Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Η Ἀποτείχιση σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν ἁγίων Πατέρων.



Ο Όσιος Μάξιμος ο Ομολογητής ενώπιον του μονοθελήτου Αυτοκράτορος 
Κώνσταντος Β΄ (641 - 668 μ.Χ.)


Ἀκοινωνησία καί Ἀποτείχισις σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν ἁγίων Πατέρων



Αἰδεσιμ.πρωτοπρ. Ἰωάννου Φωτοπούλου

Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ «ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν» (Ἰωάν. 11,52).

«Τό ἕν» αὐτό εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.


Στό ἱερό δισκάριο εἰκονίζεται ἡ ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ Ἑνότης. Ὁ σφαγιαζόμενος Ἁμνός στό κέντρο, δεξιά Αὐτοῦ ἡ Θεοτόκος, ἀριστερά ἡ πληθύς τῶν ἁγίων καί κάτωθεν μνημονευόμενοι ὁ ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί ζῶντες καί κεκοιμημένοι. Ἀρχίζοντας ὁ λειτουργός τήν μνημόνευση καί τήν ἐξαγωγή μερίδων λέει: «Μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τάδε) ...καί πάντων τῶν ἀδελφῶν οὕς προσεκαλέσω εἰς τήν σήν κοινωνίαν πανάχραντε Δέσποτα».

Ἀπό τόν ἱερό Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἡ Θεία Λειτουργία, καλεῖται «κοινωνία καί σύναξις», διότι ἐξαιρετικά αὐτή συνάγει «τάς μεριστάς ἡμῶν ζωάς εἰς ἑνοειδῆ θέωσιν» καί δωρεῖται «τῇ τῶν διαιρετῶν θεοειδεῖ συμπτύξει τήν πρός ἕν κοινωνίαν»[1]


Ἡ κοινωνία μέσα στή θεία Λειτουργία, ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Χριστοῦ καί τῶν πιστῶν εἶναι κοινωνία πίστεως καί ἀγάπης.

Ὁμολογεῖται ἡ κοινή πίστις, ἡ ὀρθόδοξη, μνημονεύεται τρεῖς φορές ὁ τοπικός ἐπίσκοπος ὡς ἐγγυητής καί φύλαξ τῆς πίστεως καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, δίδεται ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης, ἀναφέρονται τά προσφερθέντα δῶρα μετά Εὐχαριστίας, μεταποιοῦνται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί μεταλαμβάνονται ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό.


Ἔτσι ἀπαρτίζεται τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία.


Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε μόνο ἑνότητα πίστεως, μέ τήν ἔννοια ἁπλῆς συμφωνίας μιᾶς ὁμάδος ἀνθρώπων στίς ὑπό τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί Πατέρων θεσπισθεῖσες δογματικές ἀρχές, τίς ὁποῖες αὐτοί ὑπερασπίζονται μέ πάθος (Ζηλωτισμός), οὔτε ὅμως καί μιά κοινωνία ἀγάπης μέ τήν ἔννοια μιᾶς συναισθηματικῆς ἀδελφικῆς ἀτμόσφαιρας πού διαχέεται σέ μιά ὁμάδα ἀνθρώπων ἀνεξαρτήτως πίστεως καί πεποιθήσεων (Οἰκουμενισμός).


Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό συνέχον τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τό ζητούμενο («αἰτησάμενοι») ἀπό μᾶς τούς πιστούς, ὥστε νά ἑνούμεθα μετά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν μέσα στή Θ. Λειτουργία.


Τό στοιχεῖο τῆς πίστεως εἶναι ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς τήν ὀρθή πίστη στόν ἐν Τριάδι Θεό δέν ὁδηγούμεθα στήν ἀληθή ἕνωση ἐν Χριστῷ διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος.


Ἀλλά καί μέ τήν ὀρθή πίστη, χωρίς τήν αἴσθηση τῆς Χάριτος πού χορηγεῖται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς μετοχῆς στά Ἄχραντα μυστήρια, πάλι δέν ὁλοκληρώνεται ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ τῶν πιστῶν.


Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἤ πρέπει νά ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα της, ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν, νά καθιστᾶ δηλαδή ἀκοινωνήτους, ὅσους σφάλλουν περί τήν πίστη ἤ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τήν ἑνότητά της. Εἶναι ἀδύνατο ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά συνυπάρξει ὁ αἱρετικός ἤ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μέ τούς ἑνωμένους ἐν τῇ πίστει καί τῇ εὐχαριστίᾳ χριστιανούς.


Πολύ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία τούς αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νά φροντίζουν καί νά ἐγγυῶνται μέ τή διδασκαλία, τίς νουθεσίες, τά ἐπιτίμια καί τίς πράξεις τους τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα πού φέρει στή σωτηρία, διασποῦν τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια.


Ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν ποιμένων εἶναι συνέπεια τῶν κακοδόξων διδασκαλιῶν τους μέ τίς ὁποῖες βλάπτουν τούς χριστιανούς, ἐνῷ ταυτόχρονα ἀπομακρύνονται ἀπό τό κοινό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν καθαίρεση ἤ τόν ἀφορισμό τους πιστοποιεῖ τήν ἀπομάκρυνσή τους αὐτή καί προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό τήν πλάνη.

Ὁ συνοδικός ἐξοστρακισμός τῶν αἱρετικῶν ποιμένων - ἄς περιοριστοῦμε στήν ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν - ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ ἡ ἀπομάκρυνση («ἀποτείχισις») ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες κατά τήν προτροπή τῶν ἁγίων εἶναι ἡ λεγομένη ἀκοινωνησία.


Ἀκοινωνησία εἶναι ἡ θέση ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία περιέρχονται οἱ ἀθετοῦντες τἠν ὀρθόδοξη πίστη δηλ. οἱ αἱρετικοί ἤ οἱ κοινωνοῦντες μέ αὐτούς. Ἀκοινώνητον, κατά τό πλῆρες περιεχόμενο τοῦ ὅρου, ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει «τόν μήτε κοινωνοῦντα, μήτε συνιστάμενον καί προσευχόμενον μέ τούς πιστούς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ἀφοριζόμενον ἀπό αὐτούς, καί εὐγαίνοντα ἔξω τῆς ἐκκλησίας καί προσευχῆς»[2].


Ποιός καθιστᾶ ἀκοινώνητον ἕναν λαϊκό ἤ κληρικό πλανηθέντα;
Καί στίς δύο περιπτώσεις οἱ ἐπίσκοποι ἐφαρμόζοντες τούς Ἱερούς Κανόνες μόνοι τους ἤ ἐν Συνόδῳ ἀποκόπτουν τούς αἱρετικούς ἀπό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἐπιβάλλουν ἐπιτίμια σέ ὅσους κοινωνοῦν μ’αὐτούς.



Π.χ. ὅλοι οἱ κανόνες κατά τῶν συμπροσευχῶν ἐπιτάσσουν ἀφορισμό γιά τούς λαϊκούς καί καθαίρεση γιά τούς κληρικούς πού συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς. Ὅμως οἱ συμπροσευχόμενοι δέν εἶναι καθηρημένοι ἤ ἀφορισμένοι, ἀμέσως μετά τήν ἀντικανονική πράξη τους, ἀλλά πρέπει νά ἀφορισθοῦν («ἀφοριζέσθω») ἤ νά καθαιρεθοῦν («καθαιρείσθω»). Αὐτή τήν ποινή μέ τήν ὁποία καθίστανται ἀκοινώνητοι μπορεῖ νά ἐπιβάλλει ἁρμοδίως ἐπίσκοπος ἤ Σύνοδος.


Ἡ θέση τῶν λαϊκῶν μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ δυναμική στάση τους ἔναντι τῶν αἱρέσεων εἶναι ἀπαραίτητη, καθώς στηρίζουν ἐν τῇ πράξει τήν θεοφώτιστη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί Συνόδων, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν νά ἐκφράζουν μέ τή σειρά τους τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει ὅμως νά ὑπάρχει πνεῦμα μειονεξίας ἤ ἀνταρσίας ἔναντι τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ἐπισκόπων οὔτε πάλι καί τῶν πρεσβυτέρων ἔναντι τῶν ἐπισκόπων.

Οἱ ποιμένες σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί τούς ἱερούς Κανόνες ἔχουν τήν πρώτη εὐθύνη καί τό προβάδισμα στόν ἀντιαιρετικό ἀγῶνα.

Σύμφωνα μέ τόν ΛΑ΄Κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ὁ πρεσβύτερος μπορεῖ νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἐπισκόπου, ὅταν ὁ τελευταῖος σφάλλει περί τήν εὐσέβεια καί τήν δικαιοσύνη[3].


Ἑρμηνεύοντας συσταλτικά τόν Κανόνα αὐτόν, ὁ ΙΕ΄τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπιτρέπει τήν ἀπομάκρυνση ποιμένων ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένους τους - τήν ἀποτείχισή τους - ὅταν αὐτοί κηρύσσουν αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»[4]. Καί στίς δύο περιπτώσεις τόσο τοῦ ΛΑ΄ὅσο καί τοῦ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἡ θεσμική ἀπομάκρυνση ἀπό τούς αἱρετικούς ἐνεργεῖται ἀπό τούς κληρικούς.


Βέβαια καί οἱ λαϊκοί δύνανται νά ἀφίστανται τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν ποιμένων ἀκολουθοῦντες ὅμως ὀρθοδόξους ποιμένες.

Ἀναδιφώντας τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παρατηροῦμε, πώς ὅταν ἐμφανισθεῖ κάποια κακοδοξία στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας γίνεται συναγερμός καί συντονισμός ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς Ἐκκλησίας ὄχι «ἐξ ἐνστίκτου», ὅπως ἀτυχῶς εἰπώθηκε, ἀλλά ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σκοπός ὅλων γίνεται νά ἐξοστρακισθεῖ ὁ αἱρετικός ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα ἤ νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό ποιμένα οἱ πιστοί, εἰδικά ὅταν ὁ τελευταῖος καταχρώμενος τῆς ἐξουσίας καί μέ τή βοήθεια τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων λυμαίνεται τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά γίνει ἀνεκτή ἡ κοινωνία μέ τήν αἵρεση καί τόν αἱρετικό. «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος...; ἤ τίς μερίς πιστοῦ μετά ἀπίστου;»(Β΄Κορ. 6, 14).

Ὅλοι, λαϊκοί μοναχοί καί κληρικοί, θεοφόροι Πατέρες διά τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως καί τῆς κοινωνίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος συντονίζονται στόν ἀγῶνα κατά τῶν αἱρέσεων.
Καί ὅλη αὐτή ἡ κοινή προσπάθεια, οἱ αὐθόρμητες ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ θεολογία καί ὁ ἔλεγχος τῶν κακοδοξιῶν ἀπό τούς Πατέρες, ἐπιβραβεύονται, ἀποκρυσταλλώνονται, ὁλοκληρώνονται ἐνδεχομένως διορθώνονται καί ἐπισφραγίζονται στίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.


Βλέπουμε ἐπίσης μέ ἕνα ἀντικειμενικό κοίταγμα ὅτι δέν ὑπάρχει μιά ἀπόλυτη σειρά προτεραιότητος στίς ἀντιδράσεις.



Πολλές φορές μέ την ἐμφάνιση τῆς πλάνης ἀντιδρᾶ πρῶτος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Μόλις ἀκούστηκε μέσα στήν ἐκκλησία ἡ βλασφημία «εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγειν τήν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω» ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «γέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός τοῦ λαοῦ καί ἐκδρομή» καί ἔπαυσαν τήν κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο διότι «οὐ γάρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν»[5].


Τό ἴδιο συνέβη μέ τήν ἔναρξη τῆς εἰκονομαχίας ὅπου πολλοί ὀρθόδοξοι ἀντέδρασαν βίαια στήν ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἄλλοι «ἀθυμοῦντες» ἔφυγαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί «ἐπί τάς ὀρθοδόξους κωμοπόλεις μετώκησαν»[6].


Ἄλλοτε πάλι ἔχουμε ἐξ ἀρχῆς τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό μία τοπική Σύνοδο ὅπως τήν Σύνοδο πού κατεδίκασε πρώϊμα τόν Ἄρειο στήν Ἀλεξάνδρεια ὑπό τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο, καί τίς Συνόδους στά Ἱεροσόλυμα καί τή Ρώμη πού καταδίκασαν τήν εἰκονομαχία.




Πάντοτε ὅμως, ὅταν ἐμφανισθεῖ μιά αἵρεση ἔχουμε κυριαρχοῦσα στόν ἀγῶνα κατά τῶν αἱρέσεων, τήν παρουσία ἑνός τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου μέ τήν ἐμφάνιση τῆς πλάνης τοῦ Νεστορίου, τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στή Β΄φάση τῆς εἰκονομαχίας ἤ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ κατά τήν ἐμφάνιση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τοῦ ἁγίου Φωτίου στή μάχη κατά τοῦ Φιλιόκβε καί τῆς παπικῆς ἐπιβουλῆς, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατά τήν περίοδο τοῦ Βαρλααμισμοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ κατά τήν περίοδο τῶν προσπαθειῶν ἑνώσεως μέ τόν Παπισμό.


Μέ τά ἀνωτέρω πείθεται κανείς ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός τήν Ἐκκλησία του τήν ὁποία ἀπέκτησε μέ τό ἴδιο Του τό Αἷμα τήν ἐπιμελεῖται μέ ἰδιαιτέρα στοργή. Σ’ αὐτήν «φραγμόν περιέθηκε ...ὠκοδόμησε πύργον καί ἐξέδοτο γεωργοῖς»(Ματθ. ΚΑ΄ 33).


Πύργος εἶναι ἡ ὀρθή πίστις, φραγμός οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ καλοί γεωργοί οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀποτελοῦν τήν ἀσφαλιστική δικλεῖδα διά τῆς ὁποίας τηρεῖται ἡ μεσότης στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι καί ὁ θεόσταλτος κόμβος, ὅπου συναντᾶται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καί οἱ Ἅγιες Σύνοδοι. Παρόντες σέ κάθε ἐμφάνιση αἱρέσεως καί φωτιζόμενοι ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκφράζουν λόγῳ καί ἔργῳ τή συνείδηση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως διά τῶν Ἀποστόλων ἔτσι καί διά τῶν Πατέρων ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν», διαρκῶς, σέ κάθε ἐνέργειά της.


Σέ κάθε κρίσιμη στιγμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἕνας Ἅγιος κατέχει αὐτό πού ἔλεγε ὁ μακαριστός καθηγητής μας Στυλιανός Παπαδόπουλος, «τό πρωτεῖο τῆς ἀληθείας», εἶναι φορεύς τῆς Ἀληθείας ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί ὅλοι τόν ἀκολουθοῦν.

Ὅπως συνέβαινε καί μέ τον Χριστό, ὅταν ὁμιλοῦσαν οἱ Ἅγιοι «πάντων ...[ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ] οἱ ὀφθαλμοί ἦσαν ἀτενίζοντες» εἰς αὐτούς( Λουκ. 4, 20).

Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθεῖ τούς ἁγίους ὄχι τυφλά, ἀλλά ἐπειδή ἀναγνωρίζει σ΄αὐτούς τήν παραδεδομένη ὑπό τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων πίστη, τή συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.


Ἔτσι καμμία αἵρεση δέν καταδικάζεται στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, κανείς ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος δέν καθίσταται ἀκοινώνητος ὅταν αἱρετίζει, χωρίς τήν ἀποφασιστική συμβολή καί τή συμβουλή τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἐν τέλει υἱοθετοῦνται ὑπό τῶν Συνόδων.


Τό ὅτι ἡ συμβολή τῶν Πατέρων εἶναι sine qua non προϋπόθεση στήν ἀντιμετώπιση καί καταδίκη τῶν αἱρέσεων ἀπεικονίζεται στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πχ. διακηρύττεται στήν Ζ΄Οἰκουμ. Σύνοδο : «Οὕτω γάρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, ἤτουν Παράδοσις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Φαίνεται ἐπίσης καθαρά στούς βίους τῶν ἁγίων.

Στόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τέλος ἀποτυπώνεται ἡ ἐπί αἰῶνες ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θεωρεῖ τούς ἁγίους Πατέρες ὁδηγούς μας στά θέματα τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς. Ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει ὅτι ὁ πρεσβύτερος ἤ ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ Μητροπολίτης εἶναι ἄξιος ἐπαίνου ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἄν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ προϊσταμένου του καί παύσει τή μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στή Θ. Λειτουργία στήν περίπτωση πού δημόσια κηρύσσει καί «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διδάσκει ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν «παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην».


Ἡ ὑπό τῶν Πατέρων «κατάγνωση» τῶν αἱρέσεων, ὅπως φαίνεται στή διδασκαλία καί στό βίο τους, ἐννοεῖται ὡς ἐντόπιση, ἔρευνα ἐκ μέρους τῶν ἁγίων μιᾶς κακοδοξίας, ὡς θεολογική της ἀναίρεση καί καταδίκη της ἔργῳ καί λόγῳ.
Δηλ. ὅταν παρουσιαζόταν, ὅταν καί μόλις ἐκκολαπτόταν μιά αἵρεση, διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος οἱ Πατέρες ἐντόπιζαν τήν αἱρετική διδασκαλία, ὁριοθετοῦσαν διά τῆς θεολογίας τους ἔναντι αὐτῆς τήν ὀρθή πίστη, διαλέγονταν καί κατετρόπωναν τούς αἱρετικούς καί προεκτείνοντας στήν πράξη τήν ἀποστροφή πρός τήν πλάνη προχωροῦσαν σέ ἀκοινωνησία τῶν αἱρετικῶν.


Ἄς δοῦμε τώρα πῶς καί πότε ἐφήρμοζαν οἱ Πατέρες στήν πράξη τόν ΙΕ΄Κανόνα. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ Κανόνας αὐτός συνετάχθη τόν 9ο αἰῶνα, ἀλλά ἐκφράζει τήν διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Θέλω νά πῶ ἐδῶ, καί ὅλοι πρέπει νά συμφωνήσουμε, ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε ἑρμηνεία contra legem, δηλαδή ἐνάντια στό γράμμα τῶν Κανόνων, οὔτε νά παραβλέπουμε ἤ νά ἐκβιάζουμε τίς ἱστορικές καί πατερικές πηγές. Ἄς δοῦμε λοιπόν σχετικά παραδείγματα.


Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος συμβουλεύει τόν Ἥρωνα: « πᾶς ὁ λέγων παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιεῖ κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος»[7]. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει σέ κάποιους μοναχούς γιά τούς Ἀρειανούς καί τούς Ἀρειανόφρονες : ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν [8]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά κάθε αἱρετικό τῆς ἐποχῆς του: εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἐάν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών [9].


Λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν τή συχνή, δίς τοῦ ἔτους συγκρότηση τοπικῶν Συνόδων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι «τά διατεταγμένα», τό «φρόνημα» καί ἡ «πίστις» ὑπονοοῦν τήν συνοδική κατάγνωση τῶν αἱρέσεων πού ἀκολουθοῦσαν οἱ ποικίλοι αἱρετικοί. Συνεχίζουμε.


- Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀπευθυνόμενος στό Νεστόριο μέ ἐπιστολή του, τοῦ ζητεῖ νά ἐπανέλθει στήν ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλιῶς, τοῦ γράφει : γίνωσκε σαυτόν οὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ἡμῶν, οὐδέ τόπον ἤ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοῦ Θεοῦ καί ἐπισκόποις[10].

Ἐδῶ ἡ αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ καταγινώσκεται θεολογικῶς, μέ τή συμφωνία καί τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, ὑπό ἑνός ἁγίου Πατρός, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, καί ὁ Νεστόριος ἀπειλεῖται μέ ἀκοινωνησία. Ὁ θεσμικός χαρακτήρας τῆς ἐπιστολῆς του μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος δέν ἔπαυσε τή μνημόνευσή του ἕως ὅτου κατεδικάσθη ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμ. Σύνοδο.


- Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής φυλακισμένος καί ἀνακρινόμενος ὑπό τῶν αἱρετικῶν μονοθελητῶν ἐρωτᾶται:οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;»


Καί ἀπαντᾶ: οὐ κοινωνῶ...ὅτi τάς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον[11].



Ἐδῶ ὁ ἅγιος προβάλλει ὡς αἰτία τῆς ἀκοινωνησίας του πρός τόν μονοθελήτη πατριάρχη τήν οὐσιαστική ἀθέτηση ἀπό τούς Μονοθελῆτες τῶν δογμάτων, τήν στρέβλωση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται στίς πρῶτες τέσσαρες οἰκουμενικές Συνόδους ἀφοῦ μέ τήν κακοδιδασκαλία τοῦ Μονοθελητισμοῦ κολοβώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.


Ἀλλά δέν ἀρκεῖται σ΄ αὐτό. Προσθέτει: οἱ τοίνυν ὑφ΄ ἑαυτῶν κατακριθέντες καί ὑπό τῶν Ρωμαίων καί τῆς μετά ταῦτα...γενομένης Συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν ∙ ἤ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρά τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένων ἐπιφοιτᾶ ;[12] Ἐδῶ τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Ἁγίου προηγεῖται συνοδική κατάκριση καί τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ποιμένων ὑπό τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης.


Ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος , ὁ «ἀμνημόνευτος», ὅπως τόν ἀποκαλοῦσαν οἱ εἰκονομάχοι, ἦταν ὁ «ὁδηγός» τῶν μοναχῶν, τῶν ἀσκητῶν καί τοῦ λαοῦ στήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως. Στούς μοναχούς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀπό διαφόρους τόπους καί τόν θεωροῦσαν «σύμβουλον σωτηρίας» συνιστᾶ νά κοινωνοῦν μέ τίς ἐκκλησίες πού βρίσκονται σέ συγκεκριμένες περιοχές πού οἱ ἐπίσκοποί τους δέν κοινωνοῦν «τῇ μιαρᾷ αἱρέσει» καί συνεχίζει: Τί δέ χρή λέγειν περί τῶν προέδρων τοῦ τε Ρώμης καί Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί Ἀλεξανδρείας, οἵτινες οὐ μόνον ἀπεβδελύξαντο καί ἀνεθεμάτισαν τό μυσαρόν τῶν εἰκονοκαυστῶν δόγμα, ἀλλά καί ἐπιστολαῖς στηλιτευτικαῖς οὐκ ἐπαύσαντο καθυβρίζοντες τόν...ἀσεβῆ βασιλέα, ἀποστάτην καί αἱρεσιάρχην αὐτόν ἀποκαλοῦντες ἐν οἷς καί ὁ τιμιώτατος καί σοφώτατος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πρεσβύτερος...; [13]. Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐπικαλεῖται τίς τοπικές Συνόδους τῶν Πατριαρχείων πού ἀναθεματισαν τούς «εἰκονοκαῦστες» καί τόν πρό ἐτῶν καταπολεμήσαντα καί καταδικάσαντα τήν αἵρεσι ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.


- Ὁ Μ. Φώτιος συνιστᾶ: «Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί...φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως», ἐννοῶντας κάθε αἱρετικό : Μανιχαῖο, εἰκονομάχο ἤ λατινίζοντα, αἱρετικούς, ὅλους καταγνωσθέντες ὑπό τῶν Συνόδων.






Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ ὑπό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγγραφείς «Ἁγιορειτικός Τόμος», κείμενο, ὅπου ἐκτίθενται μέ βεβαιότητα ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀκτίστου φωτός καί τῆς θεοποιοῦ ἀκτίστου Χάριτος, ὅπως τήν βίωνε καί τήν βιώνει τό ἅγιο Ὄρος καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Τόν Τόμο ἐπισφραγίζει ὑπογράφοντάς τον ὁ ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί διακηρύσσει ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμεῖς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα[14]. Παρά ταῦτα σπεύδει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στή Σύνοδο τοῦ 1341, στήν ὁποία ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἁγιορειτικοῦ Τόμου, καταδικάζονται οἱ πλάνες τοῦ Βαρλαάμ. Ἀργότερα ἀποτειχίζεται ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα πρίν καταδικασθεῖ ἐκεῖνος προσωπικῶς ἐφόσον ἀκολουθοῦσε τίς κατεγνωσμένες συνοδικά πλάνες τοῦ Βαρλαάμ. Ἀκολουθοῦν καί ἄλλες Σύνοδοι τό 1347 καί τό 1351 μέ τή διαρκῆ παρουσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.


Ἀπό τά ἀνωτέρω συμπεραίνουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες σέ περίπτωση ἐμφανίσεως κάποιας αἱρέσεως δέν ἐνεργοῦσαν κατά τό δοκοῦν διαβάζοντας ἁπλῶς τό Εὐαγγέλιο ἤ τά συγγράμματα τῶν πρό αὐτῶν Πατέρων. Ὄχι.


Ἀκολουθοῦσαν τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, ἀλλά ὡς καθαρθέντες καί θεωθέντες, εἶχαν συμπαραστάτη τους τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τό φωτισμό του διέκριναν τήν αἵρεση, διεκήρυτταν αὐθεντικῶς καί μετά βεβαιότητος τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν ἀνάγκη ἀπομακρύνονταν ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί πολλοί τούς ακολουθοῦσαν.

Ὅμως ὡς ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι, ὡς ποιμένες δηλ. ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας, διακηρύσσοντας ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τήν ὀρθή πίστη, βάζοντας ὅρια ἀνάμεσα στήν πλάνη καί τήν ἀλήθεια, ἐπιδίωκαν τή σύγκληση τοὐλάχιστον τοπικῶν Συνόδων.



Ὁ Ἅγιος Μάξιμος π.χ. σπεύδει στήν Αφρική καί τή Ρώμη γιά νά ἐπιτύχει συνοδική καταδίκη τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τίς ἀποφάσεις τους τίς ἐπικαλεῖτο, ὅταν χρειαζόταν.


Στίς Συνόδους οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦσαν παρόντες εἴτε διά τοῦ λόγου, ὅταν ζοῦσαν εἴτε διά τῆς θεολογίας τους ἄν εἶχαν κοιμηθεῖ. Μέ βάση τή διδασκαλία τους ἀναθεματίζονταν οἱ αἱρετικοί.


Πολλές φορές οἱ Πατέρες ἀνέμεναν «ἄχρι καιροῦ» τήν ἐπιστροφή τους, καί οἰκονομοῦσαν ὅσους μετανοοῦσαν.

Ἀπό τήν ἱστορία ἀποδεικνύεται ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ ὑπό τῶν Συνόδων κατάγνωσις τῆς αἱρέσεως, γιατί αὐτές δίδουν ἑκάστοτε τήν λύση τῆς τραγωδίας, τῶν περιπετειῶν δηλ. στίς ὁποῖες περιπίπτει ἡ Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τῶν αἱρέσεων.

Μέ τό ὅπλο τῆς καταγνώσεως μιᾶς αἱρέσεως ἀπό τίς Συνόδους οἱ Ἅγιοι και ἡ ἐκκλησία ὅλη βαδίζουν ἀσφαλέστερα στήν κανονική ὁδό, εἰδικά στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, εἴτε ἔχουν εἴτε δέν ἔχουν προσωπικά καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο.



Στή συνάφεια αὐτή πρέπει νά τονισθεῖ μέ ἔμφαση ὅτι μέσα στή δίνη τοῦ πολέμου κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν ἀλλεπαλλήλων συνόδων, πάλι οἱ Πατέρες ἦσαν αὐτοί πού ἐν ἁγίῳ Πνεύματι διέκριναν ποιά Σύνοδος ἦταν ὀρθόδοξη, ποιά δηλ. συμφωνοῦσε μέ τή δογματική παράδοση τῶν προγενεστέρων Συνόδων καί Πατέρων.


Παρά τό σεβασμό τῶν ἁγίων Πατέρων στίς ὀρθοδόξους Συνόδους, δέν ἀποτελεῖ ἀντικανονικότητα τό γεγονός ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις, ἕνας Ἅγιος ἐντοπίζοντας μιά προφανῶς αἱρετική διδασκαλία, διακόπτει τήν κοινωνία καί τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του, ὄχι μόνο πρό τῆς συνοδικῆς κρίσεως τοῦ ἐπισκόπου ἀλλά καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως.


Μήπως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πού ἤλεγξε τήν εἰκονομαχία, πρίν τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου στή Συρία, θά κοινωνοῦσε μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ;

Ἀσφαλῶς ὄχι.


Δέν μπορῶ ἐπίσης νά δεχθῶ ὅτι ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος, ἀκολουθούμενος ἀπό πλῆθος μοναχῶν καί λαϊκῶν, θά μποροῦσε, ἀναμένοντας τήν ἀπόφαση μιᾶς ὀρθοδόξου Συνόδου, νά κοινωνεῖ μέ ἱερεῖς καί ἐπισκόπους πού θεωροῦσαν καί διεκήρυτταν ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι εἴδωλα.


Ναί, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Στέφανος ὁ Νέος καί ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες δέν κοινωνοῦσαν μέ τούς εἰκονομάχους Πατριάρχες καί ἐπισκόπους ἀκόμη καί χωρίς συνοδική ἀπόφαση, ἐρχόμενοι ἀντιμέτωποι μέ τή βλάσφημη καθαίρεση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Καί πολλοί κληρικοί μοναχοί καί λαϊκοί τούς ἀκολουθοῦσαν.



Ναί, ἀλλά ποιοί ἦσαν αὐτοί οἱ ἅγιοι;


Ἐκπλήττεσαι ἀπό τήν ἄσκησή τους, τήν τελειότητα τῆς πίστεως καί τῶν ἀρετῶν τους καί ἀπό τά θαύματά τους.
Οἱ εἰκονομάχοι τούς ἔκοβαν τίς μύτες, τ΄αὐτιά, τούς ἔβγαζαν τά μάτια τούς ἔκαιγαν τά μοναστήρια, ἀλλά θείῳ Πνεύματι κινούμενοι ἀδυνατοῦσαν νά συγκατατεθοῦν καί νά κοινωνήσουν στήν αἵρεση.


Κάνοντας μία κίνηση πρός τά πίσω ἄς ἀναλογισθοῦμε τά μέτρα ὅλων τῶν θεοφόρων Πατέρων. Οἱ Πατέρες μας αὐτοί δέν ἦσαν ἁπλῶς οἱ ἥρωες, πού ἀνθίσταντο μέ γενναῖο φρόνημα στίς αἱρέσεις, πού εἶχαν ἄπταιστη γνώση τῶν ἁγίων Γραφῶν καί τῆς διδασκαλίας τῶν πρό αὐτῶν ἁγίων Πατέρων, πού διετύπωναν τά ὀρθόδοξα δόγματα καί τά ὑπερασπίζονταν μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους.

Ἡ πίστη τους καί τά ἔργα τους ἦσαν ἑδραιωμένα στήν ἐν αὐτοῖς ζῶσαν καί ἐνεργοῦσαν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.



Ὁ σημειοφόρος Στέφανος ἦταν κατά τόν βιογράφο του ὁ ἀεί ἐν ἑαυτῷ τόν Χριστόν περιφέρων καί ὅλως ὑπ΄ αὐτοῦ διδασκόμενος.[15] Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος γράφει σχετικῶς : Ὁ Θεός πῦρ ἐστί καί πῦρ ἦλθε καί ἔβαλε ἐπί τῆς γῆς...Ἐκ γάρ τούτου τοῦ πυρός ἐκείνου τοῦ θείου πᾶσαν ἐπιστήμην καί πᾶσαν τέχνην οὗτοι [οἱ ἅγιοι] σοφῶς διδαχθέντες διά πάντων ἐν παντί τῷ βίῳ καί ἐν πάσῃ αὐτῶν τῇ ζωῇ τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν...Τοιοῦτοι δέ ὑπῆρχαν καί οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες ἡμῶν καί διδάσκαλοι οἱ τάς αἱρέσεις διά τοῦ πυρός τούτου τοῦ θείου ὡς ἀκάνθας ἐξαφανίσαντες[16].


Οἱ Πατέρες, ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς «τό ἄυλο πῦρ» τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνο κατέστρεφαν τήν πλάνη ἀλλά ἐνεργοῦσαν μέ διάκριση χάριν τοῦ πλανωμένου καί χάριν τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.



Ἐφήρμοζαν διακριτικά τούς Ἱ. Κανόνες.

Ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Παΐσιος «τό Πηδάλιο πρέπει νά τό χρησιμοποιεῖ κάποιος, ὅπως τό πηδάλιο τῶν πλοίων, κάνοντας κατάλληλους ἐλιγμούς γιατί ἀλλιῶς τό πλοῖο θά πέσει στά βράχια».

Καί ὁ γέροντάς μου ὁ π. Ἐπιφάνιος ἔλεγε ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε τούς Κανόνες κανόνια στρεφόμενα ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀδελφῶν μας.



Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πρόμαχος τῆς πίστεως καί πρωτοστάτης τῆς καταδίκης τοῦ Νεστορίου καί τῶν ὀπαδῶν του δέν περιέλαβε στά ἀναθέματα τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὀνομαστική καταδίκη τοῦ τότε ἤδη κοιμηθέντος αἱρετικοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, δασκάλου τοῦ Νεστορίου οὔτε διέκοψε τό μνημόσυνο ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς πού τόν μνημόνευαν στά δίπτυχά τους, γιατί φοβόταν τό σκάνδαλο καί τά σχίσματα πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ὁ Θεόδωρος καταδικάστηκε πολύ ἀργότερα στήν Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδο μετἀ ἀπό 120 χρόνια, ὅταν εἶχε λείψει ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος.


Ἐρχόμεθα στή σημερινή μάστιγα τῆς Ἐκκλησίας τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Πατριάρχες, μητροπολίτες καί θεολόγοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν μέ κάθε λόγο καί τρόπο τήν ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν» καί Ὁμολογιῶν, ἐνῷ κάποιοι κάνουν ἀνοίγματα στήν Πανθρησκεία.


Ἀρνοῦνται ἔτσι τή μοναδικότητα «τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος», τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀμβλύνοντας μέ τή συνεχῆ προπαγάνδα τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν.



Τί ἔχει συμβεῖ σέ σχέση μέ τήν ἐξάπλωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέχρι τώρα στήν Ἐκκλησία μας;

Ἔχουμε τό τραυματικό σχῖσμα τῶν ἀδελφῶν μας Παλαιοημερολογιτῶν. Τήν ἀποτείχιση τῶν Ἁγιορειτῶν τό 1969, σύμφωνα μέ τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου πού προαναφέραμε, καί τριῶν Μητροπολιτῶν τῶν Ν. Χωρῶν ἐξ αἰτίας τῶν βλασφήμων θέσεων τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί τοῦ Ἀμερικῆς Ἰακώβου καί τήν μετά ἀπό τέσσερα χρόνια ἐπαναφορά στήν κοινωνία τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου.


Ἔχουμε ἀργότερα καί ἄλλες ἀπομακρύνσεις μονῶν καί κληρικῶν ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἐπισκόπων τους λόγω αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τους ἤ τῆς κοινωνίας τῶν ἐπισκόπων τους μέ αἱρετικούς προϊσταμένους τους καί κάποιων πάλι ἐπιστροφῶν στήν κοινωνία τῆς τοπικῆς τους Ἐκκλησίας. Τέλος ἔχουμε ἀποτειχίσεις κληρικῶν καί μονῶν πού προσεχώρησαν στό σχῖσμα τοῦ Παλαιοῦ ἡμερολογίου.

Ὅλες αὐτές οἱ κινήσεις μαρτυροῦν ἀφ΄ἑνός μέν μιά ὑγιᾶ διάθεση τῶν πιστῶν νά μήν ἀνεχθοῦν στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν μολυσμό τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη σέ πολλές περιπτώσεις φανερώνουν μία σύγχυση περί τοῦ πρακτέου.



Ἡ σύγχυση ἐπιτείνεται ἀπό τήν ἐπίμονη ὑποστήριξη τῆς ἀντικανονικῆς θέσεως ζηλωτῶν κληρικῶν περί ὑποχρεωτικῆς ἀποτειχίσεως τῶν κληρικῶν ἀπό τούς προϊσταμένους τους, εἴτε αὐτοί αἱρετίζουν εἴτε κοινωνοῦν μέ αἱρετίζοντες καί πρό συνοδικῆς κρίσεως τῆς αἱρέσεως, καθώς καί ἄλλων ἀστηρίκτων κανονικῶς θέσεων π.χ. ὅτι μέσῳ τοῦ κανόνος οἱ κηρύττοντες πλάνη εἶναι χωρίς συνοδική καταδίκη ἀναθεματισμένοι, ὅτι οἱ λαϊκοί εἶναι κριτές καί δικαστές τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.


Νομίζω ὅτι μέχρι τώρα, παρά τόν πόνο πού βιώνουν οἱ πιστοί ἀπό τή βλάσφημη εἰσβολή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τελικῶς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀκολουθήσει τόν χρυσό κανόνα δηλ. τούς Ἱ. Κανόνες καί τούς ἁγίους τοῦ καιροῦ μας. Ἡ κατάγνωση ἀπό τούς Πατέρες, σύμφωνα μέ τό πλῆρες περιεχόμενο τοῦ ὅρου τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἶναι ἡ ἀρχή, τό ἔναυσμα, γιά κάθε κανονική τοποθέτηση καί ἐνέργεια κληρικῶν καί λαϊκῶν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι πού ὁδηγοῦν ὅταν πρέπει σέ καταδικαστικές συνοδικές ἀποφάσεις.


Ἔχουμε καί σήμερα Πατέρες Ἁγίους. Χωρίς ἁγίους ἡ Ἐκκλησία μας θά ἦταν γυμνή Χάριτος. Αὐτοί εἶναι οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές καί τηρητές τῶν ἱ. Κανόνων.


Ἀπό τήν πολιτεία τῶν τωρινῶν ἁγίων μας γίνεται ἀντιληπτό ὅτι δέν ἀρκεῖ νά μελετᾶ κανείς τούς Κανόνες καί εἰδικά σέ τόσο σοβαρά ζητήματα καί νά ὁρμᾶ στήν ἐφαρμογή τους.

Χρειάζεται φωτισμός θεῖος καί διάκριση εἰδικά σήμερα ὅπου ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει μεθόδους καί διακλαδώσεις σατανικές, ἐπικίνδυνες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.


Οἱ ζῶντες ἅγιοι ὁμιλοῦν καί ἐνεργοῦν μέ τήν ἐπιστασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γνωρίζουν πῶς καί πότε θά ὁμιλήσουν, πῶς καί πότε θά συστήσουν τίς κατάλληλες ἐνέργειες. Γιά τόν Οἰκουμενισμό ὁμιλοῦν, γράφουν, καταδικάζουν, ἀφυπνίζουν, ἀλλά καί συγκρατοῦν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑνότητά του. Προσέχουν νά μή διχάσουν τό ἤδη «πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας»,(π. Παΐσιος) τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.



Ἄς δοῦμε τή στάση τῶν σημερινῶν ἁγίων.

Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔγραψε: «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης...Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις»[17].







Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος σέ ἐπιστολή του στίς ἀρχές τοῦ 1969 κατηγορεῖ τίς φιλενωτικές κινήσεις τοῦ Ἀθηναγόρα καί τόν ἐλέγχει γιά τόν σκανδαλισμό τῶν χριστιανῶν.

Λέει ἐπίσης ὅτι «ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχομε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας...πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτό τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας) τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ...». (ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τό πῦρ γιά τό ὁποῖο μίλησε καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος). Συνεχίζοντας βεβαιώνει ὅτι «ὁ Κύριος ὅταν θά πρέπῃ, θά παρουσιάσῃ τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν, νά στερεώσουν τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας».



Λέγει ὅμως ὅτι «δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζώμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φορά πού θά πταίῃ ὁ Πατριάρχης. Ἀλλά ἀπό μέσα κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον καί ὑποχρέωσι ὁ καθένας νά ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του»[18].


Ὁ π. Παΐσιος τελικῶς στό τέλος τοῦ 1969 παρακίνησε τούς ἁγιορεῖτες στή διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου τό ὁποῖο ἐπανῆλθε μετά 4 χρόνια.

Ὁ μητροπολίτης Αὐγουστῖνος, ὁ ἅγιος γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ σεβαστός γέροντας μας π. Ἐπιφάνιος, ὁ π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ὅλοι σέβονταν τό π. Ἡμερολόγιο, δέν ἤθελαν ὅμως τό σχῖσμα.


Ὅλοι ἀντιπαθοῦσαν τόν Οἰκουμενισμό καί μάχονταν ἐναντίον του, ἀλλά ἀπέφυγαν τήν ἀποτείχιση.

Οὔτε οἱ πλήρεις χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅσιοι Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Ἰάκωβος Τσαλίκης, οὔτε ὁ διωκόμενος στή Σερβία ὅσιος Ἰουστῖνος διενοήθησαν νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ βιασύνη γιά ἀποτείχιση σήμερα βασίζεται στήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη περί ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Κανόνος.
Ἄν ἤθελαν οἱ θεοφόροι Πατέρες, συντάκτες τοῦ Κανόνος νά καταστήσουν τόν Κανόνα ὑποχρεωτικό θά ξεκινοῦσαν μέ τό ρῆμα «δεῖ» ἤ «πρέπει» ἤ «ἀναγκαῖον ἐστί» καί θά προέβλεπαν ποινές ἀναθέματος καί ἀφορισμοῦ στήν περίπτωση παραβάσεως τοῦ Κανόνος. Ἔχουν εἰπωθεῖ πολλά σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό. Θά προσθέσω τοῦτο.



Ὁ κανόνας αὐτός, κατά τό τμῆμα πού μᾶς ἐνδιαφέρει, εἶναι σέ πολλά σημεῖα κατά γράμμα παρμένος ἀπό τήν «Περί ἐξαγγελιῶν» πραγματεία τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων[19]. Σ’αὐτήν ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γιά λόγους παιδευτικούς καταρᾶται τούς παραβάτες τῶν θείων ἐντολῶν[20].


Φθάνοντας ὅμως στό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα, κανένα ἐπιτίμιο δέν προβλέπει. Ἐκτιμᾶ μόνο, ὅπως ὁ ΙΕ΄κανών, ὅτι ὅποιος ἀποτειχισθεῖ ἀπό τόν αἱρετικό προϊστάμενό του, πρέπει νά τύχει τιμῆς καί ἀποδοχῆς.


Γιατί ἄραγε μοιάζουν ἐλαστικοί οἱ Πατέρες στό ζήτημα αὐτό; Στήν ἀνησυχία πού ἐξέφρασα πρός τόν Ὅσιο Πορφύριο γιά τίς ἐνέργειες τῶν ὑψηλά ἱσταμένων οἰκουμενιστῶν μοῦ εἶπε: «Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί».

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ συντάκτες τοῦ ΙΕ΄Κανόνος δέν ὑποχρεώνουν σέ ἀποτείχιση καί οἱ ἐσχάτως διαλάμψαντες ἅγιοι, ἰδιαίτερα σήμερα, τήν ἐποχή τῆς συγχύσεως, ὅπου «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», δέν σπεύδουν σέ ἀποτειχίσεις γιατί καί τότε οἱ ἅγιοι καί τώρα ἀναλογίζονται τίς προβλεπόμενες καί μή προβλεπόμενες συνέπειες ἀπό τέτοιες κινήσεις καί νιώθουν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Καθένας, εἰδικά κάθε ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά σκεφθεῖ πάρα πολλά «παρατράγουδα» σέ περίπτωση ἀποτειχίσεων.
Δέν πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τούς ἁγίους ὅσιο Ἰουστῖνο, ὅσιο Πορφύριο, ἁγίους Γέροντες Παΐσιο, Ἰάκωβο Τσαλίκη, Φιλόθεο Ζερβάκο, ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο;

Ἐν προκειμένῳ, ἔχει καταγνωσθῆ ὁ Οἰκουμενισμός ὡς παναίρεση ὑπό τῶν συγχρόνων γερόντων, ἀλλά γιά νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν κοινωνία τῶν Οἰκουμενιστῶν χρειάζεται κατάγνωσις ὑπό τῆς Συνόδου - αὐτό εἶναι διαζευκτικά ἕνα ἀπό τά προαπαιτούμενα τοῦ ΙΕ΄Κανόνος - «ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων» - δεδομένου ὅτι κατά τή μαρτυρία καί τῶν ἀποτειχισθέντων ἀδελφῶν, ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ὕπουλη αἵρεση καί ὡς πρός τήν οὐσία του καί ὡς πρός τήν πρός τά ἔξω ἔκφρασή του.

Ὅπως ἐγράφη ὀρθῶς «ὁ Οἰκουμενισμός σήμερα προχωρεῖ εἰς τήν κατάργησιν τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστεως σταδιακά καί μεθοδικά» ἐνῷ «ἐκ τοῦ ἀντιθέτου...παρουσιάζεται σάν νά μήν καταργῆ τίποτε ἀπό τήν πίστι καί τήν Παράδοσι, οἱ δέ ποιμένες καί δή [βεβαίως ὄχι ὅλοι, σημ. δική μας] οἱ ἐπίσκοποι νά...αὐτοπροβάλλωνται ὡς φύλακες τῆς πίστεως καί προστάτες τοῦ ποιμνίου...» Αὐτό, συνεχίζει, «ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ ὑπουλώτερη ἐξ ὅλων τῶν αἱρέσεων».


Προβάλλει λοιπόν λόγῳ τοῦ χθονίου χαρακτῆρος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ ἀνάγκη, κατά τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη, νά ἐκφωνηθῆ «τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα» σέ Σύνοδο.

«Πρό τούτων...» οὐκ ἔστιν «ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως ...οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ»[21]


δηλαδή εἶναι ἀναγκαῖο νά γίνει φανερή ἡ αἵρεση, νά διακηρυχθεῖ συνοδικά ἀπό κάποια ψευδοσύνοδο, καί στή συνέχεια βέβαια κατά τό πρότυπο τῶν Συνόδων νά ἀναθεματισθῆ ἐν Συνόδῳ, ἄν ὄχι σέ Οικουμενική, τουλάχιστον σέ μιά τοπική Σύνοδο.

Μἐχρι τότε, «ἄχρι καιροῦ», μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι ἀλλά ἀπαιτεῖται πίστις, ἐγρήγορση ἐν Χριστῷ ἄσκησις καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν.

Ἔχει βέβαια ἀναθεματισθῆ ὁ Οἰκουμενισμός ἀπό τήν ὑπερόρια ρωσική Σύνοδο τοῦ Φιλαρέτου στήν Ἀμερική, ἀλλά πρόκειται γιά Σύνοδο ἀμφιβόλου κανονικότητος. Κι ἐδῶ πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τόν ἅγιο Ἰουστῖνο. Λησμονοῦμε ὅτι ὄχι μόνο χαρακτήρισε «παναίρεση» τόν Οἰκουμενισμό, ἀλλά σέ Ὑπόμνημά του πρός τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, σχετικό μέ τήν καί τότε μελετωμένη «Μεγάλην Σύνοδον» ἔγραψε:

Ἕτερον θέμα, τό ὁποῖον θά ἠδύνατο καί θά ἔπρεπε, κατά τήν ἡμετέραν αἴσθησιν καί ἐπίγνωσιν, νά ἀπασχολήσῃ μίαν ὄντως Οἰκουμενικήν Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σήμερον, εἶναι τό θέμα τοῦ «οἰκουμενισμοῦ».
Τό θέμα τοῦτο...εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα ἐκκλησιολογικόν θέμα καθ’ ὅτι ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἕνα καί ἑνιαῖον καί μοναδικόν θεανθρώπινον ὀργανισμόν, τόν ὁποῖον ὁ συγκρητισμός τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ θέτει ὑπό ἀμφισβήτησιν[22].


Ἡ κανονική καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ θά ἀποτελέσει τήν ἀπαρχή γιά τήν πλήρη καταστροφή τῆς αἱρέσεως.

Μέχρι τότε δέν πρέπει νά ἐφησυχάζουν καί δέν ἐφησυχάζουν οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοί καί λαϊκοί οὔτε βολεύονται, ὅπως κατηγοροῦνται ἀπό τούς ἀποτειχισμένους.


Μέ τό κήρυγμα, μέ δημόσιες ὁμιλίες, μέ κείμενα συγγραφόμενα καί ὑπογραφόμενα ἀπό ἐπισκόπους καί λοιπούς κληρικούς μοναχούς καί λαϊκούς, μέ ποικίλες παρεμβάσεις, δημοσιεύματα, ἀφ’ ἑνός καλλιεργεῖται τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν πού κρατοῦνται ἔτσι σέ ἐγρήγορση καί ἑνότητα, καί ἀπό τήν ἄλλη ἀναγκάζονται οἱ Οἰκουμενιστές νά «πονοκεφαλιάζουν» καί πολλές φορές νά χάνουν τήν ψυχραιμία τους.


Ὅσο κι ἄν προχωροῦν σέ ἀποστασία ἀπό τήν Ορθοδοξία, γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχη ζῶσα παρεμβολή τῶν ὀρθοδόξων, πού ἔχει ὅρια στήν ἀνοχή τῆς παρανομίας.



Ὅσοι χαρακτηρίζουν χλευαστικά τήν «Ὁμολογία Πίστεως» καί τή λοιπή σήμερα ἀναπτυσσόμενη ἀπολογητική γραμματεία ὡς «χαρτοπόλεμο», θά ἔπρεπε κάνουν τό ἴδιο καί γιά τήν πατερική γραμματεία πού ἀνέκαθεν ἀναπτυσσόταν γιά δεκαετίες μέχρι τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων.


Θά ἤθελα νά συνοψίσω τίς παραπάνω σκέψεις σχετικά μέ τή στάση τῶν Ἁγίων ἔναντι τῶν αἱρέσεων.

Α) Ἡ συμβολή τῶν ἁγίων Πατέρων διά τοῦ φωτισμοῦ, τῆς θεολογίας καί τῆς παρρησίας τους εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ προϋπόθεση γιά τήν διάγνωση καί κατάγνωση τῶν αἱρέσεων.


Β) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀποτειχίζονται ἀπό τήν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν πρό αὐτῶν Πατέρων, καί μέ τή βεβαιότητα καί τήν πληροφορία, πού τούς παρέχει τό ἅγιο Πνεῦμα.


Γ) Σπεύδουν στή συγκρότηση Συνόδων γιά τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν ποιμένων, διακρίνουν ποιές ἀπό τίς Συνόδους εἶναι ὀρθόδοξες, καί στίς ἀντιπαραθέσεις μέ τούς αἱρετικούς, προβάλλουν μαζί μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τίς τοπικές συνόδους πού καταδικάζουν τήν πλάνη, γιά νά αἰτιολογήσουν τήν ἀποτείχισή τους ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες.


Δ) Δέν ἐνεργοῦν παρορμητικά καί ἰσοπεδωτικά, ἀλλά μετά διακρίσεως ἀναμένοντας τόν κατάλληλο καιρό γιά τήν ἀποτείχιση φροντίζοντας μέ θεῖο φόβο γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.


Ε) Ἅγιοι Πατέρες ὑπάρχουν καί σήμερα καἰ ὅπως πάντοτε ὀφείλουμε καί σήμερα μπροστά στή λαίλαπα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά τούς ἀκολουθοῦμε.


Συμπεράσματα ἀπό τόν κατοπτρισμό μας στήν πολιτεία τῶν Ἁγίων.

Ἀναλογιζόμενοι τό μέγεθος τῆς ἁγιότητος τῶν ἁγίων Πατέρων θεωρῶ ὅτι ἀκολουθώντας κατά τό δυνατόν τό πνεῦμα τους


α) δέν μποροῦμε οὔτε κατ΄ἐλάχιστον νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας, τίς πράξεις καί τά γραπτά μας μέ αὐτά τῶν ἁγίων πού ἀνῆλθαν στή θεωρία τοῦ Θεοῦ καί ἐδέχθηκαν τό χάρισμα τοῦ θεολογεῖν.


β) Εἶναι κατ΄ἐμέ ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτο, λόγῳ τῆς κρισιμότητος τῶν πραγμάτων καί τῆς καταιγιστικῆς προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά ὁμιλοῦμε ὑποτιμητικά γιά τήν ἐν Χριστῷ διδασκαλία περί ἀσκήσεως, καί νά χαρακτηρίζουμε «εὐσεβιστικά» τά κηρύγματα περί νοερᾶς προσευχῆς, ὑπακοῆς κλπ.
Γιατί τούτη ἡ ζωή τῆς ἀσκήσεως καί ὁ ἀγῶνας γιά τήν ἐν Χριστῷ τελείωση ἦταν ἡ βάση τῶν ἁγίων καί πρέπει νά ἀποτελεῖ καί γιά μᾶς τό κριτήριο ὅλων τῶν ἐνεργειῶν μας.



γ) Ἐγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἔχοντας τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τούς ἱερούς Κανόνες δέν ἔχουμε ἀνάγκη τόν θεῖο φωτισμό γιά τίς ἐνέργειές μας καί


δ) Οἱ ὕβρεις πού ἐκτοξεύονται κατά τών θεοφόρων ἁγίων τοῦ καιροῦ μας, ἁγίων πού δέν τούς ἀνεκήρυξαν, ὅπως ἐλέχθη, οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλά ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ζεῖ καί ἀναπνέει μέ τό ὄνομά τους, ὄχι μόνο ἀποτειχίζουν τούς ὑβριστές ἀπό τούς αἱρετίζοντες προϊσταμένους τους, ἀλλά φρονῶ τούς ἀποσχίζουν καί ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.


Τελικῶς δέν πρέπει μόνοι μας, μέ κριτήριο τούς λογισμούς μας, τά διαβάσματά μας καί τόν ζῆλο μας νά βαδίζουμε στή ζωή μας καί νά κάνουμε τίς ἐπιλογές μας, αὐτή μάλιστα τήν ἐποχή τοῦ «σατανοκινήτου» Οἰκουμενισμοῦ (π. Ἐπιφάνιος).



Ἀλλά «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» ἔχοντες κατοικοῦντα τόν Χριστό στίς καρδιές μας διά τῆς πίστεως, ριζωμένοι καί θεμελιωμένοι στήν ἀγάπη, θά μπορέσουμε νά καταλάβουμε «τί τό πλάτος καί μῆκος καί βάθος καί ὕψος» καί νά γνωρἰσουμε τήν ὑπερβάλλουσα τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τηροῦντες μετά φόβου τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.



Ἀκοινωνησία καί Ἀποτείχιση 
σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν αγίων Πατέρων
Αἰδεσιμ.πρωτοπρ. Ἰωάννου Φωτοπούλου


(Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς τήν 27 Νοεμβρίου 2014 στόν Πειραϊκό Σύνδεσμο).



Βιβλιογραφικές αναφορές:


[1] ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί ἐκκλ. Καί οὐρανίου ἱεραρχίας, Ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσ/νίκη 1985 σ.50.


[2] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον σ. 13


[3] ΚΑΝΩΝ ΛΑ΄Ἁγίων Ἀποστόλων: Εἴ τις καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου χωρίς συναγάγῃ, και θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος.(Πηδάλιον σ. 32). Ἐξ αντιδιαστολῆς συμπεραίνεται ὅτι δίδεται ἡ δυνατότητα στόν πρεσβύτερο νά ἀποκοπῇ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἐπισκόπου ὅταν ἐκεῖνος σφάλλῃ στήν πίστη καί τό δίκαιο.


[4] ΚΑΝΩΝ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἐν Κων/πόλει Συνόδου(ἐπί Μ. Φωτίου): «...Οἱ γάρ δι΄αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἐαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῇς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται...»(Πηδάλιον σ. 358).


[5] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐπιστολή πρός Κελεστῖνον ἐπίσκοπον Ρώμης, ἐν Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα καί δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος Α΄σ. 443


[6] Βίος Στεφάνου τοῦ Nέου, P.G. 100, 1038A


[7] P.G. 5, 912AB


[8] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, P.G. 26, 1188ΒC


[9] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΛΔ΄, P.G. 63, 231


[10] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἴσον ἐπιστολῆς πρός Νεστόριον περί τῆς ἀκοινωνησίας, ἐν Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα καί δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος Α΄ σ. 457.


[11] Ἐξήγησις τῆς κινήσεως γενομένης μεταξύ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καί τῶν συν αὐτῷ ἐπί σεκρέτου P.G. 90, 120C


[12] Ὡς ἄνω P.G. 90, 120D


[13] ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ, Εἰς τόν Βίον καί μαρτύριον τοῦ παμμάκαρος καί Ὁσίου μάρτυρος Στεφάνου τοῦ Νέου, P.G. 100, 1117D- 1119A


[14] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ἁγιορειτικός Τόμος, Φιλοκαλία τ.Δ΄ σ. 192.


[15] ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ,Εἰς τόν Βίον καί μαρτύριον τοῦ παμμάκαρος καί Ὁσίου μάρτυρος Στεφάνου τοῦ Νέου P.G. 100, 1157D


[16] ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ἠθικός Ζ΄ Ἐκδόσεις Ὠφελίμου Βιβλίου, τ. 5 σσ.281-282.


[17] ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Ἔκδοσις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224


[18] ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Άγνωστη επιστολή πόνου κατά οικουμενιστών και φιλενωτικών», Ορθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) .


[19] ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Περί ἐξαγγελιῶν «Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος ἀλλά δι’αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι» P.G. 87, 3369- 3371D


[20] Π.χ. : «Ὁ λύων ὅρον γονέων ἤ ζώντων ἤ τεθνεώτων ἀνάθεμα ἔστω....Εἰ τούς στάχυας τούς ἀποπίπτοντας οὐκ ἀφίησι συλλέγειν τοῖς πτωχοῖς ἐπικατάρατος. εἰ τις δίδοι τοῖς μάντεσι ἀντίψυχον καί λαμβάνει γραπτόν...ἐπικατάρατος»(P.G. 87, 3368AB).


[21] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, P.G. 99, 1048D


[22] ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ(νῦν ΑΓΙΟΥ) ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Περί τήν μελετωμένην «Μεγάλην Σύνοδον» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδον τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1977 σ. 18



Πηγή: Όρθρος


ΠΗΓΗ