Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

"Που εκκλησιάζονταν όσοι έκαναν Αποτείχιση;" - Απαντήσεις από την Εκκλησιαστική Ιστορία και Γραμματεία


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Αποτείχιση, με απλά λόγια, ονομάζουμε την διακοπή εκκλησιαστικής κοινωνίας με τον Επίσκοπο που κηρύσσει αίρεση. Σε Αποτείχιση προέβαιναν πάντοτε οι Ορθόδοξοι σε περίοδο αιρέσεως. Στην εποχή μας, με την μεγάλη αίρεση του Οικουμενισμού, του οποίου φορείς είναι σχεδόν όλοι οι Επίσκοποι των επισήμων Εκκλησιών, η Αποτείχιση είναι επιβεβλημένη, αλλά είναι εύλογο να προκύπτει, σε αυτούς που προβαίνουν σε αυτήν, ένα σοβαρό ερώτημα: "Που θα εκκλησιαζόμαστε πλέον;". Σε αυτό το ερώτημα απαντά η Εκκλησιαστική Ιστορία και Γραμματεία, οι οποίες διασώζουν τα έργα και την διδασκαλία των Ορθοδόξων Πατέρων μας. Ας τα δούμε.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι Ορθόδοξοι της Αντιοχείας επί Ευζωΐου

Το 360 επίσημος Επίσκοπος Αντιοχείας, στη θέση του εξορισθέντος Αγίου Μελετίου, τοποθετήθηκε ο Ευζώιος. Ο Ευζώιος ήταν αρειανόφρονας γι' αυτό και οι Ορθόδοξοι "διαχωρισθέντες ἀπὸ τοὺς κακοδόξους, συνηθροίζοντο εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν κειμένην ἐν τῇ καλουμένη Παλαιᾷ" (Μελετίου Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος α΄, Βιέννη, 1783, σελ. 349). Χωρίσθηκαν δηλαδή όχι μόνο από τον Ευζώιο, αλλά και από τους συν αυτώ και εκκλησιαζόντουσαν στην παλιά πόλη της Αντιόχειας, σε έναν ναό που είχαν κτίσει οι Απόστολοι. Όπως γράφει ο ιστορικός: "χωρισθέντες ἀπὸ τὴν Ἀρειανικὴν συμμορίαν, τὰς θείας ἐτέλουν λειτουργίας ἐν τῇ καλουμένῃ Παλαιᾷ" (στο ίδιο, σελ. 379).

Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως από το 350 έως το 379

Το 350 επίσημος Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στη θέση του εξορισθέντος Αγίου Παύλου, τοποθετήθηκε ο Μακεδόνιος, ο οποίος ήταν Πνευματομάχος. Μετά τον Μακεδόνιο εκλέχθηκε ο από Αντιοχείας αρειανόφρονας Ευδόξιος. Με τον θάνατο του Ευδοξίου εκλέγεται ο επίσης αρειανόφρονας Δημόφιλος. Όμως ο εξόριστος Άγιος Ευστάθιος Αντιοχείας, ο οποίος κρυβόταν σε κάποιο σπίτι των λιγοστών Ορθοδόξων της Πόλεως χειροτονεί για αυτούς (πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια!) Ορθόδοξο Επίσκοπο τον Ευάγριο. Μόλις το μαθαίνει ο αρειανόφρονας αυτοκράτορας Ουάλης, εξορίζει τον Ευάγριο και δημεύει τους λιγοστούς ναούς των Ορθοδόξων, παραχωρώντας τους στον Δημόφιλο, τον οποίο και αναγνωρίζει ως επίσημο Επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως. Μόλις ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος φθάνει στην Πόλη το 379 (είχε αποσταλεί από την Ορθόδοξη Σύνοδο της Αντιοχείας του 378 ως Επίσκοπος Σασίμων για να οργανώσει την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως) συναντά ένα θλιβερό θέαμα.Οι εναπομείναντες Ορθόδοξοι ήταν ελάχιστοι και ασύντακτοι, εκκλησιάζονταν δε σε βουνά και σπηλιές ή και καθόλου.

Ας δούμε την περιγραφή του Αγίου: "Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν, ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν" (P. G. 36, 460). 

Μόλις φθάνει ο Άγιος Γρηγόριος τότε οι Ορθόδοξοι με την καθοδήγηση του Αγίου ανασυντάσσονται και αποκτούν δικό τους ναό (ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων γράφει πως μετέτρεψαν ένα σπίτι σε ναό!), τον οποίο ο Άγιος ονόμασε "Ἀναστασίαν ὅπως συμβολικῶς τὸ ὄνομα σημαίνῃ τὴν ἐν τούτῳ ἀνάστασιν καὶ ἀναζωογόνησιν τῆς τέως νεκρᾶς ὀρθοδοξίας ἐν Κωνσταντινουπόλει" (Βασιλείου Σμύρνης, Περί του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Αθήνα, 1903, σελ. 111-112).


Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως επί Νεστορίου

Μόλις διαπιστώθηκε πως ο Νεστόριος δεν δεχόταν την υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού μας (και ως εκ τούτου απέρριπτε τον όρο "Θεοτόκος" για την Παναγία μας), οι Ορθόδοξοι εξεγέρθηκαν και εγκατέλειψαν τους ναούς που μνημονευόταν το όνομά του. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας αναφέρει σε επιστολή του προς τον Άγιο Κελεστίνο, Πάπα Ρώμης, πως το μεγάλο πλήθος των πιστών έχει εγκαταλείψει τους ναούς της Κωνσταντινουπόλεως, εκτός από λίγους αδιάφορους και κόλακες! Και όχι μόνο ο λαός, αλλά και οι μοναχοί και οι αρχιμανδρίτες! Συγκεκριμένα γράφει: "῏Ην ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπίσκοπος ὀνόματι Δωρόθεος, τὰ αὐτὰ φρονῶν αὐτῷ (τῷ Νεστορίῳ), ἀνὴρ χρειοκόλαξ, καὶ προπετὴς χείλεσι, καθὼς γέγραπται· ὃς ἐν συνάξει, καθεζομένου ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς ἐκκλησίας τοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως εὐλαβεστάτου (σ. ημ. επειδή δεν είχε καθαιρεθεί ακόμη τον προσφωνεί με τον τίτλο "ευλαβέστατο", όπως λέμε σήμερα "σεβασμιώτατος", "παναγιώτατος" κ.τ.ο.) Νεστορίου, ἀναστὰς μεγάλῃ τῇ φωνῇ τετόλμηκεν εἰπεῖν· Εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγει τὴν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω. 

Καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντός τοῦ λαοῦ καὶ εκδρομή (ἔξοδος). Οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν. Τὰ δὲ μοναστήρια σχεδὸν ἅπαντα καὶ οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται καὶ τῆς συγκλήτου πολλοὶ οὐ συνάγονται, δεδιότες μὴ ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ οὓς ἀπὸ τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τὰ διεστραμμένα" (P.G. 77, 81).

Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως μετά την Ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας

Όταν το 1439 επέστρεψαν από την Φλωρεντία οι ορθόδοξοι επίσκοποι, οι οποίοι είχαν υπογράψει την ψευδοένωση με τους Παπικούς, ο πιστός λαός τους γύρισε την πλάτη αδειάζοντας τους ναούς τους. Ήταν τόσος ο ζήλος του λαού που και υποψία να υπήρχε ότι κάποιος κληρικός ήταν λατινόφρονας εγκατέλειπαν τον ναό! Ο Σιλβέστρος Συρόπουλος αναφέρει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: "Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου (σ. ημ. Μητροφάνους του Β΄, λατινόφρονος) πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον (οὐδέ γάρ ἐκέκτητο) καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ’ ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. 

Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ ἐλειτούργησεν· Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. 

Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ’ ἀνεμίχθης καί συνοδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ’ ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν" (V. Laurent, Les mémoires du grand ecclésiarque de l'Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos, Paris, 1971, p. 556).

Και το 1452, όταν με το ουνιτικό συλλείτουργο της 12ης Δεκεμβρίου στην Αγιά Σοφιά διακηρύχθηκε η Ψευδοένωση με τους Παπικούς, ο λαός πάλι έδειξε την απέχθειά του αποφεύγοντας να λειτουργείται στον ναό. Γράφει χαρακτηριστικά ο ιστορικός της εποχής Δούκας: "Οἱ δὲ τῆς πόλεως ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ἐν ᾗ ἐγένετο τάχα ἡ ἕνωσις ἐν τῇ Μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ, ὡς Ἰουδαίων συναγωγὴν τοῦτον ἀπέφευγον καὶ οὐκ ἦν ἐν αὐτῇ οὔτε προσφορά, οὔτε ὁλοκαύτωσις, οὔτε θυμίαμα. Εἴ ἔτυχέ τις τῶν ἱερέων λειτουργῆσαι Θεῷ ἐν ἡμέρα ἐπισήμῳ, οἱ προσευχόμενοι μέχρι τῆς ὥρας τῆς προσφορᾶς ἵσταντο· καὶ τότε πάντες ἐξήρχοντο οὕτω γυναῖκες ὡς ἄνδρες, οὕτω μοναχοὶ ὡς μονάζουσαι. Τὶ χρὴ λέγειν; καὶ τὸν ναὸν ὡς βωμὸν (τῶν εἰδώλων), καὶ τὴν θυσίαν (λειτουργίαν) ὡς Ἀπόλλωνι τελουμένην ἐνόμιζον" (P. G. 157, 1072).

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

Οι Άγιοι Απόστολοι (διά του Αγίου Κλήμεντος, Πάπα Ρώμης) διατάζουν την αποφυγή κάθε είδους συμπροσευχής με τους αιρετικούς: "Eἰ μὴ δυνατὸν ἐν ἐκκλησίᾳ προϊέναι διὰ τοὺς ἀπίστους, κατ' οἶκον συνάξεις, ὦ ἐπίσκοπε, ἵνα μὴ εἰσέρχηται εὐσεβὴς εἰς ἐκκλησίαν ἀσεβῶν· οὐχ ὁ τόπος γὰρ τὸν ἄνθρωπον ἁγιάζει, ἀλλ' ὁ ἄνθρωπος τὸν τόπον. Ἐὰν δὲ ἀσεβεῖς κατέχωσιν τὸν τόπον, φευκτέος ἔστω σοι διὰ τὸ βεβηλῶσθαι ὑπ' αὐτῶν· ὡς γὰρ οἱ ὅσιοι ἱερεῖς ἁγιάζουσιν, οὕτως οἱ ἐναγεῖς μιαίνουσιν. Eἰ δὲ μήτε ἐν οἴκῳ ἅμα μήτε ἐν ἐκκλησίᾳ συναθροισθῆναι δυνατόν, ἕκαστος παρ' ἑαυτῷ ψαλλέτω, ἀναγινωσκέτω, προσευχέσθω, ἢ καὶ ἅμα δύο ἢ τρεῖς· «Ὅπου γὰρ ἂν ὦσι, φησὶν ὁ Κύριος, δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖ εἰμὶ ἐν μέσῳ αὐτῶν». Πιστὸς μετὰ κατηχουμένου μήτε κατ' οἶκον προσευχέσθω· οὐ γὰρ δίκαιον τὸν μεμυημένον μετὰ τοῦ ἀμυήτου συμμολύνεσθαι· εὐσεβὴς μετὰ αἱρετικοῦ μήτε κατ' οἶκον συμπροσευχέσθω· «Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;»" (P. G. 1, 1136-1137).

Ο Μέγας Βασίλειος συνιστά στους πρεσβυτέρους της Νικοπόλεως, αν οι αιρετικοί κατέχουν τους ναούς, να τελούν τις ακολουθίες στην ύπαιθρο: "Εἰ δὲ ὅτι ὁ δεῖνα τὸν οἶκον κατέχει τῆς προσευχῆς, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ὑπαίθρῳ προσκυνεῖτε τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Δεσπότην, τοῦτο ὑμᾶς ἀνιᾷ, ἐνθυμήθητε, ὅτι οἱ μὲν ἕνδεκα μαθηταὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ ἦσαν ἀποκεκλεισμένοι, οἱ δὲ σταυρώσαντες τὸν Κύριον ἐν τῷ περιβοήτῳ ναῷ τὴν Ἰουδαϊκὴν λατρείαν ἐπλήρουν" (P. G. 32, 896-897).

Ο Μέγας Αθανάσιος προτρέπει τους Ορθοδόξους να εκκλησιάζονται μόνοι τους, χωρίς τους κληρικούς τους (όταν εκείνοι είναι αιρετικοί), για να μη κολαστούν μαζί τους:
«Ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφονται καί σκανδαλίζωσι τόν λαόν, χρή αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον ἤ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετά Ἄννα καί Καϊάφα εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός» (P.G. 35, 33).

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός ο Β΄ απαγορεύει στους ορθοδόξους να εκκλησιάζονται σε ναούς που λειτουργούν λατινόφρονες: "Ὅσοι τῆς καθολικῆς (ὀρθοδόξου) ἐκκλησίας ἐστὲ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδὶ ἀπὸ τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καὶ μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδὲ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν δἐχεσθε τὴν τυχοῦσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ Θεῷ προσεύχεσθαι καταμόνας, ἢ ἐπ' ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετὰ τῶν λατινοφρόνων ὑποταγάτων" (Γερμανού Β΄ Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολή Β΄ προς τους Κυπρίους στο Κωνσταντίνου Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, Βενετία, 1873, σελ. 18).


Νικόλαος Μάννης