Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Η κατά τον π. Τύχωνα (Σταυρονικητιανό) Σύνοδος της Κρήτης (Δ΄)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΚΤΙΝΕΣ


Η ΚΑΤΑ ΤΟΝ Π. ΤΥΧΩΝΑ ΣΥΝΟΔΟΣ (Δ΄)


«Μᾶς λείπουν τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Ἐκεὶ θὰ βλέπαμε καθαρὰ τὸ πνεῦμα ποὺ ὑπῆρχε καὶ θὰ ἦταν περιττὲς οἱ ἐρμηνεῖες καὶ οἱ ἐπεξηγήσεις. Γιατὶ δὲν δημοσιοποιοῦνται; Τί πρόβλημα ὑπάρχει;»

Συνεχίζουμε (ΕΔΩ ) & (ΕΔΩ) (ΕΔΩ) νὰ σχολιάζουμε τὰ γραφόμενα τοῦ π.Τ. στὸ ἀπὸ 3 Αὐγούστου 2017 δημοσιευθὲν κείμενό του γιὰ τὴ Σύνοδο τῆς Κρήτης.


Γράφει ὁ π. Τύχων:

«Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν μία Πανορθόδοξος Σύνοδος, μὲ κόπο δεκαετιῶν προετοιμασμένη, νὰ ἀστοχήση καὶ νὰ εἶναι ἄμοιρος τῆς Χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο διαψεύδονται ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου καὶ συγχρόνως γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν πιστεύουν στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀκαταμάχητη δύναμι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία καὶ «συγκροτεῖ ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας».

Ἐδὼ, ὅπως φαίνεται, ὁ π. Τ. θέτει τὶς ( κατὰ τὴν γνώμη του) προϋποθέσεις γιὰ νὰ εἶναι μία Σύνοδος ἔμπλεα τῆς χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Μία προϋπόθεσις εἶναι ὁ «κόπος» τῆς προετοιμασίας, δηλαδὴ ἡ προσπάθεια, ἡ μέθοδος, οἱ διαβουλεύσεις, οἱ τεχνικὲς, οἱ διαδικασίες, ἡ σκέψις, ἡ ἐξασφάλισις τῶν ὑλικῶν προϋποθέσεων (ἔξοδα μεταφορᾶς, διαμονῆς, λειτουργίας) καὶ ὅσα ἄλλα ἀπαιτήθηκαν, ποὺ πράγματι ἀποτελοῦν «κόπο». Καὶ δεύτερη προϋπόθεσις εἶναι ὁ χρόνος (ποὺ ἐξ ἄλλου καὶ αὐτὸς εἶναι «χρῆμα») καὶ ποὺ στὴν περίπτωσι της συνόδου ἀπαιτήθηκε πολύς. Ὅλα αὐτὰ ὁ ἁγιορείτης ἡγούμενος τὰ διατυπώνει μὲ λίγες λέξεις: «Μὲ κόπο δεκαετιῶν προετοιμασμένη»

Ξεκινῶντας λοιπὸν ἀπὸ τὴν διαπίστωσι (δική του διαπίστωσι) ὅτι ἡ προετοιμασία τῆς συνόδου ἀπαίτησε κόπους δεκαετιῶν καὶ θεωρῶντας αὐτὸ ἀρκετὸ γιὰ νὰ μὴν ἀστοχήση καὶ νὰ μὴν εἶναι ἄμοιρος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, φτάνει στὸ συμπέρασμα (δικό του συμπέρασμα) ὅτι: «Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν μία Πανορθόδοξος Σύνοδος, μὲ κόπο δεκαετιῶν προετοιμασμένη, νὰ ἀστοχήση καὶ νὰ εἶναι ἄμοιρος τῆς Χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παναγίου Πνεύματος».
Νὰ λοιπὸν πόσο ἀπλὰ ἀποδεικνύεται (κατὰ τὸν π.Τ.) ὅτι ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς Χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἄλλοι -ἐπίσης μοναχοὶ καὶ ἡγούμενοι, ἀλλὰ προφανῶς μὲ ἄλλες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἀπὸ αὐτὲς τοῦ π.Τ. -ἐξ ὧν καὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁμολογητές- στὴν μακροχρόνια αὐτὴ διαδικασία προετοιμασίας τῆς συνόδου ἔβλεπαν πρακτικὲς καὶ προϋποθέσεις ξένες πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσι:

«Στὴν ἱστορία καὶ στὴ ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐδέποτε καὶ οὐδεμία Σύνοδος – πόσον δὲ μᾶλλον τοιοῦτον πνευματικόν, χαρισματικόν, πεντηκοστιανόν γεγονός, ὅπως εἷναι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας – ἐξεύρισκε καὶ ἐπινοοῦσε τεχνικῶς τὰ θέματα διὰ νὰ συνέλθη καὶ συνεδριάση, καὶ ὅτι οὐδέποτε συνεκρότησε ἐκ τῶν προτέρων τόσες «διασκέψεις», «συνέδρεια», «προσυνόδους» καὶ παρόμοιες τεχνικές συνελεύσεις, ξένες ἐντελῶς καὶ ἀγνώστους εἰς τὴν ὀρθόδοξον συνοδικήν παράδοσιν».[1]

Καὶ στὸ γεγονὸς αὐτὸ διέκριναν ἀκριβῶς τὴν ἔλειψι Χάριτος καὶ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄρα καὶ πλήρη ἄγνοια τῆς Ὀρθοδοξίας:

«Εἰς τὴν πραγματικότητα ἀποκαλύπτεται καὶ ἐκδηλώνεται ὄχι ἀπλῶς ἔλλειψη συνέπειας καὶ σταθερότητας, ἀλλά καὶ ἡ ἔκδηλη ἀνικανότητα καὶ ἡ παχυλή περί τὴν Ὀρθοδοξία ἄγνοια ἐκείνων οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ ἐπιβάλλουν στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μίαν δική τους «Σύνοδον». Ἀποκαλύπτεται μὲ ἄλλα λόγια, ἡ ἄγνοια καὶ ἀνικανότητα αὐτῶν νὰ αἰσθανθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν τί ἐσήμαινε καὶ τί ὄντως σημαῖνει μία ἀληθινή Οἰκουμενική Σύνοδος διά τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα τῶν πιστῶν.[2]

Καὶ προέβλεπαν τὴν ἀστοχία της καὶ τὴν πρόκλησι δεινῶν γιὰ τὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὴν πραγματοποίησί της:

«Ἕνα μόνο ἀποτέλεσμα δυνάμεθα νὰ ἀναμένωμεν ἐξ αυτής: σχίσματα ἤ καὶ αἱρέσεις καὶ ὁπωσδήποτε ἀπώλεια πολλῶν, δυσαριθμήτων ψυχῶν. Θεωρουμένη δὲ ἐκ τῆς ἱστορικῆς ἀποστολικῆς καὶ πατερικῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ τοιαύτη Σύνοδος, ἀντί θεραπείας τῶν ἤδη ὑφισταμένων δεινῶν, θὰ ἀνοίξει καὶ νέας πληγάς καὶ τραύματα ἐπί τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργοῦσα εἰς αὐτήν νέα προβλήματα καὶ νέας ταλαιπωρίας»[3]

Βέβαια ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία ἀπόδειξις (γιὰ τὸν π.Τ): Τὰ κείμενα τῆς Συνόδου. Μόνον ποὺ ὁ π.Τ. ξεκινάει ἀπὸ τὴν θεώρησι τῶν κείμενων ὡς τεκμηρίων ὀρθοδοξίας ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀποδείξεως (ἐκ μέρους του) καὶ ἀδιαφορῶντας πλήρως γιὰ τὶς ἐνστάσεις ὁλοκλήρων ἐκκλησιῶν, ἐπισκόπων, θεολόγων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν (τὰ ὁποία ἀντιπαρέρχεται μὲ τρόπο ὑποτιμητικὸ) ἐνῷ τὰ κείμενα αὐτὰ ὅπως καὶ κάθε κείμενο κάθε συνόδου ἀξιολογοῦνται ἀφοὺ ἀναμετρηθοῦν μὲ τὴν πατερικὴ παράδοσι καὶ γίνουν ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας.
.
Γνωρίζει ὁ π.Τ. (καὶ τὸ γράφει) ὅτι:

«Ἡ πραγματοποίησις μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ὀρθοδόξου Συνόδου δὲν ἀποτελεῖ διεκπεραίωσι διοικητικῶν ὑποθέσεων, ἀλλὰ φανέρωσι τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεως, ἀλληλοπροσεγγίσεως καὶ ἑνώσεως τῶν μελῶν τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς καὶ χάριτι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»

Πράγματι, ἀπ᾿ ὅσα λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι (πρέπει νὰ) εἶναι. Χρήσιμο θὰ ἦτο νὰ ἀνέφερε ὁ π. Τ. τὶς προϋποθέσεις ποὺ ἀπαιτοῦνται ὥστε μιὰ Σύνοδος νὰ εἶναι φανέρωσι τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεως, ἀλληλοπροσεγγίσεως καὶ ἑνώσεως τῶν μελῶν τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρὸς καὶ χάριτι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κανεὶς δὲν ἀμφιβάλλει ὅτι γνωρίζει αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, παρότι στὸ κείμενό του φαίνεται νὰ τοῦ ἀρκοῦν οἱ κόποι δεκαετιῶν. Θεωροῦμε ὅμως χρήσιμο γιὰ μᾶς τοὺς ἀπλοὺς καὶ ἀπλοϊκοὺς χριστιανοὺς, τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τῶν καλῶν ποιμένων μας, νὰ δοῦμε πῶς ἀντιλαμβάνονται οἱ ἅγιοι πατέρες τὶς προϋποθέσεις γιὰ μιὰν Ὀρθόδοξη σύνοδο, καὶ μιὰ καὶ ἀσχολούμαστε μὲ κείμενο ἁγιορείτου θὰ καταφύγουμε πάλι στὸν ἐπίσης ἁγιορείτη, ἀλλὰ καὶ θεόπτη, π. Σωφρόνιο:

Τὰ μέλη τῶν Συνόδων, τῶν μικρῶν καὶ τῶν μεγάλων, ἐκπαιδευμένα μὲ τὸν πρέποντα τρόπο στὴ θαυμαστὴ αὐτὴ ἐργασία, (τῆς, διὰ γνησίας κατὰ Θεὸν ὑπακοῆς, διακρίσεως τῶν ἐσωτερικῶν κινήσεων τῶν καρδιῶν τῶν γύρω τους) ἀναπτύσσουν μιὰ ἐκλεπτυσμένη ἀντίληψη γιὰ τὸ πῶς καὶ ἀπὸ τί διαπνέονται ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι. Διαμένοντας, βέβαια, σὲ ἀδιάλειπτη νοερὰ προσευχή, οἱ μέτοχοι αὐτοὶ τῆς συνοδικῆς ἀναζητήσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀγκαλιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τους ὅλη τὴ Σύνοδο καὶ αἰσθάνονται πότε καὶ σὲ ποιὸν ὁμιλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.. Τὸ Πνεῦμα ὅμως αὐτὸ «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰωάν. 3,8), χωρὶς ὁπωσδήποτε νὰ ὑπολογίζει τὴν ἱεραρχικὴ θέση τῶν συνοδικῶν.

Σὲ αὐθεντικὰ ἁγία Σύνοδο δὲν ὑπάρχει κατὰ κάποιον τρόπο χῶρος γιὰ ἱεράρχηση οὔτε πάλη γιὰ ἐπικράτηση ἤ ὑπεροχή· ὅλοι ἔχουν τὴν ἐπιθυμία νὰ αἰσθανθοῦν πιστὰ «τὴν εὐδοκία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». … Ὁ καθένας ἀπὸ ἐκείνους, στοὺς ὁποίους ἀποκαλύπτεται κατὰ τὴν ἐνέργειά Του τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐκφράζει τὴν Ἀλήθεια μὲ ταπείνωση, καὶ ὅλοι μὲ τὴν χαρὰ τοῦ πνεύματός τους τὴν ἀποδέχονται.[4]

Ἐδὼ φαίνονται ξεκάθαρα οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν διεξαγωγὴ γνησίας, αὐθεντικὰ ἁγίας, συνόδου:
α) Οἱ μετέχοντες εἶναι μυημένοι στὴν γνησία κατὰ Θεὸν ὑπακοή.
β) Οἱ μετέχοντες εἶναι κάτοχοι τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς.
γ) Οἱ μετέχοντες ἀναζητοῦν συνοδικῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
δ) Οἱ μετέχοντες ἀγκαλιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τους ὅλη τὴν σύνοδο καὶ αἰσθάνονται σὲ ποιὸν ὁμιλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.
ε) Οἱ μετέχοντες δὲν διαπνέονται ἀπὸ πνεῦμα ἱεράρχησης ἤ πάλης γιὰ ἐπικράτησι ἤ ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν ἄλλων.
στ) Τὸ Πνεῦμα δὲν ὑπολογίζει τὴν ἱεραρχικὴ θέσι τῶν συνοδικῶν ἀλλὰ «ὅπου θέλει πνεῖ»
ζ) Οἱ μετέχοντες ἐπιθυμοῦν νὰ αἰσθανθοῦν «τὴν εὐδοκία τοῦ ἁγίου Πνεύματος» στὶς ἀποφάσεις ποὺ θὰ ληφθοῦν.
η) Σὲ ὅποιον ἀπὸ τοὺς μετέχοντες ἀποκαλύπτεται τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ἐκφράζει τὴν Ἀλήθεια μὲ ταπείνωσι καὶ οἱ ἄλλοι τὴν ἀποδέχονται μὲ χαρά.

Ἐπ᾿ αὐτῶν τῶν προϋποθέσεων καλὸ θὰ ἦτο νὰ μᾶς ἐνημέρωνε ὁ π.Τ., ὡς παρῶν στὴν Σύνοδο, τί διέκρινε. Ἄν εἶδε τὸ πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως, τὴν ἔλειψι ἱεραρχικῆς διαθέσεως, τὴν ἀπουσία πνεύματος ἐπικρατήσεως ἤ ὑπεροχῆς ἔναντι τῶν ἄλλων, ἄν αἰσθάνθηκε τὴν εὐωδία τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καὶ τὴν διάθεσι ἀποδοχῆς μὲ χαρὰ τῆς θείας ἀληθείας σὲ ὅποιον ἀποκαλυφθεῖ αὐτὴ, ἀνεξαρτήτως τῆς θέσεῶς του.

Βέβαια κάθε ψυχὴ, κάθε βαπτισμένος ὀρθόδοξος, ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀντιλαμβάνεται σὲ κάποιο βαθμὸ, ὅσο τοῦ ἐπιτρέπουν τὰ πάθη καὶ τὰ χαρίσματά του, ἄν κάτι ἀποπνέει «ὁσμὴ ζωῆς εἰς ζωὴν, ἤ ὁσμὴ θανάτου εἰς θάνατον». Γιὰ αὐτὸ καὶ τελικῶς οἱ σύνοδοι κρίνονται ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἐπιβάλλονται ἀπὸ τοὺς κατὰ καιρὸν ἡγέτες τῆς ἐκκλησίας.

Ἐξ ἄλλου τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀναφέρει ὁ π.Τ γιὰ τὴν πραγματοποίηση μιᾶς ὀρθοδόξου Συνόδου δηλαδὴ ἡ φανέρωσι τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεως, ἀλληλοπροσεγγίσεως καὶ ἑνώσεως τῶν μελῶν τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔγιναν καθόλου φανερὰ στὴν περίπτωσι τῆς συνόδου τῆς Κρήτης. Ἀντὶ γιὰ ἀγαπητικὴ σχέσι εἴδαμε ὅλοι σύγκρουσι μεταξὺ ἐκκλησιῶν καὶ προσώπων, ἀντὶ γιὰ ἀλληλοπροσέγγισι καὶ ἔνωσι εἴδαμε ὅλοι διάσπασι καὶ ἀπομάκρυνσι. Φυσικὰ τὰ εἶδε καὶ ὁ π.Τ. Δὲν τὸν προβληματίζει αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιὰ τὴν «ποιότητα» τῆς συνόδου;

Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀνέφερε ὁ π.Τ. (ἀγαπητικὴ σχέσις-ἀλληλοπροσέγγισις-ἑνότης) τὰ ὁποία δὲν ὑπῆρξαν στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης, ἐπανερχόμενοι στὶς προϋποθέσεις ποὺ θέτει ὁ Γέρων Σωφρόνιος ἄς δοῦμε τί συμβαίνει ὅταν δὲν ὑπάρχουν αὐτές (οἱ προϋποθέσεις):

Ὅταν δὲν ὑπάρχουν τὰ σημεία αὐτὰ, ἡ Ἁγία Σύνοδος μετατρέπεται σὲ «σύλλογο «ἤ «ὁμάδα» εἰδικῶν διεκπεραιωτῶν ἤ ἐπαγγελματιῶν θεολόγων, χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἐξόδου ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνθρωπίνων εἰκασιῶν»[5]

Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι ὑπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις γιὰ νὰ εἶναι μία σύνοδος ἁγία καὶ ἄν δὲν ὑπάρχουν αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις ἡ σύνοδος μετατρέπεται σὲ σύλλογο εἰδικῶν διεκπεραιωτῶν καὶ τὰ ὅποια πορίσματὰ της δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῶν ἀνθρωπίνων εἰκασιῶν. Τὰ δὲ πρακτικὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ (σχίσματα-αἱρέσεις καὶ ἀπώλεια ἀναριθμήτων ψυχῶν) ἀναφέρθηκαν παραπάνω ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰουστῖνο (τὰ βλέπουμε ἐξ ἄλλου καθημερινὰ γύρω μας)

Ἄρα στερεῖτε βάσεως ἡ διατύπωσις τοῦ π. Τ. ὅ,τι:

«Δὲν εἶναι λοιπὸν δυνατὸν μία Πανορθόδοξος Σύνοδος, μὲ κόπο δεκαετιῶν προετοιμασμένη, νὰ ἀστοχήση καὶ νὰ εἶναι ἄμοιρος τῆς Χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Παναγίου Πνεύματος».

Ὅπως εἴδαμε ὅποιοι «κόποι» καὶ νὰ ἔχουν γίνει γιὰ τὴν ὁργάνωσι μιᾶς συνόδου, ὅσα χρόνια καὶ ἄν ἔχουν ἀπαιτηθεῖ, ἄν δὲν ὑπάρχουν συγκεκριμένες πνευματικὲς προϋποθέσεις ἡ σύνοδος θὰ ἀστοχήσει καὶ θὰ εἶναι ἄμοιρος τῆς Χάριτος καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Ἄρα καὶ τὸ συμπέρασμα τοῦ π.Τ. ὅ,τι «Ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο διαψεύδονται ἀπὸ τὰ κείμενα τῆς Συνόδου» εἶναι ἔωλο ἀλλὰ ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι «γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν πιστεύουν στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀκαταμάχητη δύναμι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία καὶ «συγκροτεῖ ὅλον τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» εἶναι ἀκριβῶς ἀντίθετο τῆς πραγματικότητος.

Ἐπειδὴ ἀκριβῶς πιστεύουν (καὶ βιώνουν κατὰ τὸ μέτρον του ἕκαστος) τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διακρίνουν τὴν ἔλλειψι αὐτῆς τῆς δυνάμεως κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῆς συνόδου, ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Γέρων Σωφρόνιος.

Ὁπότε οἱ παραπάνω ἰσχυρισμοὶ τοῦ π. Τ. ὅτι «ὅποιοι διαπιστώνουν ἔλλειμα συνοδικότητος καὶ παρέκλισι ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Ὀρθοδοξία στὴν διεξαγωγὴ καὶ στὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης δὲν πιστεύουν στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ Πανάγιον Πνεῦμα» εἶναι ἀνυπόστατοι καὶ μάλιστα ἀντίθετοι μὲ τὴν πατερικὴ παράδοσι καὶ τὴν ἱστορικὴ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησίας (πόσες καὶ πόσες σύνοδοι ἀπεδείχθησαν ληστρικές…)

Ἄν προσεγγίσουμε τὴν σύνοδο αὐτὴν καὶ τὴν ἐξετάσουμε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν παραπάνω ὀκτὼ προϋποθέσεων ποὺ θέτει τὸ κείμενο τοῦ ἁγίου γέροντος Σωφρονίου τὶ πιστεύει ὁ π.Τ. ὅτι θὰ προκύψει;

Τὸ παρελθὸν της εἶναι γνωστὸ καὶ δεδομένο. Ὑπάρχουν τὰ κείμενα τῶν Προσυνοδικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν διαδραματιστεῖ. Ὑπάρχουν καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῶν διμερῶν καὶ πολυμερῶν διαλόγων. Ὑπάρχει ἡ προφητικὴ κριτικὴ τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς. Ὑπάρχουν τὰ κείμενα τῆς συνόδου. Ὅποιος θέλει ἄς προσεγγίσει τὰ παραπάνω μὲ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις (ὅπως αὐτὲς ποὺ θέτει ὁ ἅγιος Γέρων Σωφρόνιος - καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐννοεῖται) καὶ δὲν θὰ δυσκολευτεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν πραγματικὴ «ὁσμὴ» τῆς συνόδου αὐτῆς.

Μᾶς λείπουν τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Ἐκεὶ θὰ βλέπαμε ὁλοκάθαρα τὸ πνεῦμα ποὺ ὑπῆρχε καὶ θὰ ἦταν περιττὲς οἱ ἐρμηνεῖες καὶ οἱ ἐπεξηγήσεις. Γιατὶ δὲν δημοσιοποιοῦνται; Τί πρόβλημα ὑπάρχει; Μιὰ ἐταιρεία ἀπομαγνητοφωνήσεως κειμένων σὲ μιὰ ἐβδομάδα θὰ εἶχε ἔτοιμα τὰ κείμενα τῶν πρακτικῶν. Τὴν ἔκδοσι ἐπιμελεῖται καὶ πάλι ὁ κ. Βλάσιος Φειδᾶς. Γιατὶ καθυστερεῖ ἐπὶ ἕναν ὁλόκληρο χρόνο; Γιατὶ δὲν ἀναρτοῦν τὶς συνεδρίες στὸ διαδίκτυο ὥστε ὁ κάθε ἐνδιαφερόμενος νὰ μπορεῖ νὰ τὶς παρακολουθήσει, ὅπως πράγματι ἔγιναν καὶ ὄχι ὅπως θὰ τὶς παρουσιάσει μιὰ πιθανή (σίγουρη, γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς) κοπτοραπτικὴ προσαρμογῆς στὴν οἰκουμενιστικὴ πραγματικότητα; Τὶ φοβοῦνται;

Ἀφοὺ φανέρωσι τῆς ἀγαπητικῆς σχέσεως, ἀλληλοπροσεγγίσεως καὶ ἑνώσεως τῶν μελῶν τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἔλαβε χώρα (κατὰ τὸν π.Τ.) στὴν σύνοδο αὐτὴ. Ἀφοὺ οἱ μετέχοντες ἐν πνεύματι κατὰ Θεὸν ὑπακοῆς καὶ ἐν νοερᾷ προσευχῇ παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ φανερώσει σὲ ὅποιον θέλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὴν ἀλήθεια Του, καὶ ἀφοὺ αὐτὸς τὴν παρουσίαζε μὲ ταπείνωσι οἱ ἄλλοι τὴν ἐδέχοντο μὲ χαρὰ γιατὶ νὰ μὴν γευτεῖ ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ μᾶς αὐτὴ τὴν πνευματικὴ πανδαισία; Ἀφοὺ δὲν ὑπῆρχε ἀποκλεισμὸς, ἀφοὺ δὲν ἐλαμβάνετο ὑπ᾿ὅψιν ἡ ἱεραρχικὴ θέσις ἑκάστου, ἀφοὺ ἧτο πράγματι σύνοδος τῶν καθ᾿ ὅλα ἵσων ἐπισκόπων τῆς ἐκκλησίας, ἀφοὺ δὲν ὑπῆρχε διάθεσις ἐπιβολῆς κάποιας γνώμης, ἀλλὰ ὅλοι ἱσότιμοι, ἐλευθεροι, αὐτεξούσιοι, συνυπεύθυνοι ἀποφάσιζαν· γιατὶ νὰ μὴν ἀρδευτεῖ κάθε ψυχὴ ἀπὸ τὰ νάματα αὐτὰ τῆς συνοδικῆς μυσταγωγίας;

Παρακαλῶ τὸν π. Τ. νὰ μεριμνήσει γιὰ τὸ θέμα αὐτό (τῆς ἀναρτήσεως τῶν Συνεδριάσεων τῆς Συνόδου, ἀφοὺ τόσο ὀρθόδοξη καὶ ἀγιοπατερικὴ τὴν θεωρεῖ) μιὰ ποὺ σίγουρα θὰ ἔχει τὴν δυνατότητα ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀποφασίζοντες. Γιὰ νὰ τὸν ἐπιλέξουν νὰ παραβρεθεῖ στὴν Σύνοδο τὸν ξέρουν καὶ τοὺς ξέρει. Ποτὲ δὲν ἐπελέγοντο τυχόντες. (Ὅταν προετοίμαζαν τὴν σύνοδο Φεράρρας «ἐν τούτοις ἐσκέπτοντο καὶ περὶ προσώπων ἀρμοδίων πρὸς τὴν σύνοδονἀφικέσθαι, καί τινος περὶ τοῦ ἱερομονάχου κυρίου Νείλου τοῦ Ταρζανειώτου εἰρηκότος, ὡς χρησίμου πρὸς τὴν σύνοδον ὄντος, ἔφη ὁ βασιλεὺς, δειλιῶ μήποτε εὑρεθῆ τι καλογέριν, καὶ φωνήν τινα ῥίψῃ ἐκεῖσε, ἤτις μεγάλην ἡμῖν προξενήσει βλάβην»[6]. Πρόσεχε ὁ βασιλεὺς τότε μὴν παρουσιαστεῖ κανένα καλογέριν καὶ πεῖ τὴν ἀλήθεια, τὴν φωνάξει, καὶ προξενήσει βλάβη στὰ μελετώμενα… Καὶ στὸ Κολυμπάρι πρόσεχαν (καὶ προσέχουν..) … καὶ πόσους θὰ πάρουν στὴν σύνοδο… καὶ ποιοὺς (ὅσο μποροῦν βέβαια)…. Καὶ ποιοὶ θὰ μιλοῦν καὶ θὰ ψηφίζουν… Ἄρα… καὶ ὁ π. Τ. δὲν νομίζω νὰ ἐπελέγη τυχαίως… Καὶ τὸ κείμενό του ... σὲ τέτοιο συμπέρασμα ὁδηγεῖ...

Γεώργιος Κ. Τζανάκης Ἀκρωτήρι Χανίων 21.9.2017

[1] Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Τύπος, 304/10.2.1978, σ. 3
[2] Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Τύπος, 304/10.2.1978, σ. 3
[3] Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: Ορθόδοξος Τύπος, 304/10.2.1978, σ. 4.
[4] Ἀρχιμ. Σωφρονίου: Τὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Β΄ ἔκδοσις. 2011. σελ. 32-33
[5] Ἀρχιμ. Σωφρονίου: Τὸ μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Ἱ. Π.κ Σ. Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας. Β΄ ἔκδοσις. 2011. σελ. 33
[6] Ἀπομνημονεύματα Συρόπουλου. VERA HISTORIA UNIONIS NON VERAE INTER GRAECOS ET LATINOS. EX TYPOGRAPHIA ADRIANI VLACO. M.DC.LX. Τμήμα Γ΄ κεφ.ζ΄ σελ.51