Σταχυολογήματα-περίληψη Του (Γερ.Αλυπίου-Καψάλα.Άγ.Όρος ) Πως σώθηκε ο Γαλατάς: Από τη θρυλική μάχη της Κρήτης του 1941.
Ο Μάης σημάδεψε την Κρήτη. Κι εκείνη — σαν πρώτη ανδρειωμένη — φλόγισε με τη λεβεντιά και την αρετή της το μαγιάτικο ουρανό του κόσμου.
20 Μαΐου 1941. Ο «Φτερωτός Ερμής» της Λουφτβάφφε πετά κατά της Κρήτης. 1.370 βομβαρδιστικά μουγκρίζουν και βροντοχτυπούν τον αέρα. Κρύβουν τον ήλιο, καθώς ξερνούν χιλιάδες βόμβες θανάτου. Η ψυχή της Κρήτης αναρριγά και σαστίζει από τα πελώρια Γιούγκερς που ρίχνουν σφυρίζοντας πολύχρωμες ομπρέλες, μια καταρρακτώδη βροχή από χιλιάδες πάνοπλους αλεξιπτωτιστές.
Χιλιάδες βόμβες σκάβουν με λύσσα το Νεκροταφείο του χωριού. «Πετάγονται από τούς τάφους τους οι νεκροί και μπαίνουν για να σωθούν οι ζωντανοί. Οι σκιές των αεροπλάνων τρέχουν σαν χέρια μαύρων φαντασμάτων» πάνω από τα ηλιόλουστα σπίτια. Παντού καπνοί και χαλασμός. Όσοι έχουν όπλα χιμούν στις ταράτσες. Σπιθοβολεί στη ματιά τους της εκδίκησης η δύναμη. Οι άντρες με παλαιούς γκράδες, τσιφτέδες (κυνηγετικά όπλα), μαγκούρες• τα παιδαρέλια με πέτρες και ραβδιά. Χωριατοπούλες και μεσόκοπες με κλαδευτήρια και σκεπάρνια και ο,τι βρίσκουν μπροστά τους, τρέχουν για την «υποδοχή» του εχθρού.
—Θάρρος, κοπέλια. Γρήγορα θα βράσουμε τα κόλυβά τους, φωνάζει ο δάσκαλος στα σχολιαρόπουλα.
Κι η μάχη αρχίζει. Σώμα με σώμα στα κριθαροχώραφα και στις καψαλιασμένες πλαγιές. Οι αλεξιπτωτιστές — όσοι γλίτωναν από τα κρητικά ντουφέκια — τρέχουν ουρλιάζοντας σαν τσακάλια να κρυφτούν στις ελιές και στις σπηλιάρες¹. Από τούς 116 επέζησαν δύο. Ενας δεκανέας κι ένας αξιωματικός από το Μόναχο, ο Έριχ Βαγερ. Τούς οδηγούν τραυματισμένους στην πλατεία του χωριού. Κοκκάλωσαν από τον τρόμο, καθώς αντικρίζουν τις κάνες των ντουφεκιών να τούς σημαδεύουν.
— Ίντα πάτε και κάνετε, βρε; Φωνάζει ένας παλαίμαχος γέρος, ζωσμένος τα φυσεκλίκια του, ο γέρο-Κορωναίος. Τα λιόφυτα είναι γεμάτα Γερμανούς. Αν είστε άντρες, αμέτε να τσι πιάσετε εκεί. Ετοῦτοι είναι αιχμαλώτοι. Οποιος τολμήσει να τσι πειράξει θα τονε σκοτώσω.
Μπαίνει τρέχοντας μπροστά κι ο παπα-Βασίλης. Ένας σεβάσμιος, πράος ιερέας, ξακουστός για τις κρυφές καλοσύνες του. Μεριάζουν σεβαστικά οι αγριεμένοι χωρικοί.
—Προς Θεού, είναι αιχμαλώτοι τραυματίες και είναι ιεροί, τούς φωνάζει με υψωμένα τα χέρια. Είμαστ’ άνθρῶποι και Χριστιανοί. Υστερα καλεί τον Νεοζηλανδό ταγματάρχη Σμιθ και τον λοχαγό Αθινέλη να τούς ανακρίνουν, κι εκείνος τρέχει και φωνάζει τον ντόπιο αρχίατρο ε.α. Μανώλη Χατζητζανή για τις πρώτες βοήθειες.
Κι έπειτα η Κρητική φιλοξενία. Ο παπα-Βασίλης τούς πιάνει από το χέρι και μαζί με δυο Έλληνες τραυματίες τούς οδηγεί στο παπαδόσπιτο. Η παπαδιά πρόθυμη τούς ανεβάζει στον οντά. Στρώνει τραπέζι με το βρισκούμενο, σα σε δικούς της ανθρώπους. Σύγκλινο (2), λουκάνικα, καλιτσούνια. Κι εκείνοι ζεσταίνουν τα φοβισμένα φυλλοκάρδια τους με τη ρακί, ρίχνοντας τρεμάμενες ματιές στα γύρω. Σε πέντε ημέρες, μόλις συνήλθαν για τα καλά, τούς οδηγούν στα Χανιά.
Οι μάχες όμως δεν έχουν πάψει στα περίχωρα και σ’ όλη την Κρήτη.
Ωσπου• 26 Μαΐου, οι Γερμανοί πανηγυρίζουν.
27 Μαΐου οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα Χανιά και ελευθερώνονται οι αιχμάλωτοι. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Εριχ βρίσκεται στον Γαλατά. Τρέχει στο σπίτι του παπα-Βασίλη. Τον αγκαλιάζει και με διερμηνέα του λέει•
—Πατέρα μου, σε σας οφείλω τη ζωη μου. Πέστε μου, τι καλό θέλετε να σας κάνω;
Ο Κρητικός ιερέας σοβαρός τον ακούει.
— Εριχ, δεν θέλω πράμα άλλο, παρά να μη πεις ίντα έπαθες και είδες στο χωριό μας.
Κι ο Γερμανός αξιωματικός παίρνει μια κιμωλία και γράφει στην πόρτα• «Συνάδελφοι, αυτό το σπίτι να μη πειραχθεί, γιατί αυτό μας έσωσε».
— Οχι, Εριχ, αυτό είναι μόνο για μένα. Οι χωριανοί μου, όμως ίντα θα γενούν;
Αποφασιστικά ο Γερμανός γράφει σ’ ένα φύλλο χαρτί «Την 21η Μαΐου πέσαμε με αλεξίπτωτο βορείως του Γαλατά στούς ελαιώνες 116 αλεξιπτωτιστές. Αντιμετωπίσαμε Νεοζηλανδούς. Φονεύθησαν οἱ 114. Εγώ κι ένας δεκανέας τραυματίας συλληφθήκαμε από τούς Νεοζηλανδούς και οδηγηθήκαμε στην πλατεία για εκτέλεση. Μας έσωσε ο ιερέας του χωριού Βασίλειος Ρουμελιωτάκης. Μας φιλοξένησε στο σπίτι του. Μας έδωσε τις πρώτες βοήθειες με ιατρό. Μας περιποιήθηκε σαν δικούς του ανθρώπους. Στις πέντε ημέρες που ήμουν στο σπίτι του, είδα από το παράθυρο τούς χωριανούς άοπλους, να τρέχουν στα καταφύγια, χωρίς να λάβουν μέρος στη μάχη. Παρακαλώ τους συντρόφους μου να του φανούν χρήσιμοι σε ό,τι τούς είναι δυνατόν».
Με το έγγραφο αυτό ο παπα-Βασίλης πέτυχε το ποθούμενο. Έσωσε τούς χωριανούς από την εκτέλεση, σε αντίποινα για τούς 1.500 νεκρούς Γερμανούς. Τον άφησαν ακόμα και να ενταφιάσει τούς νεκρούς Έλληνες και Νεοζηλανδούς.
Ο Μάης σημάδεψε την Κρήτη. Σημάδεψε και τον Γαλατά. Κι υψώθηκε αστραφτερή κι ωραία η αντρειωσύνη και η ανθρωπιά της• η «απόκρημνη αρετή» της.
Από το περιοδικό: «Η δράσις μας», τεύχος Μαϊου 2007
ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΡΗΤΩΝ