. 112 επ.) αναφέρει, ότι το κράτος οφείλει, να χρηματοδοτή ιδιωτικάς πρωτοβουλίας επί σκοπώ προστασίας της κοινωνίας από της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων και προτείνει την θέσπισιν νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δι’ έκδοσιν νομοθετικής διατάξεως, η οποία θα επιτρέπει εις τας κρατικάς υπηρεσίας την εν λόγω χρηματοδότησιν.
Περαιτέρω επισημαίνομεν, ότι η νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων έχει λάβει σαφώς αρνητικήν και καταδικαστικήν θέσιν έναντι των αιρέσεων και παραθρησκειών. Επισημαίνομεν κατωτέρω ορισμένας δικαστικάς αποφάσεις λίαν χαρακτηριστιάς εν προκειμένω:
1) Ως αναφέρομεν ανωτέρω εναντίον των κρατικών «προειδοποιήσεων» περί της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων αι αιρέσεις προσέφυγον εις τα δικαστήρια και εζήτησαν την ακύρωσίν των και την απαγόρευσιν εις το κράτος, να εκδίδη τοιαύτας προειδοποιήσεις. Τα γερμανικά δικαστήρια όμως απέρριψαν τας πρόσφυγάς αυτάς και ενομιμοποίησαν κατόπιν τούτου τας τοιαύτας προειδοποιήσεις. Συγκεκριμένος αι εν λόγω προσφυγαί των αιρέσεων απερρίφθησαν υπό των εξής δικαστικών αποφάσεων:
Α) Απόφαση της 23.3.1989 του Ομοσπονδιακού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Kirche = Entscheidungen fur Kirchensachen, , 27 σελ. 145 επ.). Β) Απόφασις της 15.8.1989 του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Kirche 27 σελ.. 1). Γ) Απόφασις της 22.5.1990 του Διοικητικού Εφετείου Βορείας Ρηνανίας- Βεστφαλίας (Kirce 28 σελ. 107 επ.). Τα ίδια δέχεται το εν λόγω δικαστήριον διά της από 25.8.1995 αποφάσεώς του (Kirche 33 σελ. 313 επ.) Δ) Απόφασις της 15.5.1996 του Διοικητικού Εφετείου Μύνστερ (Neue Zeitschrift fur Verwaltungsrecht, 1996 σελ. 3355). Τα ίδια έχει δεχθεί το εν λόγω Δικαστήριον διά της από 11.3.1996 απφάσεώς του (Neue Juristische Wochenschrift 1996 σελ. 2115). Εις το ίδιον περιοδικόν δημοσιεύεται ωσαύτως ομοία απόφασις του Διοικητικού Εφετείου Μανχαϊμ (σελ. 2116). Ε) Απόφασις της 24.3.1995 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βερολίνου (Kirche 27 σελ. 128 επ.). ΣΤ) Απόφασις της 11.12.1990 του Διοικητικού Εφετείου Βερολίνου (Neue Zeitschrift fiir Verwaltungsrecht, 1991 σελ. 798). Είναι χαρακτηριστικόν, ότι η τελευταία αύτη απόφασις δέχεται περαιτέρω, ότι αι ως άνω κρατικαί προειδοποιήσεις είναι απολύτως συνταγματικαί, ιδία όταν περιέχουν απόψεις ψυχιάτρων περί του ότι η συμμετοχή εις ορισμένην αίρεσιν συνεπάγεται ψυχοπαθαλογικά φαινόμενα . Ζ) Απόφασις της 23.5.1989 του Ομσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Neue Juristische Wochenschrift 1989 σελ. 2272 επ.)
2) Η από 24.10.2006 απόφασις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Kirche und Recht, 2006 σελ. 217 και Die Offentliche Verwaltung 2007 σελ. 02) δέχεται ως συνταγματικώς επιτρεπτήν την απαγόρευσιν εισόδου εις Γερμανίαν του αρχηγού της αιρέσεως «Κίνησις Μουν» διά λόγους προστασίας της δημοσίας τάξεως. Τα ίδια δέχεται (απαγόρευσις ταξιδιού) και η από 25.1.2006 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Kirche und Recht 2006 σελ. 217). Επίσης τα ίδια δέχεται και η από 7.6.2002 απόφασις του Διοικητικού Εφετείου Κομπλέντς (Kirche und Recht 202 σελ. 226). Ωσαύτως τα ίδια δέχεται και η από 10.7.2001 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Neue Zeitschrift fur Verwaltungsrecht 2001 σελ. 1396)
3) Η από 7.3.2006 απόφασις του Γερμανικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου (Neue Justitz 2006 σελ. 264) δέχεται, ότι δεν είναι δυνατόν άπασαι αι θρησκείαι να τυγχάνουν της ιδίας μεταχειρίσεως εκ μέρους του κράτους.
4) Η από 25.1.2006 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Kirche und Recht 2006 σελ. 84) επικυρώνει απόφασιν των γερμανικών αρχών, διά της οποίας διατάσσεται η διάλυσις της αιρέσεως «Hizb-ut-Tahrir» διά λόγους προστασίας της δημοσίας τάξεως.
5) Η από 26.2.2002 απόφασις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Juristenzeitung 2003 σελ. 310 επ.) δέχεται, ότι δεν απαγορεύονται σκληραί εκφράσεις δημοσία κατά των αιρέσεων.
6) Η από 26.3.2001 απόφασις του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Deutsche Verwaltungsblatt 2001 σελ. 984 επ.) αναφέρει, ότι το κράτος υποχρεούται να προστατεύη τον λαόν από της επικινδύνου και παραπλανητικής δράσεως των αιρέσεων.
7) Η από 9.12.1999 απόφασις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βερολίνου (Kirche und Recht 2000 σελ. 250) δέχεαι, ότι η αίρεσις «Universelles Leben» δεν αποτελεί θρησκευτικήν οργάνωσιν ανεγνωρσμένην και επομένως οι οπαδοί της δεν δύνανται να παρίστανται ενώπιον των δικαστηρίων.
8) Η από 25.3.1998 απόφασις του Εφετείου Ζααρμπρύκεν (Archiv fur Katholisches Kirchenrecht, 1998 τομ. 167 σελ. 241 επ.) απαλλάσσει πάσης κατηγορίας εντεταλμένον επί των αιρέσεων της ευαγγελικής εκκλησίας, ο οποίος ήσκησε σκληράν κριτικήν κατά των αιρέσεων και αποφαίνεται, ότι η τυχόν απαγόρευσις τοιαύτης (σκληράς) κριτικής θα προσέκρουε εις το Σύνταγμα. Τα ίδια ακριβώς δέχεται και η από 28.3.1995 απόφασις του Εφετείου Βρέμης (Kirche 27 σελ. 139 επ.).
9) Η από 27.3.1992 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Archiv fur Katholisches Recht 1992 σελ. 209 επ.) δεν αναγνωρίζει ως θησκευτικήν οργάνωσιν ένωσιν ασκούσαν δραστηριότητα εμπορικήν.
10) Η από 27.3.1992 απόφασις του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου (Deutsches Verwaltungsblatt 1992 σελ. 1038 επ.) δέχεται, ότι μία οργάνωσις δεν επιτρέπεται να χαρακτηρισθή ως θρησκεία, εάν ασκεί οικονομικάς
δραστηριότητας και χρησιμοποιεί την θρησκείαν ως μανδύαν.
11) Η από 25.8.1994 απόφασις του Εφετείου Φρανκφούρτης (Neue Juristische Wochenschrift 1995 σελ. 878 επ.) δεν αναγνωρίζει δικαίωμα οπαδών των αιρέσεων, να μην κινηματογραφηθούν ή να παρεμποδίζουν την τηλεοπτικήν λήψιν και την τηλεοπτικήν μετάδοσιν της ταινίας που τους εμφανίζει.
12) Τέλος οι εξής αποφάσεις απορρίπτουν προσφυγή αιρέσεων, να διαγραφούν από τον κατάλογο των επικινδύνων αιρέσεων: α) Αποφ. της 25.8.1995 του Διοικητικού Εφετείου Μϋνστερ (Νeue Juristische Wochenschrift 1996 σελ. 2114 επ.), β) Αποφ. της 22.8.1995 Διοικητικού Εφετείου Μύνστερ (Neue Juristische Wochenschrift, 1996 σελ. 2115). Γ) Αποφ. της 11.3.1996 του Διοικητικού Εφετείου Μανχάϊμ (Neue Juristische Wochenschrift 1996 σελ. 2116)
- ΑΥΣΤΡΙΑ: Την 20.81998 εις την χώραν αυτήν ετέθη εν ισχύϊ ο νέος νόμος Ν° 150, ο οποίος ιδρύει κρατικήν υπηρεσίαν προστασίας του κοινού εκ των αιρέσεων (Bundesgesetz uber die Einrichtung eine Dokumentation -und Informationsstelle fur Sektenfragen). Όπως ορίζει η παράγραφος 1, σκοπός του εν λόγω νόμου είναι η μελέτη και τεκμηρίωσις της επικινδύνου δράσεως των αιρέσεων.
- ΒΕΛΓΙΟΝ: Το κοινοβούλιον του Βελγίου προχώρησε εις την κατάρτισιν εκθέσεως περί των αιρέσεων τον Απρίλιον του έτους 1997. Υπ’ όψιν ότι η νομοθεσία του Βελγίου απαγορεύει ρητώς τον προσηλυτισμόν (άρθρον 142 του βελγικού Ποινικού Κώδικος)
- ΑΓΓΛΙΑ: Εις Αγγίαν έχει ιδρυθή ειδική κρατική υπηρεσία προστασίας του κοινού εκ των αιρέσεων (υπό τον τίτλον ANS), στελεχούται δε υπό πανεπιστημιακών καθηγητών και έχει ως έργον, να ενημερώνη τας δημοσίας υπηρεσίας επί των αιρέσεων. Εναντίον δε των αιρέσεων έχει λάβει επισήμως θέσιν και η αγγλική κυβέρνησις. Προς τούτο επισημαίνομεν δημοσίευμα της εφημερίδος «Mail on Sunday» της 19.10.1996 κατά το οποίον ο τότε Άγγλος Υπουργός Εσωτερικών δηλώνει, ότι το Υπουργείον Εσωτερικών δεν είναι ουδέτερον έναντι των αιρέσεων και δηλώνει επί λέξει «είμαστε κατά των αιρέσεων», προσθέτει δε, ότι ο πραγματικός σκοπός των αιρέσεων δεν είναι η θρησκεία, αλλά το σεξ και η απόκτησις ισχύος, πράγμα το οποίον αι αιρέσεις αποκρύπτουν, διά να δύνανται να στρατολογούν μέλη των ευχερέστερον και να τα οδηγούν εις καταχρήσεις.
- ΕΛΒΕΤΙΑ: Εις την χώραν αυτήν το Υπουργείον Δημοσίας Τάξεως του Καντονιού της Γενεύης τον Φεβρουάριον του έτους 1997 εξέδωσε μίαν ανακοίνωσιν συνταχθείσαν υπό επιτροπής ειδικών, διά της οποίας πληροφορείται το κοινόν, ότι αι αιρέσεις αναπτύσσουν δράσιν παράνομον. Υπ’ όψιν, ότι τα δικαστήρια ης Ελβετίας έχουν εκδώσει αποφάσεις καταδικαζούσας τον προσηλυτισμόν
- ΙΣΠΑΝΙΑ: Το έτος 1989 το ισπανικόν Κοινοβούλιον συνέταξε έκθεσιν περί αιρέσεων, διά της οποίας ζητεί από την κυβέρνησιν, να υπαγάγη τας αιρέσεις υπό εποπτείαν και έλεγχον.
Ως λοιπόν προκύπτει εκ των ως άνω στοιχείων (λίαν συνοπτικώς παρατιθεμένων) τα κυριώτερα ευρωπαϊκά κράτη ήδη έχουν κινητοποιηθή και έχουν επισημάνει τους εκ της εκνόμου δράσεως των αιρέσεων κινδύνους διά την κοινωνίαν και έχουν λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς προστασίαν του κοινού εκ τούτων. Μάλιστα αι αντίστοιχοι κρατικαί υπηρεσίαι προχωρούν εις λήψιν μέτρων λίαν «προωθημένων», θα ελέγαμε, και λίαν «τολμηρών», χωρίς να κάμπτωνται εκ των διαμαρτυριών των εκπροσώπων της λεγομένης «προοδευτικής κουλτούρας» ή της «στρατευμένης αθεΐας», οι οποίοι διατείνονται, ότι τα μέτρα αυτά είναι «φασιστικά». Αλλά και η δικαιοσύνη των εν λόγω κρατών ίσταται εις το ύψος της και έχει εκδώσει και εκείνη τας ενδεικνυομένας αποφάσεις της επί του προκειμένου.
Περαιτέρω θεωρούμεν χρήσιμον, να αναφερθώμεν εις το κυριώτερον όπλον (ή μέθοδον), το οποίον χρησιμοποιούν αι αιρέσεις προς άγραν οπαδών. Εννοούμεν τον αθέμιτον προσηλυτισμόν. Το θέμα τούτο έχει, ως γνωστόν, δημιουργήσει τεράστια προβλήματα εις την κοινωνίαν και όλα τα κράτη έχουν ευαισθητοποιηθή επί του προκειμένου εις ικανήν έκτασιν. Επί του σημείου τούτου θα είχαμε, να παρατηρήσουμε τα κάτωθι:
Είναι γνωστόν, ότι ορισμέναι αιρέσεις ασκούν προσηλυτισμόν και μάλιστα αθέμιτον, επιτυγχάνουν δε δι’ αυτού, να παρασύρουν αθώους, αφελείς κ.λ.π.. Και είναι επίσης γνωστόν, ότι κάποιοι εν Ελλάδι (εκπρόσωποι της λεγομένης προοδευτικής κουλτούρας ή της στρατευμένης αθεΐας) κόπτονται εναντίον της απαγορεύσεως του προσηλυτισμού, ισχυριζόμενοι, ότι ο προσηλυτισμός τιμωρείται μόνον εις την Ελλάδα και πουθενά αλλού.
Η άποψις αυτή είναι εντελώς ανακριβής. Ο προσηλυτισμός τιμωρείται εις τα κράτη της Ευρώπης και επίσης εις τας Η.Π.Α.
Αι σχετικαί δικαστικαί αποφάσεις εν περιλήψει περιλαμβάνονται εις μελέτην μου υπό τον τίτλον «Το παράνομον του προσηλυτισμού κατά την νομοθεσίαν και την νομολογίαν των ευρωπαϊκών χωρών και των Η.Π.Α.» (δημοσιεύεται εις τον τόμον «Α' Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη Καταστροφικές Αιρέσεις και Ψυχοομάδες», Λεμεσσός 2000 σελ. 35 επ., έχει δε εκδοθεί και εις γλώσσαν γαλλικήν ως μονογραφία). Επίσης υπάρχουν και δύο αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αι οποίαι δέχονται, ότι η ελληνική διάταξις που τιμωρεί ποινικώς τον προσηλυτισμόν δεν αντίκειται εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Εξ αυτών η μεν πρώτη (της 25.5.1993, υπόθεσις Κοκκινάκης κατά Ελλάδος) θεωρεί μεν την εν λόγω ελληνικήν διάταξιν ως σύμφωνον προς την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν και καταδικάζει δε την Ελλάδα μόνον διά λόγους δικονομικούς, ήτοι διότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν παρέθεσαν αιτιολογίαν και αντ’ αυτής αντέγραψαν τον νόμο. Η δευτέρα (της 24.2.1998, υπόθεσις Λαρίσης και άλλοι κατά Ελλάδος), επικυρώνει τρεις καταδίκας επί προσηλυτισμώ επιβληθείσας υπό ελληνικών δικαστηρίων.
Πρέπει όμως να παρατηρηθή, ότι η δευτέρα των εν λόγω αποφάσεων ακριβώς επειδή επικυρώνει και θεωρεί ως νομίμους τρεις καταδίκας επί προσηλυτισμό) επιβληθείσας εν Ελλάδι παραμένει εντελώς άγνωστος εκ την Ελλάδα και δεν την γνωρίζει κανείς. Δηλ. προκύπτει, ότι κάποια «αόρατος χειρ» φροντίζει, να την αποκρύπτει.
Κατ’ αυτόν τον τρόπον οι Έλληνες που δεν γνωρίζουν τα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν έχουν μέχρι σήμερον πληροφορηθή, περί του ότι αι καταδίκαι επί προσηλυτισμό, που επιβάλλονται εις την Ελλάδα, επικυρούνται και υπό του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Υπ’ όψιν ότι το Δικαστήριον τούτο έχει καταδικάσει δι’ άσκησιν αθεμίτου προσηλυτισμού και το κράτος της Δανίας (απόφασις της 7.12.1976, υπόθεσις Kjeldsen, Musk Madsen και Pedersen κατά Δανίας). Πρόκειται περί της εξής υποθέσεως: Κάποτε η κυβέρνησις της Δανίας απεφάσισε να εισαγάγη εις τα δημόσια σχολεία το μάθημα της σεξουαλικής αγωγής. Ο Σύλλογος των Χριστιανών Γονέων Δανίας διεμαρτυρήθη και εζήτησε την κατάργησιν του μαθήματος αυτού επί των λόγω, ότι εφ’ όσον τα μέλη του ανήκουν εις την Χριστιανικήν θρησκείαν, η οποία διδάσκει, ότι δεν επιτρέπονται αι προγαμιαίαι σεξουαλικαί σχέσεις, δεν είναι δυνατόν το δανικόν κράτος να εισαγάγη εις τα δημόσια σχολεία μαθήματα διδάσκοντα θέσεις, τας οποίας η θρησκεία των αποδοκιμάζει. Κατ’ αυτόν τον τρόπον επομένως το δανικόν κράτος διενεργεί προσηλυτισμών εις βάρος των Χριστιανών μαθητών (τους διδάσκει κάτι, το οποίον η θρησκεία των αποδοκιμάζει). Ο εν λόγω σύλλογος προσέφυγε εις τα δικαστήρια της Δανίας, αλλά αι προσφυγαί του απερρίφθησαν. Κατόπιν τούτου προσέφυγεν εις το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλούμενος τα ως άνω επιχειρήματα, τα οποία το εν λόγω Δικαστήριον έκανε αποδεκτά και κατεδίκασε την Δανίαν διά διενέργειαν αθεμίτου προσηλυτισμού (αγγλιστί «improper proselytism», γαλλιστί «proselytisme intempestif»).
Βλέπομεν λοιπόν, ότι το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δέχεται ευθέως, απροκαλύπτως και ευθαρσώς, ότι ο αθέμιτος προσηλυτισμός απαγορεύεται και δεν καλύπτεται υπό της Ευρωπαϊκής Συιιβάσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπογραμμίζομεν το δεδομένον τούτο, διότι εις την χώραν μας υπάρχει μεγάλη παραπληροφόρησις επί του παρόντος θέματος και διαχέεται (προωθείται κ.λ.π.,) συχνάκις η ιδέα, ότι η ελληνική διάταξις, η οποία τιμωρεί τον αθέμιτον προσηλυτισμόν (άρθρον 4 του Ν. 1363/38 ως ετροποποιήθη) αντίκειται εις την Ευρωπαϊκήν Σύμβασιν Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ως και ότι το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει καταδικάσει την Ελλάδα, διότι τιμωρεί τον προσηλυτισμόν, ενώ η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Μάλιστα υπάρχει και σύγγραμμα καθηγητού Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου, το οποίον ισχυρίζεται, ότι η ελληνική διάταξις περί προσηλυτισμού αντίκειται εις το Σύνταγμα, ενώ τον προηλυτισμόν ΤΟΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΡΗΤΩΣ ΤΟ ΙΔΙΟΝ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟΝ 13 ΠΑΡ. 2. Δηλ. η παραπληροφόρησις έχει φθάσει εις απαράδεκτον σημείον. Μάλιστα κάποιοι (και μάλιστα νομομαθείς) ζητούν και την κατάργησιν της διατάξεως του ελληνικού νόμου, η οποία τιμωρεί τον προσηλυτισμόν αποσιωπώντες, ότι τυχόν κατάργησις του νόμου αυτού θα ήταν αντισυνταγματική, αφού θα αχρήστευε συγκεκριμένην διάταξιν του Συντάγματος, η οποία απαγορεύει τον προσηλυτισμόν (άρθρον 13 παρ. 2 του Συντάγματος)
Επομένως παρά τα όσα λέγονται και θρυλούνται, αι αιρέσεις, εφ’ όσον διενεργούν προσηλυτισμόν, κινούνται παρανόμως παντού και εν Ελλάδι και εις το εξωτερικόν και μάλιστα κατά την νομολογίαν του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Επεσημάναμεν ανωτέρω ορισμένα εκ των προβλημάτων, τα οποία δημιουργούνται εκ της εκνόμου δράσεως ορισμένων αιρέσεων, ως και το ότι τα λοιπά κράτη έχουν ευαισθητοποιηθεί εν προκειμένω και μάλιστα εις έντονον βαθμόν και ήρχισαν να λαμβάνουν προστατευτικά μέτρα υπέρ των θιγομένων πολιτών. Περαίνοντες εκφράζομεν την ελπίδα, να ίδωμεν ανάλογον ευαισθητοποίησιν και της ελληνικής κυβερνήσεως, καθ’ όσον τα εκ των αιρέσεων προβλήματα εις την Ελλάδα ουδόλως είναι ήσσονος σημασίας ή ήσσονος σοβαρότητος εν σχέσει προς τα των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών (ας μην λησμονώμεν, ότι είχομεν εις την χώραν μας μέχρι και διάπραξιν ανθρωποκτονίας εν ονόματι των «πιστεύω» ορισμένης αιρέσεως).