Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.
Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἕν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.
Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἕν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.
Ἐπῆγε εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾽ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾽ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.
Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾽ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχὴ των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾽ἔφυγε δρομαῖος.
Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾽ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.
Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕναν ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!
Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρα του—τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰ συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.
ΕΞΗΓΗΣΗ:
Ξένος του κόσμου και της σάρκας κατέβηκε την παραμονή από τα ύψη, αφού μάζεψε τις φτερούγες, όπως τις κρύβει θεϊκός άγγελος. Έφερνε δώρα από τα πάνω βασίλεια, για να φιλέψει τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Ήταν ο καλός άγγελος της πόλης.
Κρατούσε στο χέρι ένα άστρο και στο στήθος του έπαλλε ζωή και δύναμη και από το στόμα του έβγαινε πνοή θεϊκής γαλήνης. Τα δώρα αυτά ήθελε να τα μεταδώσει σε όλους, όσοι πρόθυμα τα δέχονται.
Μπήκε πρώτα σε ένα αρχοντικό μέγαρο. Είδε εκεί την ψευτιά και τη σεμνοτυφία, την ανία και την ανώφελη ζωή, ζωγραφισμένα στα πρόσωπα του άντρα και της γυναίκας και άκουγε τα δυο παιδιά να ψελλίζουν λέξεις σε άγνωστη γλώσσα. Ο Άγγελος πήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχοντας από εκεί.
Πήγε στην καλύβα ενός φτωχού ανθρώπου. Ο άντρας έλειπε όλη τη μέρα στην ταβέρνα. Η γυναίκα προσπαθούσε με λίγο ξερό ψωμί να αποκοιμίσει τα πέντε παιδιά, βλαστημώντας ταυτόχρονα την ώρα που είχε παντρευτεί. Τα μεσάνυχτα επέστρεψε ο άντρας της, αυτή τον έβρισε νευρική, με φωνή διαπεραστική, εκείνος την έδειρε με το ραβδί με τους ρόζους και μετά από λίγο οι δυο πλάγιασαν, χωρίς να κάνουν την προσευχή τους και άρχισαν να ροχαλίζουν με βαριούς ήχους. Έφυγε από κει ο Άγγελος.
Ανέβηκε σε μεγάλο κτίριο, πλούσια φωτισμένο. Ήταν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζια, κι επάνω τους έσκυβαν άνθρωποι, μετρώντας χρήματα, παίζοντας με χαρτιά. Χλωμοί και δυστυχισμένοι, όλη η ψυχή τους ήταν συγκεντρωμένη στην ασχολία αυτή. Ο Άγγελος κάλυψε με τις φτερούγες του τα μάτια του, για να μη βλέπει, και προσπέρασε.
Στο δρόμο συνάντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους να βγαίνουν από τα καπηλειά, πιωμένους, και άλλους να κατεβαίνουν από τα χαρτοπαίγνια, μεθυσμένους από χειρότερο μεθύσι. Είδε μερικούς ν’ ασχημονούν και άκουσε μερικούς να βλαστημούν τον Αη-Βασίλη για φταίχτη. Ο Άγγελος κάλυψε με τις φτερούγες του τα αυτιά, για να μην ακούει, και προσπέρασε.
Ξημέρωνε πια το πρωί της πρωτοχρονιάς και ο Άγγελος, για να παρηγορηθεί, μπήκε στην εκκλησία. Πολύ κοντά στις πόρτες είδε ανθρώπους να μετρούν νομίσματα, μόνο που δεν είχαν τραπουλόχαρτα στα χέρι. Και στο βάθος αντίκρυσε έναν άνθρωπο χρυσοστόλιστο, με μίτρα στο κεφάλι, σα Μήδο σατράπη της εποχής του Δαρείου, που έκανε προσποιητές κινήσεις. Δεξιά και αριστερά άλλοι έψαλλαν με φωνές που δεν ήταν φυσικές: Το Δεσπότη και Αρχιερέα!
Ο Άγγελος δε βρήκε παρηγοριά. Πήρε τα φτερωτά του δώρα -το άστρο το προορισμένο να λάμπει στις συνειδήσεις, την αύρα, την ικανή να δροσίζει τις ψυχές, και τη ζωή, την πλασμένη για να πάλλει στις καρδιές, τέντωσε τις φτερούγες του και επέστρεψε στις ουράνιες αψίδες.
Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη (1907)
ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΡΗΤΩΝ