Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

Της Αναλήψεως: Μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας σήμερα 6 Ιουνίου.



Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2195

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως
6 Ἰουνίου 2019

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ κ᾽ ἐμεῖς!

«Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» (θ. Λειτ.)

Ἑορτὴ δεσποτική, ἀγαπητοί μου· ἔτσι ὀ­νο­μάζεται ἡ σημερινὴ ἑορτή, γιατὶ ἑορτάζει ὁ δεσπότης Χριστός. Στὸν Πόντο καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία τὸ Χριστὸ τὸν ἔλεγαν «Ἀφέντη» ποὺ διαφεντεύει· «ἀ­φέντης» εἶνε αὐτὸς ποὺ δεσπόζει παντοῦ, ἐξουσιάζει τὰ πάντα.

Οἱ ἅγιοι ἑορτάζουν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, ὁ Χριστὸς ἑορτάζει πολλές. Δεσποτικὲς ἑορτὲς εἶνε τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, ἡ Ὑ­παπαντή, ἡ Μεταμόρφωσις, καὶ πρὸ παντὸς τὸ Πάσχα. Μετὰ τὴν Ἀνάστασι λοιπὸν ἔρχεται σήμερα ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως.

Τί ἑορτάζουμε σήμερα; Σύντομα καὶ ἁ­πλᾶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ τὸ ἐξηγήσουμε.

* * *
Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἀνάστασί του ἔμεινε σαράντα μέρες ἐπάνω στὴ Γῆ· καὶ ἐμφανιζόταν σὲ πολλούς. Τὸν εἶδαν οἱ μυροφόρες, οἱ ἀ­­πό­στολοι, ὁ Θωμᾶς ποὺ εἶπε «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (Ἰω. 20,28). Τελευταία ἐμφάνισί του εἶνε ἡ σημερινή. Ἀφοῦ βεβαιώθηκαν ὅλοι γιὰ τὴν ἀνάστασί του, ὁ Χριστὸς βγῆκε μαζί τους ἔ­ξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα μέχρι τὴ Βηθανία, σ᾽ ἕ­να βουναλάκι, στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν (βλ. Λουκ. 24,50).

Ἐκεῖ στάθηκε. Γύρω του ἦταν ἡ Παναγία, ὅ­λοι οἱ μαθηταὶ πλὴν τοῦ Ἰ­ούδα, καὶ οἱ μυροφό­­ρες γυναῖκες. Τοὺς εἶχε μιλήσει γιὰ τελευ­ταία φο­ρά, ὅπως ὁ πατέρας μιλάει στὰ παιδιά του· εἶπε λόγια χρυσᾶ, ἀνεκτίμητα, γιατὶ αὐτοὶ θὰ ἔ­μεναν στὸν κόσμο. Τοὺς εἶπε νὰ μὴ φύγουν ἀ­πὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, ἕως ὅτου ἔλθῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ τότε πάνοπλοι νὰ βγοῦν νὰ κηρύ­ξουν τὸ εὐαγγέλιο σὲ ὅλο τὸν κόσμο.

Κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς ρώτησε· Πότε, Κύριε, θὰ ἐγκαταστήσῃς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Καὶ ὁ Χριστὸς ἀπήντησε –ἂς τ᾽ ἀκούσουν αὐτὸ καὶ οἱ χι­λιασταί–, ὅτι δὲν εἶνε στὴν ἁρμοδιότη­τά τους νὰ γνωρίζουν «χρόνους καὶ καιροὺς» ποὺ ἔχει στὴν ἐξουσία του ὁ οὐράνιος Πατέρας (Πράξ. 1,6-7). Εἶνε ἄγνωστη ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔρ­θῃ ὁ Κύριος. Μπορεῖ ἡ δευτέρα παρουσία νὰ γί­νῃ καὶ σήμερα, μπορεῖ καὶ αὔριο, ἢ καὶ μετὰ δέ­κα, ἑκατό, χίλια καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια. Θὰ ἔρθῃ ξα­φνικά, ὅπως ὁ κλέφτης μέσ᾽ στὴ νύχτα (βλ. Ματθ. 24,43. Ἀπ. 3,3· 16,15· πρβλ. Α΄ Θεσ. 5,2. Β΄ Πέτρ. 3,10). Ὅπως δὲν γνωρί­ζουμε πότε θὰ πεθάνουμε, ἔτσι δὲν ξέρουμε καὶ πότε θὰ γίνῃ ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου.

Ἀφοῦ τοὺς παρηγόρησε, σήκωσε τὰ χέρια καὶ τοὺς εὐλόγησε. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας! Μπορεῖ ὁ πα­πᾶς στὴν ἰδιωτική του ζωὴ νὰ μὴν εἶνε ὅπως πρέπει· φόρεσε ὅμως τὸ πετραχήλι καὶ ὕψωσε τὰ χέρια; τὰ χέρια του δὲν εἶνε πλέον χέρια ἀν­­­θρώ­που, εἶνε χέρια τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὸ πιστεύ­­­ῃς, ἔλα στὴν ἐκκλησία· ἂν δὲν τὸ πιστεύ­ῃς, μὴν ἔρχεσαι. Εὐλογεῖ ὁ παπᾶς· εὐλογεῖ τὰ στέφανα τοῦ γάμου, τὸ νερὸ τοῦ βαπτίσματος στὴν κολυμβήθρα, τὰ χωράφια, τὰ ζῷα, τὰ πάν­­τα. Ἔτσι ὁ Χριστὸς «εὐλόγησεν αὐτούς» (Λουκ. 24,50).

Καὶ μετά; Ἔγινε κάτι ἐκπληκτικό. Τὰ ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ περπάτησαν βου­νὰ – λαγκάδια ὣς τὸ μικρότερο χωριό, τὰ πόδια ποὺ καρφώθηκαν στὸ σταυρὸ καὶ μάτωσαν, ἀποσπάσθηκαν καὶ δὲν ἄγγιζαν πιὰ τὴ γῆ. Ὁ Χριστὸς ἄρ­χισε νὰ ὑψώνεται, ν᾽ ἀνεβαίνῃ! «Ἀ­νεφέρετο», λέει, «εἰς τὸν οὐρανόν» (Λουκ. 24,51)· κι αὐτοὶ τὸν κοίταζαν μέχρι ποὺ τὸν ἔχασαν.

–Ἄ, ἀπίστευτα πράγματα, θὰ πῇ ὁ ἄπιστος.
Ἀλλὰ τί τὸ παράξενο; Δὲν βλέπεις; Ὁ καπνὸς πάει πρὸς τὰ πάνω, ὁ ἀετὸς πετάει ψηλά, ὁ ἄνθρωπος ὑψώνεται μὲ ἀερόστατα καὶ ἀεροπλάνα, βγαίνει καὶ μὲ πυραύλους στὸ δι­άστημα. Ἂν λοιπὸν συμβαίνουν αὐτὰ ἐν­τὸς τῶν φυσικῶν ὅρων, πόσο μᾶλλον ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς ἔχει τὴ δύναμι ν᾽ ἀνυψώνεται στὸν φυσικὸ καὶ τὸν πνευματικὸ οὐρανό, πάνω ἀπὸ ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, στὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, στὸν θρόνο τῆς ἁγίας Τριάδος;

Πῶς πῆγε ἐκεῖ, ὡς Θεός; Ὄχι· διότι ὡς Θε­ὸς δὲν ἔλειψε ποτέ ἀπ᾽ ἐκεῖ· ἐκεῖ ἦταν πάν­τοτε μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τώρα πῆγε ἐκεῖ καὶ ὡς ἄνθρωπος.


* * *


Τί μᾶς διδάσκει, ἀγαπητοί μου, μὲ ὅλο τὸ πε­ριεχόμενό της ἡ σημερινὴ ἑ­ορτή;
Ὁ ἄνθρωπος προτοῦ νὰ βαπτισθῇ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἕνα ἀδύναμο πλάσμα, ἕ­να βεβαρημένο ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὄν, μία ἀφώτιστη ὕπαρξι. Μετὰ τὸ βάπτισμα γίνεται ἄγγελος. Τὸ νεοφώτιστο παιδάκι ἀστρά­φτει. Πολλὲς μανάδες στὸν Πόντο, ἅγιες γυναῖ­κες, ἔβλεπαν τὸ παιδί τους ὅταν ἔβγαινε ἀ­πὸ τὴν κολυμβήθρα νὰ λάμπῃ· δὲν εἶνε πλέον τότε παιδὶ τοῦ ἄλφα ἢ τοῦ βῆτα, εἶνε παι­δὶ τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἑνωμένο μὲ τὸ Χριστό.

Ὅπως τὸ κεφάλι μας εἶνε ἑνωμένο μὲ τὸ κορμί μας, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εἶνε ἑνωμένος μὲ ὅλους τοὺς βαπτισμένους. Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ κεφαλή μας, κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε σῶμα του. «Ὑ­μεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Κορ. 12,27). Κι ὅπως τὸ κεφάλι δὲν χωρίζε­ται ἀπὸ τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν του.

Ἔχετε δεῖ νὰ κολυμπᾷ κάποιος στὴ θάλασ­σα; Ἔξω ἀπ᾽ τὸ νερὸ βλέπεις μόνο τὸ κεφάλι, τὸ κορμί του εἶνε μέσα στὸ νερό. Κ᾽ ἐμεῖς λοιπόν, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, κλῆρος καὶ λαός, εἴμαστε μέσα στὴ θάλασσα, βυθισμένοι σὲ ἀκά­θαρ­τα νερά, καὶ παλεύ­ουμε. Ἀλ­λὰ ἡ κεφα­λή μας, ὁ Χριστός, εἶνε ἔξω ἀπὸ τὰ νερά, πάνω ἀπὸ τὴ δι­αφθορὰ τοῦ κό­σμου· γι᾽ αὐτὸ δὲν φοβόμαστε. Ὅσο ὁ κολυμβητὴς ἔχει ἔξω τὸ κεφάλι του, δὲν φοβᾶται· ἂν βυθιστῇ, κινδυνεύει νὰ πνι­γῇ. Κ᾽ ἐ­μεῖς, ὅσο εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν κεφαλή μας, τὸ Χριστό, δὲν ὑ­πάρχει φόβος νὰ κα­τα­πον­­τιστοῦμε. Κεφαλή μας δὲν εἶνε ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆ­τα ἄνθρωπος, ποὺ πεθαίνει· εἶνε ὁ Χριστός, ποὺ ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.

Ἡ Ἀνάληψις λοιπὸν μᾶς διδάσκει ὅτι, ὅπου εἶν᾽ ὁ Χριστός, ἐκεῖ πρέπει νά ᾽μαστε κ᾽ ἐμεῖς. Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Στὸν οὐρανό, στὸν κόσμο τῶν ἀθανάτων πνευμάτων. Κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν ἐ­κεῖ νὰ στρέφουμε νοῦ καὶ ψυ­χή. Προχθὲς ἦρθε στὴ μη­τρόπολι μιὰ μάνα καὶ ἔ­κλαιγε· Τὸ παιδί μου πῆγε στὴν Αὐστραλία, δουλεύει στὸ Σίδνεϋ· τὸ σκέ­πτομαι μέρα – νύχτα· στὴ Φλώρινα εἶνε τὸ κορμί μου, ἀλλὰ ἡ ψυχή μου εἶνε ἐκεῖ… Ἀ­κοῦ­τε τί εἶ­πε ἡ μάνα αὐ­τή; Ὅποιος ἀγαπάει, ταξιδεύει μὲ τὸ νοῦ του ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ ἀγαπητοί του. Κ᾽ ἐμεῖς, ἂν πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαποῦμε τὸ Χρι­­στό, ἡ καρδιά μας θὰ πετάῃ κοντά του. Ὁ Χριστὸς εἶνε στὰ οὐρά­νια· κ᾽ ἐμεῖς λοιπὸν «ἄνω σχῶ­μεν τὰς καρδί­ας», ψηλὰ οἱ καρδιές μας! (θ. Λειτ.).

Τὸ κάνουμε αὐτό; Δὲν τὸ κάνουμε. Τὰ ζῷα ἔ­χουν τὸ κεφάλι κάτω, ὁ ἄν­θρωπος πρὸς τὰ ­πά­νω, γιὰ νὰ νὰ κοι­τάζῃ τὸν οὐρανό, ὅπου εἶνε ὁ προορι­σμός του. Ἀλλὰ ἐμεῖς παθαίνουμε ὅ,τι ἔπαθε ἕ­νας ἀετός, ποὺ τὸν ἔπιασαν, τοῦ ἔ­δεσαν βα­ρίδια στὰ πόδια, χτυποῦσε τὰ φτερά του, μὰ ἀ­π᾽ τὸ βάρος δὲν μποροῦσε νὰ πετάξῃ· ὥσ­που ἔ­σκασε. Θέλουμε κ᾽ ἐμεῖς, νὰ πε­τάξουμε (νὰ γίνουμε δίκαιοι, φιλάνθρωποι, εὐεργέτες, εὐ­­σεβεῖς, ἅγιοι)· δὲν μᾶς ἀ­­φήνουν ὅμως τὰ βαρί­δια, τὰ ἐ­λατ­­τώματα, οἱ ἀδυναμίες· κι ὁ ἀετός, ἀντὶ νὰ πετάῃ ψηλά, κυλιέται στὰ κόπρια.

Ἄνθρωπος θὰ πῇ, αὐτὸς ποὺ βλέπει ἄνω, τὸν οὐρανό. Ἀλλὰ μέσα σὲ χίλιους ζήτημα νὰ βρῇς ἕναν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Διογένης γύρι­ζε μέρα-μεσημέρι μὲ τὸ φα­νάρι καὶ ἔλεγε «Ἄν­θρωπον ζητῶ»· ἄνθρωπο μὲ καλωσύνη, ἀγάπη, εὐσέβεια, ἀλήθεια, τιμιότητα, εἰλικρίνεια, φόβο Θεοῦ! Ποῦ νὰ βρεθῇ τώρα; Σπάνιο πρᾶγμα.

Γίναμε σὰν τὰ ζῷα· μᾶς ταιριάζει τὸ ῥητὸ τοῦ ψαλμῳδοῦ «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνο­ήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Πῶς νὰ σὲ ὀνομάσω ἄνθρωπο; λένε οἱ πατέ­ρες τῆς Ἐκ­­κλησίας, ὅταν εἶσαι πονηρὸς σὰν τὴν ἀλεποῦ, ἁρπακτι­κὸς σὰν γεράκι, σκληρὸς σὰν τὸ λύκο, αἱμοβόρος σὰν τὴν τίγρι, μνησίκακος σὰν τὴν καμήλα, φαρ­μακερὸς σὰν τὸ φίδι; Ἤξερα μιὰ νιόπαν­τρη κοπέλλα, ποὺ κάποιος τὴ συκο­φάντησε μὲ ἀν­ώνυμο γράμμα, κι αὐτὴ ἔλειωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ πέ­θανε· δὲν σκοτώνει κανεὶς μό­νο μὲ μαχαίρι ἢ πιστόλι, σκοτώνει καὶ μὲ τὴ γλῶσσα. Χειρότεροι κι ἀπ᾽ τὰ θηρία γίναμε. Ἕνα λιον­τά­ρι τρώει πέντε – δέκα ἀρνιὰ ἢ ἀνθρώπους καὶ τελείωσε. Ὁ ἄν­θρωπος ἔγινε φοβερώτερο θη­ρίο, θηρίο ἐπιστημονικό· πατάει κουμπιά, ῥίχνει πυρηνικὲς βόμβες σὰν νταμιτζάνες καὶ θερίζει πόλεις ὁ­λόκληρες σὰν τὴ Θεσσαλονίκη, τὴν Ἀθήνα, τὸ Βελιγράδι, τὴ Σόφια, τὴ Μόσχα. Ζούγκλα ἔγινε ὁ κόσμος. Ἂς φοράῃ ὁ ἄλλος κουστούμι, ἂς μιλάῃ μὲ διπλωματία, ἂς ζῇ μὲ ὅλα τὰ σύγχρονα μέσα, ἂς ἔχῃ αὐτοκίνητα, τηλεοράσεις κ.τ.λ.· καλύτερα νὰ ἔλειπαν αὐτά. Στὸν Πόντο καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία φωτίζονταν μὲ δᾳδιά, ἀλλὰ εἶχαν καρδιά, ἀγάπη, ὁμόνοια, πολιτισμό. Τώρα καταντήσαμε χειρότερα κι ἀπ᾽ τὴ ζούγκλα.


* * *

Τί θὰ γίνῃ λοιπόν; ν᾽ ἀπελπιστοῦμε; Ὄχι· μᾶς καλεῖ σήμερα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας»! Πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ γονεῖς καὶ οἱ παπποῦ­δες μας, πρὸς τὴν αἰώνια πατρίδα μας. Ἐκεῖ ἡ καρδιά μας πάντοτε, γιὰ νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.

Η εικόνα ίσως περιέχει: κείμενο


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος