Ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ Καλόθετος ἦταν μαθητὴς καὶ συναγωνιστὴς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατὰ τῆς αἱρέσεως τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ ἐπιστολή, τῆς ὁποίας ἕνα μικρὸ τμῆμα παρουσιάζουμε καὶ σχολιάζουμε, ἐγράφη τὸ 1344 (περὶ τὰ τέλη Νοεμβρίου κατὰ τὸν Δημ. Τσάμη στὸ Σύγγραμμα «Ἰωσήφ Καλόθετος», σελ. 352). Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατηγορεῖται ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ τὸν νόμιμο καὶ κανονικὸ Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα. Ὁ Π. Χρήστου μᾶς πληροφορεῖ σχετικά:
«Το 1344 ενδημούσα σύνοδος της Κωνσταντινούπολης έθεσε (τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ) εκτός εκκλησιαστικής κοινωνίας επειδή παρερμήνευσε τον Τόμο του 1341 και επειδή δεν μνημόνευσε τον Πατριάρχη». Καὶ ὅπως γράφει ὁ Jean Meyendorff: «Ο Πατριάρχης (σ.σ.: Ἰωάννης Καλέκας) διέταξε τη σύλληψη του Γρηγορίου Παλαμά, με πρόσχημα καθαρά πολιτικό. Αλλά, για να νομιμοποιήσει τη σύλληψη, αποφάσισε να κατευθύνει εναντίον του μια δίκη για αίρεση. Ο Ακίνδυνος, με απαίτηση του αρχιερέα, δημοσίευσε τις αναιρέσεις εναντίον του Παλαμά, κι ο Παλαμάς, απ' το βάθος της φυλακής του, δεν παρέλειψε ν’ απαντήσει» (Jean Meyendorff, “Γρηγόριος Παλαμάς, Ο Θεολόγος του Ησυχασμού” -ἐδῶ).
Ἐκείνη λοιπόν, τὴν περίοδο, ποὺ ὁ Ἱερομόναχος Γρηγόριος Παλαμᾶς βρίσκεται στὴ φυλακὴ κατηγορούμενος γιὰ αἵρεση, ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ Καλόθετος γράφει αὐτὴ τὴν ἐπιστολή, στὴν ὁποία τονίζει ὅτι «αἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ πολεμοῦν ποικιλοτρόπως τὴν ἀλήθειαν. Αἱ αἱρέσεις εἶναι ὅπλον των κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὅμως διὰ τῶν Ἁγίων της περιορίζει τὴν ἔκτασιν τῆς ἀποστασίας».
Ὁ Ἀκίνδυνος τώρα (σύμμαχος τοῦ Κελέκα), εἶχε ἤδη καταδικαστεῖ γιὰ τὶς θέσεις του ἀπὸ Σύνοδο τοῦ 1341, ἀλλὰ δέχτηκε «να υπογράψει μια θολή δήλωση μεταμέλειας, και απέφυγε τη μνημόνευση του ονόματος του μέσα στις συνοδικές αποφάσεις». Ἔτσι, μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ πατριάρχη Καλέκα, καὶ ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἔγγραφη-ἐπίσημη καταδικαστικὴ ἀπόφαση, διαδίδει «τὰς κακοδόξους διδασκαλίας του, ὡς βραβεῖον δὲ τοῦ ἀπονέμονται Μοναί»! (Δ. Τσάμη, ὅπ. παρ.).
Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἁγίου, βέβαια, δὲν ἀποδέχονται αὐτὲς τὶς «δραστηριότητες» τοῦ Ἀκίνδυνου (καὶ Καλέκα), ἀφοῦ μὲ αὐτές, κατὰ τὸν ἱ. Ἰωσὴφ Καλόθετο
ὁ Ἀκίνδυνος «ἀπεκόπη οὐσιαστικῶς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ ἵδρυσε μετὰ τοῦ Πατριάρχου (Καλέκα) ἰδιαιτέραν Ἐκκλησίαν» (Δ. Τσάμη, ὅπ. παρ.).Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ὁ ἱερὸς Ἰωσήφ, χωρὶς κάποια Σύνοδος νὰ ἔχει ἀφορήσει τὸν Καλέκα, μεταφέροντάς μας τὴν ἐπικρατοῦσα πεποίθηση-πράξη τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ συνειδητὰ αἱρετίζων ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὡς ἀποκεκομμένος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στὸ τμῆμα τῆς 2ας Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωσὴφ Καλόθετου ποὺ παραθέτουμε, ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς ἀνατρέχει στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ ἐρωτᾶ:
§9. Εἶναι δυνατόν, ἀφ’ ὅτου ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Νεστόριος ἀποκόπηκαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κατόπιν, κάποιοι ἐκκλησιαστικοὶ προϊστάμενοι (Πατριάρχες, Ἐπίσκοποι κ.λπ.) νὰ ἐπιχειροῦν νὰ φέρουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία; Νὰ ἐπαναφέρουν δηλαδή, τοὺς αἱρεσιάρχες, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὸ ἴδιο πνευματικὸ νόσημα τῆς αἱρέσεως, στὴν ἀμώμητο νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ νὰ τοὺς συγκαταλέξουν μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐνόσῳ οἱ αἱρετικοὶ συνεχίζουν νὰ φρονοῦν καὶ νὰ παραμένουν ἀμετανόητοι στὴν αἵρεση;
Ὁ ἅγιος Κύριλλος π.χ., ποὺ ὑπερασπίστηκε τὴν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀντιπαρατέθηκε σὲ ὑψηλοὺς τόνους μετὰ τοῦ Νεστορίου, ἦταν δυνατόν, λέγει ὁ ἱ. Ἰωσήφ, ἀφότου καταδικάστηκε ὁ Νεστόριος κι ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, κατόπιν ὁ ἴδιος νὰ τὸν «εἰσαγάγει» καὶ πάλι
στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ συναναμείγνυται μὲ τοὺς πιστούς, ἐνῶ παρέμενε ἀμετανόητος; (Ἡ ἀπάντηση, βέβαια, εἶναι ὄχι, γιατὶ αὐτὴ ἡ συναναστροφὴ θὰ προκαλοῦσε μολυσμὸ καὶ βλάβη στοὺς πιστούς). Ἂν ἔφτανε, ὅμως, σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, συνεχίζει, νὰ τὸν ξαναφέρει δηλ. στὴν Ἐκκλησία ἀμετανόητο, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κατεδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ καταδικάστηκε κι ὁ Νεστόριος; («…οὐν ἂν συνεξώσθη αὐτῷ καὶ αὐτός;»).
Κι ἂν τότε ἔτσι ἔγινε (σημειώνει) καὶ «ἐξώσθησαν» τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι ἀνῆκαν στὴν «πονηρὰ φατρία» τῶν αἱρετικῶν, τοῦτο δὲν πρέπει νὰ γίνει καὶ σήμερα, καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ τῆς Ἐκκλησίας ὁ αἱρετικὸς καὶ μὴ καταδικασμένος Ἀκίνδυνος, «ἅρπαγμα γενόμενος τοῖς κακοδόξοις καὶ πάντα τρόπον ἐκείνοις συνηγορῶν καὶ προμαχῶν;».
Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅλοι, ἰδιαίτερα οἱ Ποιμένες) τὶς ὁμοιότητες τοῦ Ἀκινδύνου καὶ τοῦ Καλέκα μὲ τοὺς Βαρθολομαῖο, Ζηζιούλα, καὶ ὅσον ἀναφορὰ τὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς συγχρόνους αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τὶς κακόδοξες θεωρίες ποὺ οἱ ἴδιοι διδάσκουν!
Δὲν ἔχουν, λοιπόν, θέση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οἱ αἱρετικοί, (σύμφωνα μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας), ὅπως οἱ Βαρθολομαῖος καὶ Ζηζιούλας (ὁ ζηλώσας θέση Καρδιναλίου τοῦ Πάπα), οἱ ὁποῖοι μάλιστα, κατὰ τὸν Ἰωσήφ Καλόθετο, φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ χρησιμοποιοῦν τυραννία καὶ ἀπειλές. Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς, πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε, νὰ ἀποτειχιστοῦμε ἀπὸ αὐτόν, λέγει, νὰ διακόψουμε τὴν κοινωνία μαζί του, νὰ διακόψουμε τὸ Μνημόσυνό του: «ἀποκοπτέον ἡμᾶς αὐτοὺς τῆς ἐκείνου κοινωνίας».
§10. Ἀλλ’ ἂν κάποιος μᾶς ἀντείπει (συνεχίζει στὴν ἑπομένη παράγραφο ὁ ἱερὸς Ἰωσήφ) ὅτι, ὄχι, δὲν πρέπει νὰ ἀποτειχιστοῦμε πρὶν ἀποφασίσει τοῦτο κάποια Σύνοδος (δηλ. «πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης»), τότε ἂς ἀκούσει αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ περιέχει «καὶ τὸ ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ». (Κι αὐτὸς ὁ Κανόνας ποὺ τὸ περιέχει, σημειώνει ὁ Δημ. Τσάμης –ὅπ. παρ. σελ. 374– εἶναι ὁ 2ος Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ποὺ λέγει καὶ τὰ ἑξῆς: «μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις… ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον»[1]. Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Δημ. Τσάμης παραθέτει καὶ τὸν 33ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 45 καὶ 46[2]).
Πρέπει ἐδῶ νὰ θυμίσουμε καὶ πάλι (ἀφοῦ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀποτελεῖ σημεῖο προστριβὴς καὶ προβληματισμοῦ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, ἂν δηλαδὴ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν αἱρετίζοντα, πρὶν αὐτὸς καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο) ὅτι ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας ἦταν τότε ὁ κανονικὸς Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μετὰ 3 περίπου χρόνια «καθῃρέθη παρὰ τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῷ 1347».
Ἂς ἀκούσει-θυμηθεῖ, ἐπίσης (συνεχίζει ὁ Καλόθετος), αὐτὸς ποὺ θέλει -καὶ ἐπιμένει- ἕναν τέτοιο αἱρετικὸ νὰ προσκαλέσει καὶ εἰσαγάγει στὴν Ἐκκλησία, ὅτι τὸν αἱρετικὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἔχει συνοδικῶς καὶ ἐγγράφως καταδικάσει καὶ ἀποκηρύξει ὡς κακόδοξον, καὶ ὅσον χρόνον παραμένει στὴν κακία καὶ στὴν ἀθεΐα του, ἐκεῖνος ποὺ θὰ κοινωνήσει μὲ τὸν κακόδοξον, ἀποδεικνύει καὶ πιστοποιεῖ ὅτι συμφωνεῖ κατὰ πάντα μὲ τὸν αἱρετικόν. [Ἐδῶ, πάλι ὁ Δημ. Τσάμης μᾶς ὑπενθυμίζει τοὺς σχετικοὺς κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[3], (ὅπ. παρ. σελ. 375) στὴν ὁποία θεσμοθετεῖται καὶ δηλώνεται ὅτι, ὄχι μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἔχει προστεθεῖ στὴν παράταξη τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ στὸ μέλλον θὰ προστεθεῖ στὴν παράταξή του φρονῶν τὰ ἴδια («ἐφρόνησεν, ἢ φρονήσει»), ποὺ δηλαδὴ θὰ ἀποδεχτεῖ τὶς κακοδοξίες ποὺ κατεδίκασε ἡ Σύνοδος (κάθε Σύνοδος), αὐτὸς ἀπὸ τώρα κανονίζουμε, ὅτι χωρὶς σύγκληση ἄλλης Συνοδου, εἶναι ἐκβεβλημένος τῆς Ἐκκλησίας! («πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων»).
Καὶ αὐτὸ ὁ ἱ. Καλόθετος τὸ ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἀκίνδυνον καὶ τὸν Καλέκα· τὰ κακόδοξα φρονήματα τοῦ πρώτου, ἀποδέχεται πλέον καὶ ὁ δεύτερος, ὁ Πατριάρχης Καλέκας, ὁ ὁποῖος τότε καὶ διηύθυνε «τὸ μέγα σκάφος τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ ὅσα πιστεύματα τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἀκίνδυνος ἔχει ἐγκαταλείψει, τὰ αὐτὰ ἔχει ἐγκαταλείψει καὶ ὁ Καλέκας. Κι αὐτὰ ποὺ εἶχαν ἐγκαταλείψει, ἦσαν τὰ δόγματα τῆς Πίστεως ποὺ ἀποδέχονται οἱ Ἅγιοι· αὐτὰ δὲ ποὺ ἀποδέχονταν ἦσαν οἱ κακοδοξίες τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τοῦ Ἀκίνδυνου. Ἂρα ὁ Καλέκας κοινωνεῖ μὲ ἀκοινώνητο! Μάλιστα ἔχει φτάσει στὸ σημεῖο νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι ἀπειθεῖς στὴν Ἐκκλησία, δὲν εἶναι ἐκεῖνοι κακοδοξοῦν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀντιδροῦν καὶ δὲν δέχονται τὶς κακοδοξίες τους, δηλαδὴ ἐμεῖς, λέγει ὁ Ἰωσήφ! (Σᾶς θυμίζει αὐτὸ κάτι ἀκόμα ἀπὸ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα;).
Ἐπειδή, λοιπόν, ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει πηγὲς δακρύων γιὰ νὰ κλαύσουμε τὸ «σύντριμμα τῆς Ἐκκλησίας», ἀφοῦ, ὄχι μόνον τὰ μέλη της ἐναντιώνονται ἀλλήλοις, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὑπάρχει καινοτομία τῆς Πίστεως, κι ὄχι μόνον μία-δυὸ αἱρέσεις, ἀλλὰ πολλές.
Παρόμοιες «πηγὲς δακρύων» θὰ ἔπρεπε νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἐμεῖς σήμερα, γιὰ τὸ «σύντριμμα τῆς Ἐκκλησίας», ποὺ ἐπιτελεῖται ἀπὸ τὴν φατρία τοῦ Φαναρίου, συγκοινωνούντων μετ’ αὐτοῦ τῶν συγχρόνων Ποιμένων καὶ δὴ ἐκ τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν!
Σημάτης Παναγιώτης
Τὸ κείμενο:
[1] Ὁ 2ος Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι, καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας, καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης· μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας». Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Δημ. Τσάμης παραθέτει καὶ τὸν 33ο Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι». Ἐπίσης οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 45 καὶ 46: «Κανὼν ΜΕ´ «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Κανὼν ΜΣΤ´ «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».
[2] «Κανὼν ΜΕ´ «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Κανὼν ΜΣΤ´ «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;»
[3] Κανὼν Α΄ και Δ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Α΄. «Ἐπειδὴ ἐχρῆν καὶ τοὺς ἀπολειφθέντας τῆς ἁγίας συνόδου, καὶ μείναντας κατὰ χώραν, ἢ πόλιν, διά τινα αἰτίαν, ἢ ἐκκλησιαστικήν, ἢ σωματικήν, μὴ ἀγνοῆσαι τὰ ἐν αὐτῇ τετυπωμένα, γνωρίζομεν τῇ ὑμετέρᾳ ἁγιότητι καὶ ἀγάπη, ὅτι περ, εἴ τις μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας, ἀποστατήσας τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, προσέθετο τῷ τῆς ἀποστασίας συνεδρίῳ, ἢ μετὰ τοῦτο προστεθείη, ἢ τὰ Κελεστίου ἐφρόνησεν, ἢ φρονήσει, οὗτος κατὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς τοῖς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόποις, καὶ τοῖς πέριξ μητροπολίταις, τοῖς τὰ τῆς ὀρθοδοξίας φρονοῦσιν, ὑποκείσεται εἰς τὸ πάντη καὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπῆς ἐκβληθῆναι». Κανὼν Δ΄ «Εἰ δέ τινες ἀποστατήσαιεν τῶν κληρικῶν, καὶ τολμήσαιεν ἢ κατ᾿ ἰδίαν, ἢ δημοσίᾳ, τὰ Νεστορίου, ἢ τὰ Κελεστίου φρονῆσαι, καὶ τούτους εἶναι καθῃρημένους ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου δεδικαίωται».